Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 13


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και προσεθεντο οι υιοι ισραηλ ποιησαι το πονηρον εναντιον κυριου και παρεδωκεν αυτους κυριος εν χειρι αλλοφυλων τεσσαρακοντα ετη1 Izrael fiai azonban ismét azt cselekedték, ami gonosz az Úr színe előtt, s azért ő a filiszteusok kezébe adta őket negyven esztendőre.
2 και εγενετο ανηρ εκ σαραα εκ της φυλης του δαν και ονομα αυτω μανωε και η γυνη αυτου στειρα και ουκ ετικτεν2 Volt azonban egy córai, Dán-nemzetségbeli ember, név szerint Mánue. Felesége meddő volt,
3 και ωφθη αγγελος κυριου προς την γυναικα και ειπεν προς αυτην ιδου δη συ στειρα και ου τετοκας και εν γαστρι εξεις και τεξη υιον3 de az Úr angyala megjelent neki és így szólt hozzá: »Te meddő vagy, és nincs gyermeked; de foganni fogsz és fiút szülsz.
4 και νυν φυλαξαι και μη πιης οινον και σικερα και μη φαγης παν ακαθαρτον4 Óvakodj tehát attól, hogy bort és szeszes italt igyál, vagy valami tisztátalant egyél.
5 οτι ιδου συ εν γαστρι εξεις και τεξη υιον και ουκ αναβησεται σιδηρος επι την κεφαλην αυτου οτι ηγιασμενον ναζιραιον εσται τω θεω το παιδαριον εκ της γαστρος και αυτος αρξεται σωζειν τον ισραηλ εκ χειρος αλλοφυλων5 Ha fogantál és megszülted a fiút, borotva ne érintse fejét, mert Isten nazírja lesz gyermekségétől és anyja méhétől. Ő kezdi majd megszabadítani Izraelt a filiszteusok kezéből.«
6 και ηλθεν η γυνη και ειπεν τω ανδρι αυτης λεγουσα οτι ανθρωπος του θεου ηλθεν προς με και η ορασις αυτου ως ορασις αγγελου του θεου επιφανης σφοδρα και ηρωτων ποθεν εστιν και το ονομα αυτου ουκ απηγγειλεν μοι6 Erre az asszony elment férjéhez, s azt mondta neki: »Isten egyik embere jött hozzám, de külseje olyan volt, mint egy angyalé: igen félelmetes. Amikor megkérdeztem, kicsoda, honnan jön és mi a neve, nem akarta megmondani nekem,
7 και ειπεν μοι ιδου συ εν γαστρι εξεις και τεξη υιον και νυν μη πιης οινον και σικερα και μη φαγης πασαν ακαθαρσιαν οτι ναζιραιον θεου εσται το παιδαριον απο της γαστρος εως ημερας θανατου αυτου7 hanem ezt felelte: ‘Íme, foganni fogsz és fiút szülsz: óvakodj attól, hogy bort és szeszes italt igyál, s valami tisztátalant egyél, mert a gyermek Isten nazírja lesz gyermekségétől fogva, anyja méhétől egészen halála napjáig.’«
8 και εδεηθη μανωε του κυριου και ειπεν εν εμοι κυριε ανθρωπος του θεου ον απεστειλας προς ημας ελθετω δη προς ημας και φωτισατω ημας τι ποιησωμεν τω παιδαριω τω τικτομενω8 Erre Mánue az Úrhoz fohászkodott és azt mondta: »Kérlek, Uram, jöjjön el ismét Istennek az az embere, akit küldtél, s tanítson meg minket, mit kell cselekednünk a születendő gyermekkel.«
9 και επηκουσεν ο θεος της φωνης μανωε και παρεγενετο ο αγγελος του θεου ετι προς την γυναικα αυτης καθημενης εν τω αγρω και μανωε ο ανηρ αυτης ουκ ην μετ' αυτης9 Az Úr meg is hallgatta a könyörgő Mánuét. Isten angyala ismét megjelent feleségének, amikor éppen a mezőn üldögélt, de Mánue, a férje nem volt vele. Amikor meglátta az angyalt,
10 και εταχυνεν η γυνη και εξεδραμεν και απηγγειλεν τω ανδρι αυτης και ειπεν προς αυτον ιδου ωπται μοι ο ανηρ ο ελθων προς με τη ημερα εκεινη10 gyorsan férjéhez szaladt, s hírül vitte neki, ezekkel a szavakkal: »Íme, megjelent nekem az a férfi, akit a múltkor láttam.«
11 και ανεστη μανωε και επορευθη οπισω της γυναικος αυτου προς τον ανδρα και ειπεν αυτω ει συ ει ο ανηρ ο λαλησας προς την γυναικα και ειπεν ο αγγελος εγω11 Erre az felkelt, követte a feleségét, s amikor odaért a férfihez, megkérdezte tőle: »Te vagy az, aki az asszonnyal beszéltél?« Az így felelt: »Én.«
