Scrutatio

Martedi, 7 maggio 2024 - Santa Flavia ( Letture di oggi)

Seconda lettera ai Corinzi 12


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Se bisogna proprio vantarsi - non è una bella cosa - verrò alle visioni e rivelazione del Signore.1 να καυχωμαι βεβαια δεν μοι συμφερει? διοτι θελω ελθει εις οπτασιας και αποκαλυψεις Κυριου.
2 Conosco un uomo in Cristo che quattordici anni fa - o sia corporalmente, non lo so, o sia senza corpo non lo so, lo sa Dio - un uomo siffatto fu rapito sino al terzo cielo.2 Γνωριζω ανθρωπον εν Χριστω προ ετων δεκατεσσαρων, ειτε εντος του σωματος δεν εξευρω, ειτε εκτος του σωματος δεν εξευρω, ο Θεος εξευρει? οτι ηρπαγη ο τοιουτος εως τριτου ουρανου.
3 E so che un tal uomo - se nel corpo o fuori del corpo nol so, lo sa Iddio -3 Και γνωριζω τον τοιουτον ανθρωπον, ειτε εντος του σωματος ειτε εκτος του σωματος δεν εξευρω, ο Θεος εξευρει,
4 fu rapito in paradiso, e udì parole ineffabili che non è lecito ad uomo di proferire.4 οτι ηρπαγη εις τον παραδεισον και ηκουσεν ανεκλαλητα λογια, τα οποια δεν συγχωρειται εις ανθρωπον να λαληση.
5 Riguardo a siffatto uomo mi vanterò; rispetto a me stesso non mi vanterò se non delle mie infermità.5 Υπερ του τοιουτου θελω καυχηθη, υπερ δε εμαυτου δεν θελω καυχηθη ειμη εις τας ασθενειας μου.
6 Se volessi vantarmi, non sarei stolto, poichè dico il vero; ma mi astengo, perchè nessuno faccia conto su me, oltre quello che in me vede e sente da me.6 Διοτι εαν θελησω να καυχηθω, δεν θελω εισθαι αφρων, επειδη αληθειαν θελω ειπει? συστελλομαι ομως μη στοχασθη τις εις εμε ανωτερον τι αφ' ο, τι με βλεπει η ακουει τι εξ εμου.
7 E quanto all'eccellenza delle rivelazioni perchè io non abbia a insuperbirmene, mi fu dato uno stimolo nella carne, un angelo di Satana, che mi schiaffeggi, affinchè io non mi insuperbisca.7 Και δια να μη υπεραιρωμαι δια την υπερβολην των αποκαλυψεων, μοι εδοθη σκολοψ εις την σαρκα, αγγελος Σαταν δια να με ραπιζη, δια να μη υπεραιρωμαι.
8 Rispetto a costui, tre volte ho pregato il Signore perchè lo allontanasse da me.8 Περι τουτου τρις παρεκαλεσα τον Κυριον δια να απομακρυνθη απ' εμου?
9 Ed egli mi disse: «Ti basta la mia grazia, perchè la virtù ha il suo compimento tra le infermità». Volentieri dunque mi glorierò di più nelle infermità, affinchè abiti presso di me la virtù di Cristo.9 και μοι ειπεν? Αρκει εις σε η χαρις μου? διοτι η δυναμις μου εν αδυναμια δεικνυεται τελεια. Με ακραν λοιπον ευχαριστησιν θελω καυχηθη μαλλον εις τας αδυναμιας μου, δια να κατοικηση εν εμοι η δυναμις του Χριστου.
10 Per questo mi compiaccio nelle infermità, nelle violenze, nelle necessità, nelle persecuzioni e nelle angustie per Cristo; perchè quando sono in cruccio allora ho virtù.10 Οθεν ευαρεστουμαι εις τας αδυναμιας, εις τας υβρεις, εις τας αναγκας, εις τους διωγμους, εις τας στενοχωριας, υπερ του Χριστου? διοτι οταν ημαι αδυνατος, τοτε ειμαι δυνατος.
11 Son diventato stolto; voi mi ci avete costretto. Poichè da voi avrei io dovuto essere raccomandato; non sono stato per nulla affatto inferiore a quegli egregi apostoli, se anche non valgo nulla.11 Εγεινα αφρων καυχωμενος? σεις με ηναγκασατε. Διοτι επρεπεν εγω να συνιστωμαι απο σας? επειδη εις ουδεν υπηρξα κατωτερος των πρωτιστων αποστολων, αν και ημαι μηδεν.
