Scrutatio

Mercoledi, 1 maggio 2024 - San Giuseppe Lavoratore ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco 1


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 Principio del Vangelo di Gesù Cristo Figliuolo di Dio.1 Αρχη του ευαγγελιου του Ιησου Χριστου, Υιου του Θεου.
2 Siccome sta scritto nel profeta Isaia: Ecco che io spedisco innanzi a te il mio Angelo, il quale preparerà la tua via dinanzi a te.2 Καθως ειναι γεγραμμενον εν τοις προφηταις? Ιδου, εγω αποστελλω τον αγγελον μου προ προσωπου σου, οστις θελει κατασκευασει την οδον σου εμπροσθεν σου?
3 Voce d'uno, che grida nel deserto: Preparate la via del Signore, addirizzate i suoi sentieri.3 Φωνη βοωντος εν τη ερημω, ετοιμασατε την οδον του Κυριου, ευθειας καμετε τας τριβους αυτου.
4 Fu Giovanni nel deserto a battezzare, e predicare il battesimo della penitenza per la remissione de' peccati.4 Ητο ο Ιωαννης βαπτιζων εν τη ερημω και κηρυττων βαπτισμα μετανοιας εις αφεσιν αμαρτιων.
5 E tutto il paese della Giudea, e tutto il popolo di Gerusalemme andava a trovarlo, e confessando i loro peccati eran battezzati da lui nel fiume Giordano.5 Και εξηρχοντο προς αυτον ολος ο τοπος της Ιουδαιας και οι Ιεροσολυμιται, και εβαπτιζοντο παντες εν τω Ιορδανη ποταμω υπ' αυτου, εξομολογουμενοι τας αμαρτιας αυτων.
6 E Giovanni era vestito di pelo di cammello, e aveva ai fianchi una cintola di cuoio, e mangiava locuste, e miele selvatico. E predicava, dicendo:6 Ητο δε ο Ιωαννης ενδεδυμενος τριχας καμηλου και εχων ζωνην δερματινην περι την οσφυν αυτου, και τρωγων ακριδας και μελι αγριον.
7 Viene dietro di me chi è più forte di me: cui non son io degno di sciogliere prostrato a terra la coreggia delle scarpe.7 Και εκηρυττε, λεγων? Ερχεται ο ισχυροτερος μου οπισω μου, του οποιου δεν ειμαι αξιος σκυψας να λυσω το λωριον των υποδηματων αυτου.
8 Io vi ho battezzato con acqua; ma egli vi battezzerà con lo Spirito santo.8 Εγω μεν σας εβαπτισα εν υδατι, αυτος δε θελει σας βαπτισει εν Πνευματι Αγιω.
9 E accadde in qne' giorni, che Gesù si partì da Nazaret della Galilei, e fù battezzato da Giovanni nel Giordano.9 Και εν εκειναις ταις ημεραις ηλθεν ο Ιησους απο Ναζαρετ της Γαλιλαιας και εβαπτισθη υπο Ιωαννου εις τον Ιορδανην.
10 E subito nell'uscire dall'acqua, vide aprirsi i cieli, e lo Spirito quasi colomba scendere, e posarsi sopra di lui.10 Και ευθυς ενω ανεβαινεν απο του υδατος, ειδε τους ουρανους σχιζομενους και το Πνευμα καταβαινον ως περιστεραν επ' αυτον?
11 E una voce venne dal cielo: Tu se' il mio figliuolo diletto, in te mi sono compiaciuto.11 και φωνη εγεινεν εκ των ουρανων? Συ εισαι ο Υιος μου ο αγαπητος, εις τον οποιον ευηρεστηθην.
12 E immediatamente lo Spirito lo spinse nel deserto.12 Και ευθυς το Πνευμα εκβαλλει αυτον εις την ερημον?
13 E stette nel deserto quaranta giorni, e quaranta notti: ed era tentato da Satana: e stava colle fiere selvatiche, ed era servito dagli Angeli.13 και ητο εκει εν τη ερημω ημερας τεσσαρακοντα πειραζομενος υπο του Σατανα, και ητο μετα των θηριων, και οι αγγελοι υπηρετουν αυτον.
14 Ma dopo che Giovanni fu messo in prigione, Gesù andò nella Galilea, predicando il Vangelo del regno di Dio,14 Αφου δε παρεδοθη ο Ιωαννης, ηλθεν ο Ιησους εις την Γαλιλαιαν κηρυττων το ευαγγελιον της βασιλειας του Θεου
15 E dicendo: E compito il tempo, e si avvicina il regno di Dio: Fate penitenza, e credete al Vangelo.15 και λεγων οτι επληρωθη ο καιρος και επλησιασεν η βασιλεια του Θεου? μετανοειτε και πιστευετε εις το ευαγγελιον.
