Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 19


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ελαλησεν σαουλ προς ιωναθαν τον υιον αυτου και προς παντας τους παιδας αυτου θανατωσαι τον δαυιδ και ιωναθαν υιος σαουλ ηρειτο τον δαυιδ σφοδρα1 Szólt ezért Saul Jonatánnak, a fiának és minden szolgájának, hogy öljék meg Dávidot. Ám Jonatán, Saul fia nagyon szerette Dávidot.
2 και απηγγειλεν ιωναθαν τω δαυιδ λεγων σαουλ ζητει θανατωσαι σε φυλαξαι ουν αυριον πρωι και κρυβηθι και καθισον κρυβη2 Éppen azért értesítette Jonatán Dávidot, s megmondta neki: »Saul, az apám halálra keres téged: reggel tehát, kérlek, vigyázz magadra, s rejtőzködj el titokban.
3 και εγω εξελευσομαι και στησομαι εχομενος του πατρος μου εν αγρω ου εαν ης εκει και εγω λαλησω περι σου προς τον πατερα μου και οψομαι ο τι εαν η και απαγγελω σοι3 Én aztán majd kimegyek, s azon a mezőn, ahol te leszel, apám elé állok, s beszélek rólad apámnak, s amit tapasztalni fogok, majd tudtodra adom.«
4 και ελαλησεν ιωναθαν περι δαυιδ αγαθα προς σαουλ τον πατερα αυτου και ειπεν προς αυτον μη αμαρτησατω ο βασιλευς εις τον δουλον σου δαυιδ οτι ουχ ημαρτηκεν εις σε και τα ποιηματα αυτου αγαθα σφοδρα4 Jonatán erre jót szólt apjának, Saulnak Dávidról és azt mondta neki: »Ne vétkezz király, szolgád, Dávid ellen, hiszen ő nem vétkezett ellened, s cselekedetei nagyon hasznosak neked.
5 και εθετο την ψυχην αυτου εν τη χειρι αυτου και επαταξεν τον αλλοφυλον και εποιησεν κυριος σωτηριαν μεγαλην και πας ισραηλ ειδον και εχαρησαν και ινα τι αμαρτανεις εις αιμα αθωον θανατωσαι τον δαυιδ δωρεαν5 Kockára tette életét, és megverte a filiszteust. Az Úr nagy győzelmet juttatott általa egész Izraelnek: láttad és örültél! Miért vétkeznél tehát ártatlan vér ellen, s miért ölnéd meg Dávidot, aki semmit sem követett el?«
6 και ηκουσεν σαουλ της φωνης ιωναθαν και ωμοσεν σαουλ λεγων ζη κυριος ει αποθανειται6 Amikor ezt Saul hallotta, Jonatán szavára megengesztelődött és megesküdött: »Az Úr életére mondom, hogy nem fogom megöletni.«
7 και εκαλεσεν ιωναθαν τον δαυιδ και απηγγειλεν αυτω παντα τα ρηματα ταυτα και εισηγαγεν ιωναθαν τον δαυιδ προς σαουλ και ην ενωπιον αυτου ωσει εχθες και τριτην ημεραν7 Erre Jonatán előhívatta Dávidot és elmondta neki mindezeket a szavakat. Aztán Jonatán bevitte Dávidot Saulhoz, s ő ismét olyan volt előtte, mint azelőtt.
8 και προσεθετο ο πολεμος γενεσθαι προς σαουλ και κατισχυσεν δαυιδ και επολεμησεν τους αλλοφυλους και επαταξεν εν αυτοις πληγην μεγαλην σφοδρα και εφυγον εκ προσωπου αυτου8 Ám ismét megindult a harc és Dávid kivonult és hadakozott a filiszteusok ellen. Nagy csapást mért rájuk, és azok megfutamodtak színe elől.
9 και εγενετο πνευμα θεου πονηρον επι σαουλ και αυτος εν οικω καθευδων και δορυ εν τη χειρι αυτου και δαυιδ εψαλλεν εν ταις χερσιν αυτου9 Erre Sault ismét megszállta az Úr egyik gonosz lelke. Így üldögélt házában, kezében a dárdával, miközben Dávid pengette a lantot kezével.
10 και εζητει σαουλ παταξαι το δορυ εις δαυιδ και απεστη δαυιδ εκ προσωπου σαουλ και επαταξεν το δορυ εις τον τοιχον και δαυιδ ανεχωρησεν και διεσωθη10 Egyszer csak Saul ismét megkísérelte, hogy Dávidot a falhoz szegezze a dárdával, de Dávid elhajolt Saul színe elől, s a dárda, anélkül, hogy sebet ejtett volna, a falba fúródott. Erre Dávid elszaladt és még azon éjjel elmenekült.
11 και εγενηθη εν τη νυκτι εκεινη και απεστειλεν σαουλ αγγελους εις οικον δαυιδ φυλαξαι αυτον του θανατωσαι αυτον πρωι και απηγγειλεν τω δαυιδ μελχολ η γυνη αυτου λεγουσα εαν μη συ σωσης την ψυχην σαυτου την νυκτα ταυτην αυριον θανατωθηση11 Erre Saul elküldte csatlósait Dávid házához, hogy őrizzék és reggel megöljék. Ám Míkol, a felesége tudtára adta ezt Dávidnak: »Ha meg nem mented magadat ez éjjel, holnap meghalsz.«
12 και καταγει η μελχολ τον δαυιδ δια της θυριδος και απηλθεν και εφυγεν και σωζεται12 Éppen azért lebocsátotta őt az ablakon, s ő elment, elfutott és megmenekült.
