Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 11


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ιεφθαε ο γαλααδιτης δυνατος εν ισχυι και αυτος ην υιος γυναικος πορνης και ετεκεν τω γαλααδ τον ιεφθαε1 Volt abban az időben egy Jefte nevű gileádi, aki igen vitéz és harcias férfi volt; egy parázna nőszemélynek volt a fia és Gileádtól származott.
2 και ετεκεν η γυνη γαλααδ αυτω υιους και ηδρυνθησαν οι υιοι της γυναικος και εξεβαλον τον ιεφθαε και ειπον αυτω ου κληρονομησεις εν τω οικω του πατρος ημων οτι γυναικος υιος εταιρας ει συ2 Gileádnak azonban felesége volt, s attól fiai lettek; amikor ezek megnőttek, elűzték Jeftét, és ezt mondták: »Te nem örökölhetsz apánk házában, mert más anyától születtél.«
3 και απεδρα ιεφθαε εκ προσωπου των αδελφων αυτου και κατωκησεν εν γη τωβ και συνελεγοντο προς τον ιεφθαε ανδρες λιτοι και συνεξεπορευοντο μετ' αυτου3 Erre ő elfutott és eltávozott előlük és Tób földjén telepedett meg. Ott a szűkölködő és rablásból élő emberek köréje gyűltek és fejedelmükként követték.
4 και εγενετο μεθ' ημερας και επολεμησαν οι υιοι αμμων μετα ισραηλ4 Azokban a napokban Ammon fiai hadba szálltak Izrael ellen.
5 και εγενηθη ηνικα επολεμουν οι υιοι αμμων μετα ισραηλ και επορευθησαν οι πρεσβυτεροι γαλααδ παραλαβειν τον ιεφθαε εν γη τωβ5 Mivel már nagyon szorongatták őket, Gileád fejedelmei elmentek, hogy segítségül hozzák Jeftét Tób földjéről.
6 και ειπαν προς ιεφθαε δευρο και εση ημιν εις ηγουμενον και πολεμησωμεν εν τοις υιοις αμμων6 Azt mondták neki: »Gyere, légy vezérünk, s hadakozz Ammon fiai ellen.«
7 και ειπεν ιεφθαε τοις πρεσβυτεροις γαλααδ ουχ υμεις εμισησατε με και εξεβαλετε με εκ του οικου του πατρος μου και εξαπεστειλατε με αφ' υμων και τι οτι ηλθατε προς με ηνικα εθλιβητε7 Ő ezt felelte nekik: »Nemde ti vagytok azok, akik gyűlöltetek engem, s elűztetek apám házából? Most hozzám jöttök, mert kényszerít a szükség.«
8 και ειπαν οι πρεσβυτεροι γαλααδ προς ιεφθαε ουχ ουτως νυν ηλθομεν προς σε και συμπορευση ημιν και πολεμησομεν εν τοις υιοις αμμων και εση ημιν εις κεφαλην πασιν τοις κατοικουσιν γαλααδ8 Azt mondták erre Gileád fejedelmei Jeftének: »Igenis, azért jöttünk most hozzád, hogy gyere velünk és hadakozz Ammon fiai ellen. Akkor te leszel a feje mindazoknak, akik Gileádot lakják.«
9 και ειπεν ιεφθαε προς τους πρεσβυτερους γαλααδ ει επιστρεφετε με υμεις πολεμησαι εν τοις υιοις αμμων και παραδω κυριος αυτους ενωπιον εμου εγω υμιν εσομαι εις κεφαλην9 Azt mondta erre nekik Jefte: »Igazán azért jöttetek hozzám, hogy hadakozzam értetek Ammon fiaival, s hogyha kezembe adja őket az Úr, én legyek a fejedelmetek?«
10 και ειπαν οι πρεσβυτεροι γαλααδ προς ιεφθαε κυριος εσται ο ακουων ανα μεσον ημων ει μη κατα το ρημα σου ουτως ποιησομεν10 Azok ezt felelték neki: »Az Úr, aki hallja ezt, maga legyen közvetítőnk és tanúnk, hogy teljesítjük ígéretünket.«
11 και επορευθη ιεφθαε μετα των πρεσβυτερων γαλααδ και κατεστησαν αυτον επ' αυτων εις κεφαλην εις ηγουμενον και ελαλησεν ιεφθαε παντας τους λογους αυτου ενωπιον κυριου εν μασσηφα11 Erre Jefte elment Gileád fejedelmeivel, s az egész nép a fejévé tette, Jefte pedig megismételte minden szavát az Úr előtt Micpában.
