Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Jó 31


font
VULGATALXX
1 Pepigi fœdus cum oculis meis,
ut ne cogitarem quidem de virgine.
1 διαθηκην εθεμην τοις οφθαλμοις μου και ου συνησω επι παρθενον
2 Quam enim partem haberet in me Deus desuper,
et hæreditatem Omnipotens de excelsis ?
2 και τι εμερισεν ο θεος απανωθεν και κληρονομια ικανου εξ υψιστων
3 Numquid non perditio est iniquo,
et alienatio operantibus injustitiam ?
3 ουχι απωλεια τω αδικω και απαλλοτριωσις τοις ποιουσιν ανομιαν
4 Nonne ipse considerat vias meas,
et cunctos gressus meos dinumerat ?
4 ουχι αυτος οψεται οδον μου και παντα τα διαβηματα μου εξαριθμησεται
5 Si ambulavi in vanitate,
et festinavit in dolo pes meus,
5 ει δε ημην πεπορευμενος μετα γελοιαστων ει δε και εσπουδασεν ο πους μου εις δολον
6 appendat me in statera justa,
et sciat Deus simplicitatem meam.
6 ισταιη με αρα εν ζυγω δικαιω οιδεν δε ο κυριος την ακακιαν μου
7 Si declinavit gressus meus de via,
et si secutum est oculos meos cor meum,
et si manibus meis adhæsit macula,
7 ει εξεκλινεν ο πους μου εκ της οδου ει δε και τω οφθαλμω επηκολουθησεν η καρδια μου ει δε και ταις χερσιν μου ηψαμην δωρων
8 seram, et alius comedat,
et progenies mea eradicetur.
8 σπειραιμι αρα και αλλοι φαγοισαν αρριζος δε γενοιμην επι γης
9 Si deceptum est cor meum super muliere,
et si ad ostium amici mei insidiatus sum,
9 ει εξηκολουθησεν η καρδια μου γυναικι ανδρος ετερου ει και εγκαθετος εγενομην επι θυραις αυτης
10 scortum alterius sit uxor mea,
et super illam incurventur alii.
10 αρεσαι αρα και η γυνη μου ετερω τα δε νηπια μου ταπεινωθειη
11 Hoc enim nefas est,
et iniquitas maxima.
11 θυμος γαρ οργης ακατασχετος το μιαναι ανδρος γυναικα
12 Ignis est usque ad perditionem devorans,
et omnia eradicans genimina.
12 πυρ γαρ εστιν καιομενον επι παντων των μερων ου δ' αν επελθη εκ ριζων απωλεσεν
13 Si contempsi subire judicium cum servo meo et ancilla mea,
cum disceptarent adversum me :
13 ει δε και εφαυλισα κριμα θεραποντος μου η θεραπαινης κρινομενων αυτων προς με
14 quid enim faciam cum surrexerit ad judicandum Deus ?
et cum quæsierit, quid respondebo illi ?
14 τι γαρ ποιησω εαν ετασιν μου ποιησηται ο κυριος εαν δε και επισκοπην τινα αποκρισιν ποιησομαι
15 Numquid non in utero fecit me, qui et illum operatus est,
et formavit me in vulva unus ?
15 ποτερον ουχ ως και εγω εγενομην εν γαστρι και εκεινοι γεγονασιν γεγοναμεν δε εν τη αυτη κοιλια
16 Si negavi quod volebant pauperibus,
et oculos viduæ expectare feci ;
16 αδυνατοι δε χρειαν ην ποτ' ειχον ουκ απετυχον χηρας δε τον οφθαλμον ουκ εξετηξα
17 si comedi buccellam meam solus,
et non comedit pupillus ex ea
17 ει δε και τον ψωμον μου εφαγον μονος και ουχι ορφανω μετεδωκα
18 (quia ab infantia mea crevit mecum miseratio,
et de utero matris meæ egressa est mecum) ;
18 οτι εκ νεοτητος μου εξετρεφον ως πατηρ και εκ γαστρος μητρος μου ωδηγησα
19 si despexi pereuntem, eo quod non habuerit indumentum,
et absque operimento pauperem ;
19 ει δε και υπερειδον γυμνον απολλυμενον και ουκ ημφιασα
20 si non benedixerunt mihi latera ejus,
et de velleribus ovium mearum calefactus est ;
20 αδυνατοι δε ει μη ευλογησαν με απο δε κουρας αμνων μου εθερμανθησαν οι ωμοι αυτων
21 si levavi super pupillum manum meam,
etiam cum viderem me in porta superiorem :
21 ει επηρα ορφανω χειρα πεποιθως οτι πολλη μοι βοηθεια περιεστιν
22 humerus meus a junctura sua cadat,
et brachium meum cum suis ossibus confringatur.