13 και ελαβεν η μελχολ τα κενοταφια και εθετο επι την κλινην και ηπαρ των αιγων εθετο προς κεφαλης αυτου και εκαλυψεν αυτα ιματιω13 Míkol aztán vette a szobrot, rátette az ágyra, szőrös kecskebőrt tett a feje alá és ruhákkal betakarta.
14 και απεστειλεν σαουλ αγγελους λαβειν τον δαυιδ και λεγουσιν ενοχλεισθαι αυτον14 Amikor aztán Saul poroszlókat küldött oda, hogy fogják meg Dávidot, azok azt a választ hozták, hogy beteg.
15 και αποστελλει επι τον δαυιδ λεγων αγαγετε αυτον επι της κλινης προς με του θανατωσαι αυτον15 Erre Saul visszaküldte a követeket, hogy nézzék meg Dávidot és azt mondta: »Ágyastul is hozzátok elém, hogy megölethessem.«
16 και ερχονται οι αγγελοι και ιδου τα κενοταφια επι της κλινης και ηπαρ των αιγων προς κεφαλης αυτου16 Amikor azonban a követek odaértek, a szobrot találták az ágyban, kecskebőrrel a feje alatt.
17 και ειπεν σαουλ τη μελχολ ινα τι ουτως παρελογισω με και εξαπεστειλας τον εχθρον μου και διεσωθη και ειπεν μελχολ τω σαουλ αυτος ειπεν εξαποστειλον με ει δε μη θανατωσω σε17 Azt mondta erre Saul Míkolnak: »Miért játszottál így ki, s miért engedted ellenségemet elfutni?« Míkol azt felelte rá Saulnak: »Azért, mert ő azt mondta nekem: ‘Engedj el, különben megöllek.’«
18 και δαυιδ εφυγεν και διεσωθη και παραγινεται προς σαμουηλ εις αρμαθαιμ και απαγγελλει αυτω παντα οσα εποιησεν αυτω σαουλ και επορευθη δαυιδ και σαμουηλ και εκαθισαν εν ναυαθ εν ραμα18 Közben Dávid elfutott és megmenekült és eljutott Sámuelhez Ramátába, s elbeszélte neki mindazt, amit vele Saul művelt. Erre ő és Sámuel elmentek, s megtelepedtek Nájótban.
19 και απηγγελη τω σαουλ λεγοντες ιδου δαυιδ εν ναυαθ εν ραμα19 Hírül vitték azonban Saulnak, s elmondták neki: »Íme, Dávid a ramátai Nájótban van.«
20 και απεστειλεν σαουλ αγγελους λαβειν τον δαυιδ και ειδαν την εκκλησιαν των προφητων και σαμουηλ ειστηκει καθεστηκως επ' αυτων και εγενηθη επι τους αγγελους του σαουλ πνευμα θεου και προφητευουσιν20 Erre Saul poroszlókat küldött, hogy fogják meg Dávidot. Amikor azonban meglátták a jövendölő próféták seregét és vezetőjüket, Sámuelt, őket is betöltötte Isten lelke, s ők is prófétálni kezdtek.
21 και απηγγελη τω σαουλ και απεστειλεν αγγελους ετερους και επροφητευσαν και αυτοι και προσεθετο σαουλ αποστειλαι αγγελους τριτους και επροφητευσαν και αυτοι21 Amikor ezt hírül vitték Saulnak, más követeket küldött, de azok is prófétálni kezdtek. Erre Saul harmadszor is követeket küldött, de azok is prófétálni kezdtek. Megharagudott erre Saul,
22 και εθυμωθη οργη σαουλ και επορευθη και αυτος εις αρμαθαιμ και ερχεται εως του φρεατος του αλω του εν τω σεφι και ηρωτησεν και ειπεν που σαμουηλ και δαυιδ και ειπαν ιδου εν ναυαθ εν ραμα22 s maga is elment Ramátába; amikor a Szókóban levő nagy vízveremhez jutott, megkérdezte: »Hol van Sámuel és Dávid?« Azt mondták erre neki: »Íme, a ramátai Nájótban vannak.«
23 και επορευθη εκειθεν εις ναυαθ εν ραμα και εγενηθη και επ' αυτω πνευμα θεου και επορευετο προφητευων εως του ελθειν αυτον εις ναυαθ εν ραμα23 Elindult tehát a ramátai Nájótba, de őt is eltöltötte Isten lelke, s amint ment és haladt, egyre prófétálgatott, amíg a ramátai Nájótba nem jutott.
24 και εξεδυσατο τα ιματια αυτου και επροφητευσεν ενωπιον αυτων και επεσεν γυμνος ολην την ημεραν εκεινην και ολην την νυκτα δια τουτο ελεγον ει και σαουλ εν προφηταις24 Ott ő is levetette ruháit és prófétált a többiekkel együtt Sámuel előtt, s ott feküdt azon egész nap és éjjel mezítelenül. Innen is származott a közmondás: »Hát Saul is a próféták közt van?«