Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 19


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενετο εν ταις ημεραις εκειναις και βασιλευς ουκ ην εν ισραηλ και εγενετο ανηρ λευιτης παροικων εν μηροις ορους εφραιμ και ελαβεν ο ανηρ εαυτω γυναικα παλλακην εκ βηθλεεμ ιουδα1 Azokban a napokban nem volt király Izraelben. Volt egy levita ember, aki Efraim hegységének oldalán lakott. Ez mellékfeleséget vett Júda Betleheméből,
2 και ωργισθη αυτω η παλλακη αυτου και απηλθεν απ' αυτου εις τον οικον του πατρος αυτης εις βηθλεεμ ιουδα και εγενετο εκει ημερας τετραμηνον2 de az elhagyta őt, s visszatért apja házába, Betlehembe, s annál maradt négy hónapig.
3 και ανεστη ο ανηρ αυτης και επορευθη κατοπισθεν αυτης του λαλησαι επι την καρδιαν αυτης του διαλλαξαι αυτην εαυτω και απαγαγειν αυτην παλιν προς αυτον και το παιδαριον αυτου μετ' αυτου και ζευγος υποζυγιων και επορευθη εως οικου του πατρος αυτης και ειδεν αυτον ο πατηρ της νεανιδος και παρην εις απαντησιν αυτου3 Ekkor férje utána ment, hogy újra megnyerje, visszaédesgesse, és visszavigye magával. Legényt és két szamarat is vitt magával. Az asszony szívesen fogadta, s bevezette apja házába. Amikor apósa a dolgot meghallotta, s őt meglátta, örvendezve eléje ment,
4 και εισηγαγεν αυτον ο γαμβρος αυτου ο πατηρ της νεανιδος και εκαθισεν μετ' αυτου ημερας τρεις και εφαγον και επιον και υπνωσαν εκει4 s megölelte az embert. A vő ott is maradt három napig apósa házában, evett és ivott vele barátságosan.
5 και εγενηθη τη ημερα τη τεταρτη και ωρθρισαν το πρωι και ανεστη του απελθειν και ειπεν ο πατηρ της νεανιδος προς τον γαμβρον αυτου στηρισον την καρδιαν σου κλασματι αρτου και μετα τουτο πορευεσθε5 A negyedik napon aztán kora reggel felkelt, és el akart menni. Ám apósa tartóztatta, s azt mondta neki: »Egyél előbb egy kis kenyeret, s erősítsd meg gyomrodat, és úgy menj.«
6 και εκαθισαν και εφαγον αμφοτεροι επι το αυτο και επιον και ειπεν ο πατηρ της νεανιδος προς τον ανδρα αρξαμενος αυλισθητι και αγαθυνθητω η καρδια σου6 Le is ültek egymással és ettek és ittak. Majd azt mondta a nő apja a vejének: »Kérlek, maradj ma itt, s vigadjunk egymással.«
7 και ανεστη ο ανηρ απελθειν και εβιασατο αυτον ο γαμβρος αυτου και παλιν ηυλισθη εκει7 Ám az felkelt, s indulni akart, apósa azonban igen tartóztatta, és magánál is tartotta.
8 και ωρθρισεν το πρωι τη ημερα τη πεμπτη του απελθειν και ειπεν ο πατηρ της νεανιδος στηρισον την καρδιαν σου αρτω και στρατευθητι εως κλινη η ημερα και εφαγον και επιον αμφοτεροι8 Amikor aztán megvirradt, felkészült a levita az útra. Ám apósa ismét azt mondta neki: »Kérlek, végy egy kis eledelt magadhoz, s szerezz erőt, amíg a nap megnövekszik, aztán menj.« Ettek tehát együtt,
9 και ανεστη ο ανηρ του απελθειν αυτος και η παλλακη αυτου και το παιδαριον αυτου και ειπεν αυτω ο γαμβρος αυτου ο πατηρ της νεανιδος ιδου δη εις εσπεραν κεκλικεν η ημερα καταλυσον ωδε ετι σημερον και αγαθυνθητω η καρδια σου και ορθριειτε αυριον εις την οδον υμων και απελευση εις το σκηνωμα σου9 majd felkelt az ifjú, hogy elmenjen feleségével s legényével. Ám apósa ismét azt mondta neki: »Gondold meg, hogy a nap már hanyatlóban van, s estére hajlik: maradj ma is nálam, töltsd vígan a napot, holnap aztán indulj el, hogy házadba térj.«
10 και ουκ ηθελησεν ο ανηρ αυλισθηναι και ανεστη και απηλθεν και παρεγενοντο εως κατεναντι ιεβους αυτη εστιν ιερουσαλημ και μετ' αυτου ζευγος υποζυγιων επισεσαγμενων και η παλλακη αυτου μετ' αυτου10 Veje nem akart engedni a szavának, hanem legott elindult, s el is jutott Jebuz elé, amelyet más néven Jeruzsálemnek neveznek, magával vitte két megterhelt szamarát s mellékfeleségét.