22 αποσταιη αρα ο ωμος μου απο της κλειδος ο δε βραχιων μου απο του αγκωνος μου συντριβειη
23 Semper enim quasi tumentes super me fluctus timui Deum,
et pondus ejus ferre non potui.
23 φοβος γαρ κυριου συνεσχεν με και απο του λημματος αυτου ουχ υποισω
24 Si putavi aurum robur meum,
et obrizo dixi : Fiducia mea ;
24 ει εταξα χρυσιον ισχυν μου ει δε και λιθω πολυτελει επεποιθησα
25 si lætatus sum super multis divitiis meis,
et quia plurima reperit manus mea ;
25 ει δε και ευφρανθην πολλου πλουτου μοι γενομενου ει δε και επ' αναριθμητοις εθεμην χειρα μου
26 si vidi solem cum fulgeret,
et lunam incedentem clare,
26 η ουχ ορω μεν ηλιον τον επιφαυσκοντα εκλειποντα σεληνην δε φθινουσαν ου γαρ επ' αυτοις εστιν
27 et lætatum est in abscondito cor meum,
et osculatus sum manum meam ore meo :
27 και ει ηπατηθη λαθρα η καρδια μου ει δε και χειρα μου επιθεις επι στοματι μου εφιλησα
28 quæ est iniquitas maxima,
et negatio contra Deum altissimum.
28 και τουτο μοι αρα ανομια η μεγιστη λογισθειη οτι εψευσαμην εναντιον κυριου του υψιστου
29 Si gavisus sum ad ruinam ejus qui me oderat,
et exsultavi quod invenisset eum malum :
29 ει δε και επιχαρης εγενομην πτωματι εχθρων μου και ειπεν η καρδια μου ευγε
30 non enim dedi ad peccandum guttur meum,
ut expeterem maledicens animam ejus.
30 ακουσαι αρα το ους μου την καταραν μου θρυληθειην δε αρα υπο λαου μου κακουμενος
31 Si non dixerunt viri tabernaculi mei :
Quis det de carnibus ejus, ut saturemur ?
31 ει δε και πολλακις ειπον αι θεραπαιναι μου τις αν δωη ημιν των σαρκων αυτου πλησθηναι λιαν μου χρηστου οντος
32 foris non mansit peregrinus :
ostium meum viatori patuit.
32 εξω δε ουκ ηυλιζετο ξενος η δε θυρα μου παντι ελθοντι ανεωκτο
33 Si abscondi quasi homo peccatum meum,
et celavi in sinu meo iniquitatem meam ;
33 ει δε και αμαρτων ακουσιως εκρυψα την αμαρτιαν μου
34 si expavi ad multitudinem nimiam,
et despectio propinquorum terruit me :
et non magis tacui, nec egressus sum ostium.
34 ου γαρ διετραπην πολυοχλιαν πληθους του μη εξαγορευσαι ενωπιον αυτων ει δε και ειασα αδυνατον εξελθειν θυραν μου κολπω κενω
35 Quis mihi tribuat auditorem,
ut desiderium meum audiat Omnipotens,
et librum scribat ipse qui judicat,
35 τις δωη ακουοντα μου χειρα δε κυριου ει μη εδεδοικειν συγγραφην δε ην ειχον κατα τινος
36 ut in humero meo portem illum,
et circumdem illum quasi coronam mihi ?
36 επ' ωμοις αν περιθεμενος στεφανον ανεγινωσκον
37 Per singulos gradus meos pronuntiabo illum,
et quasi principi offeram eum.
37 και ει μη ρηξας αυτην απεδωκα ουθεν λαβων παρα χρεοφειλετου
38 Si adversum me terra mea clamat,
et cum ipsa sulci ejus deflent :
38 ει επ' εμοι ποτε η γη εστεναξεν ει δε και οι αυλακες αυτης εκλαυσαν ομοθυμαδον
39 si fructus ejus comedi absque pecunia,
et animam agricolarum ejus afflixi :
39 ει δε και την ισχυν αυτης εφαγον μονος ανευ τιμης ει δε και ψυχην κυριου της γης εκβαλων ελυπησα
40 pro frumento oriatur mihi tribulus,
et pro hordeo spina. Finita sunt verba Job.
40 αντι πυρου αρα εξελθοι μοι κνιδη αντι δε κριθης βατος και επαυσατο ιωβ ρημασιν