Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Atti degli Apostoli 16


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Pervenit autem in Derben et Lystram. Et ecce discipulus quidam erat ibinomine Timotheus, filius mulieris Iudaeae fidelis, patre autem Graeco;1 Κατηντησε δε εις Δερβην και Λυστραν. Και ιδου, ητο εκει μαθητης τις ονοματι Τιμοθεος, υιος γυναικος τινος Ιουδαιας πιστης, πατρος δε Ελληνος,
2 huictestimonium reddebant, qui in Lystris erant et Iconii fratres.2 οστις ειχε καλην μαρτυριαν υπο των εν Λυστροις και Ικονιω αδελφων.
3 Hunc voluitPaulus secum proficisci et assumens circumcidit eum propter Iudaeos, qui erantin illis locis; sciebant enim omnes quod pater eius Graecus esset.3 Τουτον ηθελησεν ο Παυλος να εξελθη μεθ' εαυτου, και λαβων αυτον περιετεμε δια τους Ιουδαιους τους οντας εν τοις τοποις εκεινοις? επειδη εγνωριζον παντες τον πατερα αυτου οτι ητο Ελλην.
4 Cum autempertransirent civitates, tradebant eis custodire dogmata, quae erant decreta abapostolis et presbyteris, qui essent Hierosolymis.4 Ως δε διηρχοντο τας πολεις, παρεδιδον εις αυτους διαταγας να φυλαττωσι τα δογματα τα εγκεκριμενα υπο των αποστολων και των πρεσβυτερων των εν Ιερουσαλημ.
5 Ecclesiae quidemconfirmabantur fide et abundabant numero cotidie.
5 Αι μεν λοιπον εκκλησιαι εστερεουντο εις την πιστιν και ηυξανοντο τον αριθμον καθ' ημεραν.
6 Transierunt autem Phrygiam et Galatiae regionem, vetati a Sancto Spiritu loquiverbum in Asia;6 Διελθοντες δε την Φρυγιαν και την γην της Γαλατιας, επειδη εμποδισθησαν υπο του Αγιου Πνευματος να κηρυξωσι τον λογον εν τη Ασια,
7 cum venissent autem circa Mysiam, tentabant ire Bithyniam, etnon permisit eos Spiritus Iesu;7 ηλθον κατα την Μυσιαν και εδοκιμαζον να υπαγωσι προς την Βιθυνιαν? πλην δεν αφηκεν αυτους το Πνευμα.
8 cum autem praeterissent Mysiam, descenderuntTroadem.8 Περασαντες δε την Μυσιαν κατεβησαν εις Τρωαδα.
9 Et visio per noctem Paulo ostensa est: vir Macedo quidam erat stanset deprecans eum et dicens: “ Transiens in Macedoniam, adiuva nos! ”.9 Και οραμα εφανη δια νυκτος εις τον Παυλον. Ανηρ τις Μακεδων ιστατο, παρακαλων αυτον και λεγων? Διαβα εις Μακεδονιαν και βοηθησον ημας.
10 Utautem visum vidit, statim quaesivimus proficisci in Macedoniam, certi facti quiavocasset nos Deus evangelizare eis.
10 Και ως ειδε το οραμα, ευθυς εζητησαμεν να υπαγωμεν εις την Μακεδονιαν, συμπεραινοντες οτι ο Κυριος προσκαλει ημας, δια να κηρυξωμεν το ευαγγελιον προς αυτους.
11 Navigantes autem a Troade recto cursu venimus Samothraciam et sequenti dieNeapolim11 Αποπλευσαντες λοιπον απο της Τρωαδος, επερασαμεν κατ' ευθειαν εις Σαμοθρακην και την ακολουθον ημεραν εις Νεαπολιν
12 et inde Philippos, quae est prima partis Macedoniae civitas,colonia. Eramus autem in hac urbe diebus aliquot commorantes.12 και εκειθεν εις Φιλιππους, ητις ειναι πρωτη πολις του μερους εκεινου της Μακεδονιας, αποικια Ρωμαικη. Και διετριβομεν εν τη πολει ταυτη ημερας τινας?
13 Die autemsabbatorum egressi sumus foras portam iuxta flumen, ubi putabamus orationemesse, et sedentes loquebamur mulieribus, quae convenerant.13 και τη ημερα του σαββατου εξηλθομεν εξω της πολεως πλησιον του ποταμου, οπου εσυνειθιζετο να γινηται προσευχη, και καθησαντες ελαλουμεν προς τας εκει συνελθουσας γυναικας.