12 και απεστειλεν ιεφθαε αγγελους προς βασιλεα υιων αμμων λεγων τι εμοι και σοι οτι ηκεις προς με συ πολεμησαι με εν τη γη μου12 Aztán követeket küldött Ammon fiainak királyához, hogy mondják a nevében: »Mi van közöttünk, hogy ellenem jöttél elpusztítani földemet?«
13 και ειπεν βασιλευς υιων αμμων προς τους αγγελους ιεφθαε διοτι ελαβεν ισραηλ την γην μου εν τη αναβασει αυτου εξ αιγυπτου απο αρνων εως ιαβοκ και εως του ιορδανου και νυν επιστρεψον αυτας μετ' ειρηνης13 Az így felelt nekik: »Az, hogy Izrael elvette földemet, amikor feljött Egyiptomból, az Arnon szélétől egészen a Jabbokig, s a Jordánig: add tehát vissza most nekem békességgel!«
14 και απεστρεψαν οι αγγελοι προς ιεφθαε και απεστειλεν ιεφθαε αγγελους προς τον βασιλεα υιων αμμων14 Erre újra üzent általuk Jefte, s azt parancsolta, hogy ezt mondják Ammon királyának:
15 λεγων ταδε λεγει ιεφθαε ουκ ελαβεν ισραηλ την γην μωαβ και την γην υιων αμμων15 »Ezt üzeni Jefte: Izrael nem vette el sem Moáb földjét, sem Ammon fiainak földjét.
16 εν τη αναβασει αυτων εξ αιγυπτου αλλ' επορευθη ισραηλ εν τη ερημω εως θαλασσης ερυθρας και ηλθεν εως καδης16 Amikor ugyanis feljött Egyiptomból, s átvonult a pusztán a Vörös-tengerig és Kádesbe jutott,
17 και εξαπεστειλεν ισραηλ αγγελους προς βασιλεα εδωμ λεγων παρελευσομαι δια της γης σου και ουκ ηκουσεν βασιλευς εδωμ και γε προς βασιλεα μωαβ απεστειλεν και ουκ ηθελησεν και εκαθισεν ισραηλ εν καδης17 követeket küldött Edom királyához, s azt üzente: ‘Engedd meg nekem, hogy átvonuljak földeden.’ Az nem járult hozzá kéréséhez. Moáb királyához is elküldött, s az is megtagadta az átvonulás megengedését. Kádesben maradt tehát,
18 και διηλθεν εν τη ερημω και εκυκλωσεν την γην εδωμ και την γην μωαβ και παρεγενετο κατ' ανατολας ηλιου της γης μωαβ και παρενεβαλον εν τω περαν αρνων και ουκ εισηλθον εις το οριον μωαβ οτι αρνων ην οριον μωαβ18 majd oldalról megkerülte Edom földjét s Moáb földjét, s eljutott a Moáb földjétől keletre eső vidékre, s az Arnonon túl ütött tábort. Moáb területére nem is akart bemenni, hiszen az Arnon Moáb földjének a határa.
19 και απεστειλεν ισραηλ αγγελους προς σηων βασιλεα εσεβων τον αμορραιον και ειπεν αυτω ισραηλ παρελευσομαι δια της γης σου εως του τοπου μου19 Aztán követeket küldött Izrael Szihonhoz, az amoriták azon királyához, aki Hesbonban lakott és ezt üzente neki: ‘Engedd meg, hogy átvonuljak földeden a folyóig.’
20 και ουκ ηθελησεν σηων διελθειν τον ισραηλ δια των οριων αυτου και συνηγαγεν σηων παντα τον λαον αυτου και παρενεβαλεν εις ιασσα και επολεμησεν μετα ισραηλ20 De az is megvetette Izrael szavait, s nem engedte meg, hogy átvonuljon területén, sőt egybegyűjtötte mérhetetlen seregét, s kivonult ellene Jászába, s erősen ellenállt.