11 ετι αυτων οντων κατα ιεβους και η ημερα κεκλικυια σφοδρα και ειπεν το παιδαριον προς τον κυριον αυτου δευρο δη και εκκλινωμεν εις την πολιν του ιεβουσαιου ταυτην και αυλισθωμεν εν αυτη11 Éppen Jebuz mellett voltak, amikor a nappal éjszakára fordult. Azt mondta tehát gazdájának a legény: »Jöjj, kérlek, térjünk be a jebuziták városába és szálljunk ott meg.«
12 και ειπεν ο κυριος αυτου προς αυτον ου μη εκκλινω εις πολιν αλλοτριου η ουκ εστιν εκ των υιων ισραηλ και παρελευσομεθα εως γαβαα12 A gazda azt felelte: »Nem térek be ez idegen, nem Izrael fiai közül való nemzet városába, hanem tovább megyek Gibeáig,
13 και ειπεν τω παιδαριω αυτου δευρο και εισελθωμεν εις ενα των τοπων και αυλισθωμεν εν γαβαα η εν ραμα13 s ha odaérek, megszállunk ott, vagy pedig Ráma városában.«
14 και παρηλθον και απηλθον εδυ γαρ ο ηλιος εχομενα της γαβαα η εστιν του βενιαμιν14 Elhaladtak tehát Jebuz mellett, s folytatták a megkezdett utat. A Benjamin törzséhez tartozó Gibea mellett aztán leszállt a nap felettük.
15 και εξεκλιναν εκει του εισελθειν καταλυσαι εν γαβαα και εισηλθον και εκαθισαν εν τη πλατεια της πολεως και ουκ εστιν ανηρ ο συναγων αυτους εις τον οικον καταλυσαι15 Lekanyarodtak tehát oda, hogy ott megszálljanak. Amikor beértek, leültek a város utcájára, azonban senki sem akarta befogadni őket szállásra.
16 και ιδου ανηρ πρεσβυτης εισηλθεν απο των εργων αυτου εκ του αγρου εσπερας και ο ανηρ εξ ορους εφραιμ και αυτος παρωκει εν γαβαα και οι ανδρες του τοπου υιοι βενιαμιν16 De, íme, feltűnt egy öreg ember, aki éppen a mezőről, munkájából tért vissza az estidőben; ő is Efraim hegységéről való volt, s csak jövevényként tartózkodott Gibeában, amíg azon vidék emberei a benjaminiták voltak.
17 και αναβλεψας τοις οφθαλμοις ειδεν τον ανδρα τον οδοιπορον εν τη πλατεια της πολεως και ειπεν ο ανηρ ο πρεσβυτης που πορευη και ποθεν ερχη17 Amikor az öreg felemelte szemét, meglátta holmijával a város utcáján ülő embert és megkérdezte tőle: »Honnan jössz és hová mész?«
18 και ειπεν προς αυτον διαβαινομεν ημεις εκ βηθλεεμ της ιουδα εως μηρων ορους του εφραιμ εγω δε εκειθεν ειμι και επορευθην εως βηθλεεμ ιουδα και εις τον οικον μου εγω αποτρεχω και ουκ εστιν ανηρ συναγων με εις την οικιαν18 Ő így felelt neki: »Júda Betleheméből jövünk, s a lakóhelyünkre megyünk, amely Efraim hegységének oldalán van; onnan mentünk Betlehembe. Most az Úr házához megyünk, de senki sem akar befogadni minket hajlékába.
19 και γε αχυρα και χορτασματα υπαρχει τοις ονοις ημων και γε αρτος και οινος υπαρχει μοι και τη δουλη σου και τω παιδαριω τοις δουλοις σου ουκ εστιν υστερημα παντος πραγματος19 Pedig van szalmánk és szamaraink élelmére való szénánk, valamint kenyerünk és borunk a magam, a szolgálód és a velem levő legény számára. Semmire sincs szükségünk, csak szállásra.«
20 και ειπεν ο ανηρ ο πρεσβυτης ειρηνη σοι πλην παν το υστερημα σου επ' εμε πλην εν τη πλατεια μη καταλυσης20 Azt felelte neki az öreg: »Béke veled, én mindent adok, amire szükséged van, csak kérlek, ne maradj az utcán.«
21 και εισηγαγεν αυτον εις την οικιαν αυτου και παρεβαλεν τοις υποζυγιοις αυτου και ενιψαντο τους ποδας αυτων και εφαγον και επιον21 Bevitte tehát házába, enni adott a szamaraknak, őket pedig, miután megmosták lábukat, megvendégelte.