12 I segni dell'apostolato mio sono stati operati in voi con tutta costanza, con miracoli e prodigi e virtù.12 Τα μεν σημεια του αποστολου ενηργηθησαν μεταξυ σας εν παση υπομονη, δια θαυματων και τεραστιων και δυναμεων.
13 Giacchè in che cosa siete stati di meno in confronto delle altre Chiese, se non in questo che io non vi sono stato d'aggravio; oh, perdonatemi questo torto!13 Διοτι κατα τι εμεινατε κατωτεροι των λοιπων εκκλησιων, ειμη οτι αυτος εγω δεν σας κατεβαρυνα; συγχωρησατε μοι την αδικιαν ταυτην.
14 Ecco per la terza volta ho da venire da voi, e non vi sarò d'aggravio; poichè io non cerco le cose vostre, ma voi; non spetta ai figliuoli tesoreggiare per i genitori, ma ai genitori per i figli.14 Ιδου, τριτην φοραν ειμαι ετοιμος να ελθω προς εσας, και δεν θελω σας καταβαρυνει? διοτι δεν ζητω τα υμων, αλλ' υμας. Διοτι δεν χρεωστουσι τα τεκνα να θησαυριζωσι δια τους γονεις, αλλ' οι γονεις δια τα τεκνα.
15 Ed io ben volentieri spenderò, e io stesso sarò speso tutto per le anime vostre. Se vi amo così esuberantemente, son io amato meno?15 Εγω δε με ακραν χαραν θελω δαπανησει και ολως δαπανηθη υπερ των ψυχων σας, αν και ενω σας αγαπω περισσοτερον, αγαπωμαι ολιγωτερον.
16 E sia pure, io non vi sono stato d'aggravio. Forse da furbo qual sono, vi ho preso coll'inganno?16 Εστω ομως, εγω δεν σας κατεβαρυνα, αλλα πανουργος ων, σας επιασα με δολον.
17 o forse per mezzo di qualcuno di quelli che vi ho mandato vi ho ingannati?17 Μηπως δια τινος εξ εκεινων, τους οποιους εστειλα προς εσας, δι' αυτου επλεονεκτησα απο σας;
18 Ho pregato Tito e insieme con lui mandai quell'altro fratello; forse v'ha ingannato Tito? non abbiam proceduto collo stesso spirito? non sulle stesse tracce?18 Παρεκαλεσα τον Τιτον, και μετ' αυτου απεστειλα τον αδελφον? μηπως ο Τιτος επλεονεκτησε τι απο σας; ουχι με το αυτο πνευμα περιεπατησαμεν; ουχι εις τα αυτα ιχνη;
19 Da un pezzo voi pensate che noi vogliamo difenderci con voi; ma davanti a Dio noi parliamo in Cristo, e il tutto, o diletti, è per la vostra edificazione.19 Παλιν νομιζετε οτι απολογουμεθα προς εσας; ενωπιον του Θεου λαλουμεν εν Χριστω? πραττομεν δε τα παντα, αγαπητοι, δια την οικοδομην σας.
20 Poichè temo, venendo, di non trovarvi quali io voglio, e d'essere io trovato da voi quale non mi vorreste; che vi sia tra voi contesa, gelosia, animosità, rivalità, maldicenze, insinuazioni, superbie, sedizioni.20 Διοτι φοβουμαι μηπως ελθων δεν σας ευρω οποιους θελω, και εγω ευρεθω εις εσας οποιον δεν θελετε, μηπως ηναι μεταξυ σας εριδες, ζηλοτυπιαι, θυμοι, μαχαι, καταλαλιαι, ψιθυρισμοι, αλαζονειαι, ακαταστασιαι,
21 E temo che venendo io, il mio Dio mi umilii di nuovo rispetto a voi, e io abbia a piangere molti di quelli che prima hanno peccato e non si son pentiti dell'impurità e fornicazione e della dissolutezza in cui sono vissuti.21 μηπως παλιν οταν ελθω προς εσας, με ταπεινωση ο Θεος μου και πενθησω πολλους των προαμαρτησαντων και μη μετανοησαντων δια την ακαθαρσιαν και πορνειαν και ασελγειαν, την οποιαν επραξαν.