21 και παρεδωκεν κυριος ο θεος ισραηλ τον σηων και παντα τον λαον αυτου εν χειρι ισραηλ και επαταξεν αυτους και εκληρονομησεν ισραηλ πασαν την γην του αμορραιου του κατοικουντος εν τη γη21 De az Úr Izrael kezébe adta egész seregével együtt, úgyhogy az megverte őt és elfoglalta az amoritáknak, azon vidék lakóinak egész földjét,
22 και εκληρονομησεν παν το οριον του αμορραιου απο αρνων και εως του ιαβοκ και απο της ερημου και εως του ιορδανου22 s egész területét az Arnontól a Jabbokig, s a pusztától a Jordánig.
23 και νυν κυριος ο θεος ισραηλ εξηρεν τον αμορραιον εκ προσωπου του λαου αυτου ισραηλ και συ κληρονομησεις αυτον επι σου23 Az Úr, Izrael Istene tette tönkre az amoritákat, Ő hadakozott ellenük népéért, Izraelért, s te most el akarnád foglalni földjét?
24 ουχι οσα κατεκληρονομησεν σοι χαμως ο θεος σου αυτα κληρονομησεις και παντα οσα κατεκληρονομησεν κυριος ο θεος ημων απο προσωπου ημων αυτα κληρονομησομεν24 Nemde az, amit Kámos, a te istened elfoglal, az joggal megillet téged? Az tehát, amit az Úr, a mi Istenünk mint győztes elfoglalt, nekünk jár birtokul.
25 και νυν μη κρεισσων ει συ του βαλακ υιου σεπφωρ βασιλεως μωαβ μη μαχη εμαχεσατο μετα ισραηλ η πολεμων επολεμησεν αυτοις25 Avagy talán különb vagy Báláknál, Szefor fiánál, Moáb királyánál? Be tudod-e bizonyítani, hogy az perbe szállt Izraellel, s hadakozott ellene?
26 εν τω οικω ισραηλ εν εσεβων και εν ταις θυγατρασιν αυτης και εν ιαζηρ και εν ταις θυγατρασιν αυτης και εν πασαις ταις πολεσιν ταις παρα τον ιορδανην τριακοσια ετη τι οτι ουκ ερρυσαντο αυτους εν τω καιρω εκεινω26 Izrael meg Hesbonban és leányvárosaiban, Ároerben s leányvárosaiban meg mindazon városokban, amelyek a Jordán mellett vannak, háromszáz esztendő óta lakik! Miért nem kíséreltetek meg semmit sem annyi időn át e követelés dolgában?
27 και εγω ουχ ημαρτον σοι και συ ποιεις μετ' εμου πονηριαν του πολεμησαι εν εμοι κριναι κυριος ο κρινων σημερον ανα μεσον υιων ισραηλ και ανα μεσον υιων αμμων27 Nem én vétek tehát ellened, hanem te cselekszel velem gonoszul, amikor igaztalan harcot indítasz ellenem. Az Úr, e napnak bírája, tegyen igazságot Izrael és Ammon fiai között.«
28 και ουκ εισηκουσεν βασιλευς υιων αμμων και ουκ εισηκουσεν των λογων ιεφθαε ων απεστειλεν προς αυτον28 De Ammon fiainak királya nem hallgatott Jefte szavaira, amelyeket a követek által üzent.
29 και εγενηθη επι ιεφθαε πνευμα κυριου και διεβη την γην γαλααδ και τον μανασση και διεβη την σκοπιαν γαλααδ και απο σκοπιας γαλααδ εις το περαν υιων αμμων29 Ekkor Jeftét megszállta az Úr lelke, mire ő bejárta Gileádot és Manasszét és elment Gileád-Micpába. Amikor aztán onnan átment Ammon fiai elé,
30 και ηυξατο ιεφθαε ευχην τω κυριω και ειπεν εαν παραδωσει παραδως μοι τους υιους αμμων εν χειρι μου30 fogadalmat tett az Úrnak, ezekkel a szavakkal: »Ha kezembe adod Ammon fiait:
31 και εσται ος αν εξελθη εκ των θυρων του οικου μου εις απαντησιν μου εν τω επιστρεψαι με εν ειρηνη απο των υιων αμμων και εσται τω κυριω και ανοισω αυτον ολοκαυτωμα31 bárki lép ki elsőnek házam ajtaján, hogy elém jöjjön, amikor békességgel visszatérek Ammon fiaitól, bemutatom őt egészen elégő áldozatul az Úrnak.«
32 και διεβη ιεφθαε προς τους υιους αμμων του πολεμησαι προς αυτους και παρεδωκεν αυτους κυριος εν χειρι αυτου32 Átment tehát Jefte Ammon fiai elé, hogy hadakozzon ellenük, s az Úr a kezébe is adta őket.