22 αυτων δε αγαθυνθεντων τη καρδια αυτων και ιδου οι ανδρες της πολεως υιοι παρανομων περιεκυκλωσαν την οικιαν και εκρουσαν την θυραν και ειπαν προς τον ανδρα τον κυριον της οικιας τον πρεσβυτην λεγοντες εξαγαγε τον ανδρα τον εισελθοντα εις την οικιαν σου ινα γνωμεν αυτον22 Mialatt lakomáztak, s az út fáradalma után testüket étellel s itallal üdítgették, eljöttek a város férfiai, Béliálnak (azaz az Igátlannak) fiai, körülvették az öregnek a házát, s dörömbölni kezdtek az ajtón, s bekiáltottak a ház gazdájának és azt mondták: »Hozd ki azt az embert, aki betért házadba, hadd éljünk vissza vele.«
23 και εξηλθεν προς αυτους ο ανηρ ο κυριος της οικιας και ειπεν προς αυτους μηδαμως αδελφοι μη πονηρευσησθε δη μετα το εισεληλυθεναι τον ανδρα τουτον εις την οικιαν μου μη ποιησητε την αφροσυνην ταυτην23 Kiment erre hozzájuk az öreg és azt mondta: »Ne, testvéreim, ne műveljetek ilyen gonoszságot, hiszen vendégségbe jött hozzám az az ember! Hagyjatok fel ezzel az őrültséggel!
24 ιδου η θυγατηρ μου η παρθενος και η παλλακη αυτου εξαξω δη αυτας και ταπεινωσατε αυτας και ποιησατε αυταις το αγαθον εν οφθαλμοις υμων και τω ανδρι τουτω μη ποιησητε το ρημα της αφροσυνης ταυτης24 Van egy szűz lányom, ennek az embernek pedig van egy mellékfelesége; kihozom őket hozzátok, alázzátok meg azokat, töltsétek ki rajtuk kedveteket, csak kérlek, ne kövessétek el ezt a vétket ezen az emberen.«
25 και ουκ ηθελησαν οι ανδρες ακουσαι αυτου και επελαβετο ο ανηρ της παλλακης αυτου και εξηγαγεν αυτην προς αυτους εξω και εγνωσαν αυτην και ενεπαιξαν αυτη ολην την νυκτα εως το πρωι και εξαπεστειλαν αυτην αμα τω αναβαινειν τον ορθρον25 Ám azok nem akartak engedni beszédének. Amikor ezt látta az az ember, fogta és kivitte hozzájuk mellékfeleségét. Azok egész éjszaka visszaéltek vele és kedvüket töltötték rajta, reggel pedig elbocsátották.
26 και ηλθεν η γυνη το προς πρωι και επεσεν παρα την θυραν του πυλωνος του οικου του ανδρος ου ην ο κυριος αυτης εκει εως ου διεφαυσεν26 Amikor a sötétség oszladozott, az asszony odaért annak a háznak az ajtajához, ahol ura megszállt, s ott összeesett.
27 και ανεστη ο κυριος αυτης το πρωι και ηνοιξεν τας θυρας του οικου και εξηλθεν του απελθειν την οδον αυτου και ιδου η γυνη η παλλακη αυτου πεπτωκυια παρα την θυραν και αι χειρες αυτης επι το προθυρον27 Amikor aztán reggel lett, felkelt az az ember, s kinyitotta az ajtót, hogy befejezze megkezdett útját: s íme, mellékfelesége ott feküdt az ajtó előtt, küszöbre vetett kézzel.
28 και ειπεν προς αυτην αναστηθι και απελθωμεν και ουκ απεκριθη αυτω αλλα τεθνηκει και ανελαβεν αυτην επι το υποζυγιον και ανεστη ο ανηρ και απηλθεν εις τον τοπον αυτου28 Azt hitte, hogy pihen, s azt mondta neki: »Kelj fel, menjünk.« Amikor az semmit sem felelt, megértette, hogy halott. Erre felszedte és feltette a szamárra, s visszatért házába.
29 και εισηλθεν εις τον οικον αυτου και ελαβεν την μαχαιραν και επελαβετο της παλλακης αυτου και εμελισεν αυτην κατα τα οστα αυτης εις δωδεκα μεριδας και εξαπεστειλεν αυτας εις πασας τας φυλας ισραηλ29 Amikor hazaért, előrántotta a kardot, s felesége holttestét csontostul tizenkét részre és darabra vágta és elküldte Izrael minden határába.
30 και εγενετο πας ο ορων ελεγεν ουτε εγενηθη ουτε ωφθη ουτως απο της ημερας αναβασεως υιων ισραηλ εξ αιγυπτου εως της ημερας ταυτης και ενετειλατο τοις ανδρασιν οις εξαπεστειλεν λεγων ταδε ερειτε προς παντα ανδρα ισραηλ ει γεγονεν κατα το ρημα τουτο απο της ημερας αναβασεως υιων ισραηλ εξ αιγυπτου εως της ημερας ταυτης θεσθε δη εαυτοις βουλην περι αυτης και λαλησατε30 Mindenki, aki meglátta, felkiáltott: »Sohasem történt ilyen dolog Izraelben, attól a naptól kezdve, hogy atyáink feljöttek Egyiptomból, mind a mai napig!« Parancsot adott ugyanis a férfiaknak, akiket elküldött, ezekkel a szavakkal: »Így szóljatok minden izraelita férfihoz: ‘Vajon történt-e valaha ilyen dolog Izraelben, attól a naptól kezdve, hogy atyáink eljöttek Egyiptomból, egészen a mai napig? Gondoljatok erre, tanácskozzátok meg, és döntsétek el, mi a tennivaló.’«