Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

ΙΗΣΟΥΣ ΝΑΥΗ - Giosuè - Joshua 5


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενετο ως ηκουσαν οι βασιλεις των αμορραιων οι ησαν περαν του ιορδανου και οι βασιλεις της φοινικης οι παρα την θαλασσαν οτι απεξηρανεν κυριος ο θεος τον ιορδανην ποταμον εκ των εμπροσθεν των υιων ισραηλ εν τω διαβαινειν αυτους και ετακησαν αυτων αι διανοιαι και κατεπλαγησαν και ουκ ην εν αυτοις φρονησις ουδεμια απο προσωπου των υιων ισραηλ1 Amikor aztán meghallotta az amoriták összes királya, akik a Jordánon túl, a nyugati oldalon laktak, valamint a kánaániak összes királya, akik a Nagy-tenger közelében levő helyeken laktak, hogy az Úr kiszárította a Jordán habjait Izrael fiai előtt, míg át nem mentek, elcsüggedt a szívük, nem maradt bátorság bennük, és féltek Izrael fiainak bejövetelétől.
2 υπο δε τουτον τον καιρον ειπεν κυριος τω ιησοι ποιησον σεαυτω μαχαιρας πετρινας εκ πετρας ακροτομου και καθισας περιτεμε τους υιους ισραηλ2 Abban az időben azt mondta az Úr Józsuénak: »Csinálj magadnak kőkéseket, s metéld ismét körül Izrael fiait.«
3 και εποιησεν ιησους μαχαιρας πετρινας ακροτομους και περιετεμεν τους υιους ισραηλ επι του καλουμενου τοπου βουνος των ακροβυστιων3 Ő megtette, amit az Úr parancsolt és az Előbőrök halmán körülmetélte Izrael fiait.
4 ον δε τροπον περιεκαθαρεν ιησους τους υιους ισραηλ οσοι ποτε εγενοντο εν τη οδω και οσοι ποτε απεριτμητοι ησαν των εξεληλυθοτων εξ αιγυπτου4 Ez volt az oka, hogy ismét körülmetélte őket: Abból az egész népből, amely Egyiptomból kijött, minden hadviselő férfi meghalt a pusztában a hosszú bolyongásban.
5 παντας τουτους περιετεμεν ιησους5 Ezek mindnyájan körülmetéltek voltak. Az a nép azonban, amely a pusztában született, körülmetéletlen volt.
6 τεσσαρακοντα γαρ και δυο ετη ανεστραπται ισραηλ εν τη ερημω τη μαδβαριτιδι διο απεριτμητοι ησαν οι πλειστοι αυτων των μαχιμων των εξεληλυθοτων εκ γης αιγυπτου οι απειθησαντες των εντολων του θεου οις και διωρισεν μη ιδειν αυτους την γην ην ωμοσεν κυριος τοις πατρασιν αυτων δουναι ημιν γην ρεουσαν γαλα και μελι6 Negyven évig vándoroltak ugyanis Izrael fiai, amíg meg nem halt minden harcos, aki nem hallgatott az Úr szavára, és akiknek megesküdött, hogy nem mutatja meg nekik azt a földet, amelyről esküvel ígérte atyáiknak, hogy azt a tejjel-mézzel folyó földet nekik adja.
7 αντι δε τουτων αντικατεστησεν τους υιους αυτων ους ιησους περιετεμεν δια το αυτους γεγενησθαι κατα την οδον απεριτμητους7 Ezeknek az apáknak a helyébe fiaik léptek, s ezeket metélte körül Józsue, mert ezeknek megvolt az előbőrük, úgy ahogy megszülettek és senki sem metélte körül őket az úton.
8 περιτμηθεντες δε ησυχιαν ειχον αυτοθι καθημενοι εν τη παρεμβολη εως υγιασθησαν8 Amikor aztán valamennyien körülmetélkedtek, mindaddig azon a táborhelyen maradtak, amíg meg nem gyógyultak.
9 και ειπεν κυριος τω ιησοι υιω ναυη εν τη σημερον ημερα αφειλον τον ονειδισμον αιγυπτου αφ' υμων και εκαλεσεν το ονομα του τοπου εκεινου γαλγαλα9 Ekkor azt mondta az Úr Józsuénak: »Ma vettem le rólatok Egyiptom gyalázatát.« Ezért hívják ezt a helyet Gilgálnak mind a mai napig.
10 και εποιησαν οι υιοι ισραηλ το πασχα τη τεσσαρεσκαιδεκατη ημερα του μηνος απο εσπερας επι δυσμων ιεριχω εν τω περαν του ιορδανου εν τω πεδιω10 Miközben Izrael fiai Gilgálban tartózkodtak, a hónap tizennegyedik napján, estefelé, Jerikó mezőségén elkészítették a pászkát
11 και εφαγοσαν απο του σιτου της γης αζυμα και νεα εν ταυτη τη ημερα11 és másnap az ország terméséből ettek kovásztalan kenyeret és ugyanazon a napon árpadarát.
12 εξελιπεν το μαννα μετα το βεβρωκεναι αυτους εκ του σιτου της γης και ουκετι υπηρχεν τοις υιοις ισραηλ μαννα εκαρπισαντο δε την χωραν των φοινικων εν τω ενιαυτω εκεινω12 Miután pedig ettek a föld terméséből, megszűnt a manna és Izrael fiai nem éltek többé ezzel az eledellel, hanem Kánaán földjének azévi terméséből ettek.
13 και εγενετο ως ην ιησους εν ιεριχω και αναβλεψας τοις οφθαλμοις ειδεν ανθρωπον εστηκοτα εναντιον αυτου και η ρομφαια εσπασμενη εν τη χειρι αυτου και προσελθων ιησους ειπεν αυτω ημετερος ει η των υπεναντιων13 Amikor aztán egyszer Józsue Jerikó városának mezején tartózkodott, felemelte szemét, és látta, hogy egy férfi áll előtte, aki kivont kardot tart. Erre odament hozzá és megkérdezte: »Hozzánk tartozol, vagy az ellenséghez?«
14 ο δε ειπεν αυτω εγω αρχιστρατηγος δυναμεως κυριου νυνι παραγεγονα και ιησους επεσεν επι προσωπον επι την γην και ειπεν αυτω δεσποτα τι προστασσεις τω σω οικετη14 Az így felelt: »Egyikhez sem: az Úr hadseregének a fejedelme vagyok és éppen most jöttem.«
15 και λεγει ο αρχιστρατηγος κυριου προς ιησουν λυσαι το υποδημα εκ των ποδων σου ο γαρ τοπος εφ' ω συ εστηκας αγιος εστιν15 Józsue arccal a földre borult, meghajtotta magát és azt mondta: »Mi beszélni valója van az én Uramnak az ő szolgájával?« Az Úr seregének vezére erre így szólt Józsuéhoz: »Oldd le lábadról sarudat, mert a hely, amelyen állsz, szent!« Erre Józsue úgy tett, ahogy az megparancsolta neki.