14 Et quaedam muliernomine Lydia, purpuraria civitatis Thyatirenorum colens Deum, audiebat, cuiusDominus aperuit cor intendere his, quae dicebantur a Paulo.14 Και γυνη τις Λυδια το ονομα, πωλητρια πορφυρας εκ πολεως Θυατειρων, σεβομενη τον Θεον, ηκουε, της οποιας ο Κυριος διηνοιξε την καρδιαν δια να προσεχη εις τα λαλουμενα υπο του Παυλου.
15 Cum autembaptizata esset et domus eius, deprecata est dicens: “ Si iudicastis mefidelem Domino esse, introite in domum meam et manete ”; et coegit nos.
15 Αφου δε εβαπτισθη αυτη και ο οικος αυτης, παρεκαλεσε λεγουσα? Εαν με εκρινατε οτι ειμαι πιστη εις τον Κυριον, εισελθετε εις τον οικον μου και μεινατε? και μας εβιασεν.
16 Factum est autem, euntibus nobis ad orationem, puellam quandam habentemspiritum pythonem obviare nobis, quae quaestum magnum praestabat dominis suisdivinando.16 Ενω δε επορευομεθα εις την προσευχην, απηντησεν ημας δουλη τις εχουσα πνευμα πυθωνος, ητις εδιδε πολυ κερδος εις τους κυριους αυτης μαντευομενη.
17 Haec subsecuta Paulum et nos clamabat dicens: “ Isti hominesservi Dei Altissimi sunt, qui annuntiant vobis viam salutis ”.17 Αυτη ακολουθησασα τον Παυλον και ημας εκραζε, λεγουσα? Ουτοι οι ανθρωποι ειναι δουλοι του Θεου του Υψιστου, οιτινες κηρυττουσι προς ημας οδον σωτηριας.
18 Hoc autemfaciebat multis diebus. Dolens autem Paulus et conversus spiritui dixit: “Praecipio tibi in nomine Iesu Christi exire ab ea ”; et exiit eadem hora.18 Τουτο δε εκαμνεν επι πολλας ημερας. Βαρυνθεις δε ο Παυλος και στραφεις, ειπε προς το πνευμα, Προσταζω σε εν τω ονοματι του Ιησου Χριστου να εξελθης απ' αυτης. Και εξηλθε την αυτην ωραν.
19 Videntes autem domini eius quia exivit spes quaestus eorum, apprehendentesPaulum et Silam traxerunt in forum ad principes;19 Ιδοντες δε οι κυριοι αυτης οτι εξηλθεν η ελπις του κερδους αυτων, πιασαντες τον Παυλον και τον Σιλαν, εσυραν εις την αγοραν προς τους αρχοντας,
20 et producentes eosmagistratibus dixerunt: “ Hi homines conturbant civitatem nostram, cum sintIudaei,20 και φεροντες αυτους προς τους στρατηγους, ειπον? Ουτοι οι ανθρωποι εκταραττουσι την πολιν ημων, Ιουδαιοι οντες,
21 et annuntiant mores, quos non licet nobis suscipere neque facere, cumsimus Romani ”.21 και διδασκουσιν εθιμα, τα οποια δεν ειναι εις ημας συγκεχωρημενον να παραδεχωμεθα μηδε να πραττωμεν, Ρωμαιοι οντες.
22 Et concurrit plebs adversus eos; et magistratus, scissistunicis eorum, iusserunt virgis caedi22 Και συνεφωρμησεν ο οχλος κατ' αυτων. Και οι στρατηγοι διασχισαντες αυτων τα ιματια, προσεταττον να ραβδιζωσιν αυτους,
23 et, cum multas plagas eis imposuissent,miserunt eos in carcerem, praecipientes custodi, ut caute custodiret eos;23 και αφου εδωκαν εις αυτους πολλους ραβδισμους, εβαλον εις φυλακην, παραγγειλαντες τον δεσμοφυλακα να φυλαττη αυτους ασφαλως?
24 quicum tale praeceptum accepisset, misit eos in interiorem carcerem et pedes eorumstrinxit in ligno.
24 οστις λαβων τοιαυτην παραγγελιαν, εβαλεν αυτους εις την εσωτεραν φυλακην και συνεκλεισε τους ποδας αυτων εις το ξυλον.
25 Media autem nocte, Paulus et Silas orantes laudabant Deum, et audiebant eos,qui in custodia erant;25 Κατα δε το μεσονυκτιον ο Παυλος και ο Σιλας προσευχομενοι υμνουν τον Θεον? και ηκροαζοντο αυτους οι δεσμιοι.
26 subito vero terraemotus factus est magnus, ita utmoverentur fundamenta carceris, et aperta sunt statim ostia omnia, etuniversorum vincula soluta sunt.26 Και εξαιφνης εγεινε σεισμος μεγας, ωστε εσαλευθησαν τα θεμελια του δεσμωτηριου, και παρευθυς ηνοιχθησαν πασαι αι θυραι και ελυθησαν παντων τα δεσμα.