33 και επαταξεν αυτους απο αροηρ και εως του ελθειν εις σεμωιθ εικοσι πολεις εως αβελ αμπελωνων πληγην μεγαλην σφοδρα και ενετραπησαν οι υιοι αμμων απο προσωπου υιων ισραηλ33 Így ő igen súlyos vereséget mért rájuk és verte őket Ároertől kezdve egészen addig, ahol Mennítbe jutni, húsz városon keresztül és egészen a szőlőhegyeknél fekvő Ábelig. Így Izrael fiai megalázták Ammon fiait.
34 και ηλθεν ιεφθαε εις μασσηφα εις τον οικον αυτου και ιδου η θυγατηρ αυτου εξεπορευετο εις απαντησιν αυτου εν τυμπανοις και χοροις και αυτη μονογενης αυτω αγαπητη και ουκ εστιν αυτω πλην αυτης υιος η θυγατηρ34 Amikor aztán Jefte hazatért Micpába, elé jött egyetlen lánya, dobokkal és táncoló karokkal; más gyermeke nem is volt neki.
35 και εγενηθη ηνικα ειδεν αυτην και διερρηξεν τα ιματια αυτου και ειπεν οιμμοι θυγατερ μου εμπεποδοστατηκας με εις σκωλον εγενου εν οφθαλμοις μου εγω δε ηνοιξα το στομα μου περι σου προς κυριον και ου δυνησομαι αποστρεψαι35 Amint ő azt meglátta, megszaggatta ruháját és azt mondta: »Jaj nekem, lányom, csalódást szereztél nekem és csalódást szereztél magadnak is: szavamat adtam ugyanis az Úrnak, s azt meg nem másíthatom.«
36 και ειπεν προς αυτον πατερ μου ει εν εμοι ηνοιξας το στομα σου προς κυριον ποιει μοι ον τροπον εξηλθεν εκ του στοματος σου ανθ' ων εποιησεν σοι κυριος εκδικησεις εκ των εχθρων σου εκ των υιων αμμων36 Az ezt felelte neki: »Apám, ha szavadat adtad az Úrnak, hajtsd végre rajtam, amit fogadtál, hiszen megkaptad a bosszúállást s a győzelmet ellenségeid felett.«
37 και ειπεν προς τον πατερα αυτης και ποιησον μοι το ρημα τουτο εασον με δυο μηνας και πορευσομαι και καταβησομαι επι τα ορη και κλαυσομαι επι τα παρθενια μου και εγω και αι συνεταιριδες μου37 Majd azt mondta apjának: »Csak azt az egyet tedd meg nekem, amit kérek: engedj el engem, hadd menjek két hónapra a hegyekbe, s hadd sírjak szüzességemen barátnőimmel.«
38 και ειπεν πορευου και εξαπεστειλεν αυτην δυο μηνας και επορευθη αυτη και αι συνεταιριδες αυτης και εκλαυσεν επι τα παρθενια αυτης επι τα ορη38 Az ezt felelte neki: »Menj!« – és elengedte őt két hónapra. Ő el is ment társ- és barátnőivel és sírt szüzességén a hegyekben.
39 και εγενετο μετα τελος δυο μηνων και ανεκαμψεν προς τον πατερα αυτης και επετελεσεν ιεφθαε την ευχην αυτου ην ηυξατο και αυτη ουκ εγνω ανδρα και εγενηθη εις προσταγμα εν ισραηλ39 Amikor aztán eltelt a két hónap, visszatért apjához, s az úgy cselekedett vele, amint megfogadta, s ő nem ismert meg férfit. Ebből támadt az a szokás és maradt fenn az a gyakorlat Izraelben,
40 εξ ημερων εις ημερας συνεπορευοντο αι θυγατερες ισραηλ θρηνειν την θυγατερα ιεφθαε του γαλααδιτου τεσσαρας ημερας εν τω ενιαυτω40 hogy esztendőnként összegyűlnek Izrael lányai, s négy napon át siratják a gileádi Jefte lányát.