16 E passando lungo il mare di Galilea, e vide Simone, e Andrea suo fratello, che gettavano in mare le reti (conciossiachè erano pescatori):16 Περιπατων δε παρα την θαλασσαν της Γαλιλαιας, ειδε τον Σιμωνα και Ανδρεαν τον αδελφον αυτου, ριπτοντας δικτυον εις την θαλασσαν? διοτι ησαν αλιεις?
17 E disse loro Gesù: Seguitemi, e farovvi pescatori d'uomini.17 και ειπε προς αυτους ο Ιησους? Ελθετε οπισω μου, και θελω σας καμει να γεινητε αλιεις ανθρωπων.
18 E subito abbandonate le reti, lo seguitarono.18 Και ευθυς αφησαντες τα δικτυα αυτων, ηκολουθησαν αυτον.
19 E andato un po' avanti, vide Giacomo figliuolo di Zebedeo, e Giovanni suo fratello, ch'erano anch' essi in barca rassettando le reti:19 Και προχωρησας εκειθεν ολιγον, ειδεν Ιακωβον τον του Ζεβεδαιου και Ιωαννην τον αδελφον αυτου, και αυτους εν τω πλοιω επισκευαζοντας τα δικτυα,
20 E subito li chiamò. Ed essi, lasciato il loro padre Zebedeo nella barca co' garzoni, lo seguitarono.20 και ευθυς εκαλεσεν αυτους. Και αφησαντες τον πατερα αυτων Ζεβεδαιον εν τω πλοιω μετα των μισθωτων, υπηγον οπισω αυτου.
21 Ed entrarono in Cafarnaum: ed egli entrato in sabato nella sinagoga insegnava.21 Και εισερχονται εις Καπερναουμ? και ευθυς εν τω σαββατω εισελθων ο Ιησους εις την συναγωγην εδιδασκε.
22 E restavano stupefatti della sua dottrina: imperocché insegnava loro, come uno, che abbia autorità, e non come gli Scribi.22 Και εξεπληττοντο δια την διδαχην αυτου? διοτι εδιδασκεν αυτους ως εχων εξουσιαν, και ουχι ως οι γραμματεις.
23 Ed eravi nella loro sinagoga un uomo posseduto dallo spirito immondo, il quale esclamò,23 Και ητο εν τη συναγωγη αυτων ανθρωπος εχων πνευμα ακαθαρτον, και ανεκραξε,
24 Dicendo: Che abbiamo noi a fare con te, o Gesù Nazareno? se' tu venuto per mandarci in perdizione? io so, chi sei. Santo di Dio.24 λεγων? Φευ, τι ειναι μεταξυ ημων και σου, Ιησου Ναζαρηνε; ηλθες να μας απολεσης; σε γνωριζω τις εισαι, ο Αγιος του Θεου.
25 E Gesù lo sgridò, dicendo: Taci, e partiti da costui.25 Και επετιμησεν αυτο ο Ιησους, λεγων? Σιωπα και εξελθε εξ αυτου.
26 E lo spirito immondo, dopo averlo straziato, usci, urlando forte, da lui.26 Και το πνευμα το ακαθαρτον, αφου εσπαραξεν αυτον και εκραξε μετα φωνης μεγαλης, εξηλθεν εξ αυτου.
27 E tutti restarono ammirati; talmente che si domandavano gli uni agli altri; Che è mai ciò? e qual nuova dottrina è questa? poiché egli comanda con autorità anche agli spirili immondi, e lo ubbidiscono.27 Και παντες εξεπλαγησαν, ωστε συνεζητουν προς αλληλους, λεγοντες? Τι ειναι τουτο; τις αυτη η νεα διδαχη, διοτι μετα εξουσιας προσταζει και τα ακαθαρτα πνευματα, και υπακουουσιν εις αυτον;
28 E si divolgò subito la fama di lui per tutto il paese della Galilea.28 Εξηλθε δε η φημη αυτου ευθυς εις ολην την περιχωρον της Γαλιλαιας.
29 E appena usciti della sinagoga andarono a casa di Simone, e di Andrea con Giacomo, e Giovanni.29 Και ευθυς εξελθοντες εκ της συναγωγης, ηλθον εις την οικιαν Σιμωνος και Ανδρεου μετα του Ιακωβου και Ιωαννου.
30 Or la suocera di Simone era allettata con febbre: e a prima giunta gli pariamo di lei.30 Η δε πενθερα του Σιμωνος ητο κατακοιτος πασχουσα πυρετον. Και ευθυς ελαλησαν προς αυτον περι αυτης.