27 Expergefactus autem custos carceris etvidens apertas ianuas carceris, evaginato gladio volebat se interficere,aestimans fugisse vinctos.27 Εξυπνησας δε ο δεσμοφυλαξ και ιδων ανεωγμενας τας θυρας της φυλακης, εσυρε μαχαιραν και εμελλε να θανατωση εαυτον, νομιζων οτι εφυγον οι δεσμιοι.
28 Clamavit autem Paulus magna voce dicens: “ Nihilfeceris tibi mali; universi enim hic sumus ”.28 Πλην ο Παυλος εκραξε μετα φωνης μεγαλης, λεγων? Μη πραξης μηδεν κακον εις σεαυτον? διοτι παντες ειμεθα εδω.
29 Petitoque lumine, introcucurrit et tremefactus procidit Paulo et Silae;29 Ζητησας δε φωτα εισεπηδησε, και εντρομος γενομενος επεσεν εμπροσθεν του Παυλου και του Σιλα,
30 et producens eos foras ait:“ Domini, quid me oportet facere, ut salvus fiam? ”.30 και εκβαλων αυτους εξω, ειπε? Κυριοι, τι πρεπει να καμω δια να σωθω;
31 At illi dixerunt:“ Crede in Domino Iesu et salvus eris tu et domus tua ”.31 Οι δε ειπον? Πιστευσον εις τον Κυριον Ιησουν Χριστον, και θελεις σωθη, συ και ο οικος σου.
32 Et locuti suntei verbum Domini cum omnibus, qui erant in domo eius.32 Και ελαλησαν προς αυτον τον λογον του Κυριου και προς παντας τους εν τη οικια αυτου.
33 Et tollens eos in illahora noctis lavit eos a plagis, et baptizatus est ipse et omnes eius continuo;33 Και παραλαβων αυτους εν εκεινη τη ωρα της νυκτος, ελουσε τας πληγας αυτων και εβαπτισθη ευθυς αυτος και παντες οι αυτου,
34 cumque perduxisset eos in domum, apposuit mensam et laetatus est cum omnidomo sua credens Deo.
34 και αναβιβασας αυτους εις τον οικον αυτου παρεθηκε τραπεζαν, και ευφρανθη πανοικι πιστευσας εις το Θεον.
35 Et cum dies factus esset, miserunt magistratus lictores dicentes: “ Dimittehomines illos! ”.35 Αφου δε εγεινεν ημερα, εστειλαν οι στρατηγοι τους ραβδουχους, λεγοντες? Απολυσον τους ανθρωπους εκεινους.
36 Nuntiavit autem custos carceris verba haec Paulo: “Miserunt magistratus, ut dimittamini; nunc igitur exeuntes ite in pace ”.36 Και ο δεσμοφυλαξ απηγγειλε τους λογους τουτους προς τον Παυλον, λεγων οτι οι στρατηγοι εστειλαν δια να απολυθητε? τωρα λοιπον εξελθετε και υπαγετε εν ειρηνη.
37 Paulus autem dixit eis: “ Caesos nos publice, indemnatos, cum homines Romaniessemus, miserunt in carcerem; et nunc occulte nos eiciunt? Non ita, sed veniantet ipsi nos educant ”.37 Αλλ' ο Παυλος ειπε προς αυτους? Αφου εδειραν ημας δημοσια χωρις να καταδικασθωμεν, ανθρωπους Ρωμαιους οντας, εβαλον εις φυλακην? και τωρα μας εκβαλλουσι κρυφιως; ουχι βεβαιως, αλλ' αυτοι ας ελθωσι και ας μας εκβαλωσιν.
38 Nuntiaverunt autem magistratibus lictores verbahaec. Timueruntque audito quod Romani essent;38 Ανηγγειλαν δε προς τους στρατηγους οι ραβδουχοι τους λογους τουτους? και εφοβηθησαν ακουσαντες οτι ειναι Ρωμαιοι,
39 et venientes deprecati sunt eoset educentes rogabant, ut egrederentur urbem.39 και ελθοντες παρεκαλεσαν αυτους, και αφου εξεβαλον, παρεκαλουν αυτους να εξελθωσιν εκ της πολεως.
40 Exeuntes autem de carcereintroierunt ad Lydiam et, visis fratribus, consolati sunt eos et profecti sunt.
40 Οι δε εξελθοντες εκ της φυλακης, υπηγον εις τον οικον της Λυδιας, και ιδοντες τους αδελφους, παρηγορησαν αυτους και ανεχωρησαν.