12 και ειπεν μανωε νυν δη ελθοντος του ρηματος σου τι εσται το κριμα του παιδαριου και τα εργα αυτου12 Mánue erre azt mondta neki: »Ha majd beteljesedik a beszéded, mit akarsz, mit cselekedjen a gyermek, s mitől kell majd tartózkodnia?«
13 και ειπεν ο αγγελος κυριου προς μανωε απο παντων ων ειπα προς την γυναικα φυλαξασθω13 Azt mondta erre az Úr angyala Mánuénak: »Mindattól, amit feleségednek mondtam, tartózkodjék:
14 απο παντων οσα εκπορευεται εξ αμπελου ου φαγεται και οινον και σικερα μη πιετω και παν ακαθαρτον μη φαγετω παντα οσα ενετειλαμην αυτη φυλαξασθω14 semmit se egyen, ami szőlőtőn terem, bort és részegítő italt ne igyon, semmi tisztátalant se egyen, s mindazt, amit parancsoltam neki, teljesítse, s tartsa meg.«
15 και ειπεν μανωε προς τον αγγελον κυριου βιασωμεθα δη σε και ποιησομεν ενωπιον σου εριφον αιγων15 Azt mondta erre Mánue az Úr angyalának: »Kérlek, engedj kérésemnek: hadd készítsünk neked egy kecskegödölyét.«
16 και ειπεν ο αγγελος κυριου προς μανωε εαν βιαση με ου φαγομαι των αρτων σου και εαν ποιησης ολοκαυτωμα κυριω ανοισεις αυτο οτι ουκ εγνω μανωε οτι αγγελος κυριου εστιν16 Az angyal azt felelte neki: »Ha kényszerítesz, sem eszem ételedből: de ha egészen elégő áldozatot akarsz készíteni, ám mutasd be az Úrnak.« Mánue ugyanis nem tudta, hogy az Úr angyala az.
17 και ειπεν μανωε προς τον αγγελον κυριου τι ονομα σοι ινα οταν ελθη το ρημα σου δοξασωμεν σε17 Meg is kérdezte tőle: »Mi a neved, hogy ha majd teljesedik beszéded, megtisztelhessünk?«
18 και ειπεν αυτω ο αγγελος κυριου ινα τι τουτο ερωτας το ονομα μου και αυτο εστιν θαυμαστον18 Ő azonban azt felelte neki: »Miért kérdezed nevemet? Csodálatos az!«
19 και ελαβεν μανωε τον εριφον των αιγων και την θυσιαν και ανηνεγκεν επι την πετραν τω κυριω τω θαυμαστα ποιουντι κυριω και μανωε και η γυνη αυτου εθεωρουν19 Erre Mánue elhozta a kecskegödölyét és a hozzá tartozó ételáldozatot, rátette a sziklára, és bemutatta az Úrnak. Ekkor az Úr csodálatos dolgot cselekedett Mánue és felesége szeme láttára.
20 και εγενετο εν τω αναβηναι την φλογα επανωθεν του θυσιαστηριου εις τον ουρανον και ανεβη ο αγγελος κυριου εν τη φλογι και μανωε και η γυνη αυτου εθεωρουν και επεσον επι προσωπον αυτων επι την γην20 Amikor ugyanis az oltárról a láng felcsapott az égnek, az Úr angyala is felszállt a lángban. Amikor ezt Mánue és felesége látták, arcukkal a földre borultak,
21 και ου προσεθηκεν ετι ο αγγελος κυριου οφθηναι προς μανωε και προς την γυναικα αυτου τοτε εγνω μανωε οτι αγγελος κυριου εστιν21 de az Úr angyala többé nem jelent meg nekik. Ekkor Mánue legott megértette, hogy az az Úr angyala volt
22 και ειπεν μανωε προς την γυναικα αυτου θανατω αποθανουμεθα οτι θεον εωρακαμεν22 és azt mondta feleségének: »Meg kell halnunk, mert láttuk Istent!«
23 και ειπεν αυτω η γυνη αυτου ει εβουλετο κυριος θανατωσαι ημας ουκ αν εδεξατο εκ των χειρων ημων ολοκαυτωμα και θυσιαν και ουκ αν εφωτισεν ημας παντα ταυτα και ουκ αν ακουστα εποιησεν ημιν ταυτα23 Az asszony azt felelte neki: »Ha az Úr meg akarna ölni minket, akkor nem fogadott volna el egészen elégő áldozatot és ételáldozatot kezünkből, nem mutatta volna nekünk mindezeket, s nem mondta volna meg a jövendőt.«
24 και ετεκεν η γυνη υιον και εκαλεσεν το ονομα αυτου σαμψων και ηυλογησεν αυτον κυριος και ηυξηθη το παιδαριον24 Meg is szülte a fiút és elnevezte Sámsonnak. Aztán a gyermek felnövekedett, s az Úr megáldotta,
25 και ηρξατο πνευμα κυριου συμπορευεσθαι αυτω εν παρεμβολη δαν ανα μεσον σαραα και ανα μεσον εσθαολ25 és Dán táborában, Córa és Estaol között kezdett vele lenni az Úr lelke.