31 Ed egli accostatoci ad ossa, e presala per mano, l'alzò: e sabito lasciolla la febbre, ed ella ai mise a servirli.31 Και πλησιασας ηγειρεν αυτην πιασας την χειρα αυτης, και αφηκεν αυτην ο πυρετος ευθυς, και υπηρετει αυτους.
32 E fattosi sera, e tramontato il sole, gli conducevan davanti tutti i malati, e gl'indemoniati.32 Αφου δε εγεινεν εσπερα, οτε εδυσεν ο ηλιος, εφεραν προς αυτον παντας τους πασχοντας και τους δαιμονιζομενους?
33 E tutta la città si era affollata alla porta.33 και η πολις ολη ητο συνηγμενη εμπροσθεν της θυρας?
34 E curò molti afflitti da varj malori e cacciò molti demonj, e non permetteva loro di dire, che lo conoscevano.34 και εθεραπευσε πολλους πασχοντας διαφορους αρρωστιας, και δαιμονια πολλα εξεβαλε, και δεν αφινε τα δαιμονια να λαλωσιν, επειδη εγνωριζον αυτον.
35 E alzatosi di gran mattina usci fuora, ed andò in un luogo solitario, e quivi stava in orazione.35 Και το πρωι ενω ητο ορθρος βαθυς, σηκωθεις εξηλθε? και υπηγεν εις ερημον τοπον και εκει προσηυχετο.
36 Ma Simone, e quelli, che si trovavan con lui, gli tenner dietro.36 Και εδραμον κατοπιν αυτου ο Σιμων και οι μετ' αυτου,
37 E trovatolo, gli dissero: Tutti ti cercano.37 και ευροντες αυτον λεγουσι προς αυτον οτι παντες σε ζητουσι.
38 Ed egli disse loro: Andiamo per li villaggi, e per le vicine città, affinchè quivi ancora io predichi: dappoiché a questo fine sono venuto.38 Και λεγει προς αυτους? Ας υπαγωμεν εις τας πλησιον κωμοπολεις, δια να κηρυξω και εκει? επειδη δια τουτο εξηλθον.
39 E andava predicando nelle loro sinagoge, e per tutta la Galilea, e discacciava i demonj.39 Και εκηρυττεν εν ταις συναγωγαις αυτων εις ολην την Γαλιλαιαν και εξεβαλλε τα δαιμονια.
40 E andò a trovarlo un lebbroso, il quale raccomandandosi a lui, e inginocchiatosi gli disse: Se vuoi; tu puoi mondarmi.40 Και ερχεται προς αυτον λεπρος παρακαλων αυτον και γονυπετων εμπροσθεν αυτου και λεγων προς αυτον οτι, εαν θελης, δυνασαι να με καθαρισης.
41 E Gesù mosso a compassione, stese la sua mano, e toccandolo, disselli: Io voglio. Sii mondato.41 Ο δε Ιησους σπλαγχνισθεις, εξετεινε την χειρα και ηγγισεν αυτον και λεγει προς αυτον? Θελω, καθαρισθητι.
42 E detto che egli ebbe, spari da colui la lebbra, e fu mondato.42 Και ως ειπε τουτο, ευθυς εφυγεν απ' αυτου η λεπρα, και εκαθαρισθη.
43 E Gesù con rampogne subito lo cacciò via:43 Και προσταξας αυτον εντονως, ευθυς απεπεμψεν αυτον
44 E gli disse: Guardati dal dir nulla chicchessia; ma va, fatti vedere al principe de' sacerdoti, e offerisci per la tua purgazione quello, che ha ordinato Mosè in testimonianza (di rispetto) per essi.44 και λεγει προς αυτον? Προσεχε μη ειπης προς μηδενα μηδεν, αλλ' υπαγε, δειξον σεαυτον εις τον ιερεα και προσφερε περι του καθαρισμου σου οσα προσεταξεν ο Μωυσης δια μαρτυριαν εις αυτους.
45 Ma quegli andatosene, cominciò a vociferare, e pubblicare il fatto; talmente che non poteva più entrare scopertamente in città; ma se ne stava fuori in luoghi solitarj, e andavano a trovarlo da tutte le parti.45 Αλλ' εκεινος εξελθων ηρχισε να κηρυττη πολλα και να διαφημιζη τον λογον, ωστε πλεον δεν ηδυνατο αυτος να εισελθη φανερα εις πολιν, αλλ' ητο εξω εν ερημοις τοποις? και ηρχοντο προς αυτον πανταχοθεν.