Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ - Deuteronomio - Deuteronomy 25


font
LXXVULGATA
1 εαν δε γενηται αντιλογια ανα μεσον ανθρωπων και προσελθωσιν εις κρισιν και κρινωσιν και δικαιωσωσιν τον δικαιον και καταγνωσιν του ασεβους1 Si fuerit causa inter aliquos, et interpellaverint judices : quem justum esse perspexerint, illi justitiæ palmam dabunt : quem impium, condemnabunt impietatis.
2 και εσται εαν αξιος η πληγων ο ασεβων και καθιεις αυτον εναντι των κριτων και μαστιγωσουσιν αυτον εναντιον αυτων κατα την ασεβειαν αυτου αριθμω2 Sin autem eum, qui peccavit, dignum viderint plagis : prosternent, et coram se facient verberari. Pro mensura peccati erit et plagarum modus :
3 τεσσαρακοντα μαστιγωσουσιν αυτον ου προσθησουσιν εαν δε προσθωσιν μαστιγωσαι αυτον υπερ ταυτας τας πληγας πλειους ασχημονησει ο αδελφος σου εναντιον σου3 ita dumtaxat, ut quadragenarium numerum non excedant : ne fœde laceratus ante oculos tuos abeat frater tuus.
4 ου φιμωσεις βουν αλοωντα4 Non ligabis os bovis terentis in area fruges tuas.
5 εαν δε κατοικωσιν αδελφοι επι το αυτο και αποθανη εις εξ αυτων σπερμα δε μη η αυτω ουκ εσται η γυνη του τεθνηκοτος εξω ανδρι μη εγγιζοντι ο αδελφος του ανδρος αυτης εισελευσεται προς αυτην και λημψεται αυτην εαυτω γυναικα και συνοικησει αυτη5 Quando habitaverint fratres simul, et unus ex eis absque liberis mortuus fuerit, uxor defuncti non nubet alteri : sed accipiet eam frater ejus, et suscitabit semen fratris sui :
6 και εσται το παιδιον ο εαν τεκη κατασταθησεται εκ του ονοματος του τετελευτηκοτος και ουκ εξαλειφθησεται το ονομα αυτου εξ ισραηλ6 et primogenitum ex ea filium nomine illius appellabit, ut non deleatur nomen ejus ex Israël.
7 εαν δε μη βουληται ο ανθρωπος λαβειν την γυναικα του αδελφου αυτου και αναβησεται η γυνη επι την πυλην επι την γερουσιαν και ερει ου θελει ο αδελφος του ανδρος μου αναστησαι το ονομα του αδελφου αυτου εν ισραηλ ουκ ηθελησεν ο αδελφος του ανδρος μου7 Sin autem noluerit accipere uxorem fratris sui, quæ ei lege debetur, perget mulier ad portam civitatis, et interpellabit majores natu, dicetque : Non vult frater viri mei suscitare nomen fratris sui in Israël, nec me in conjugem sumere.
8 και καλεσουσιν αυτον η γερουσια της πολεως αυτου και ερουσιν αυτω και στας ειπη ου βουλομαι λαβειν αυτην8 Statimque accersiri eum facient, et interrogabunt. Si responderit : Nolo eam uxorem accipere :
9 και προσελθουσα η γυνη του αδελφου αυτου εναντι της γερουσιας και υπολυσει το υποδημα αυτου το εν απο του ποδος αυτου και εμπτυσεται εις το προσωπον αυτου και αποκριθεισα ερει ουτως ποιησουσιν τω ανθρωπω ος ουκ οικοδομησει τον οικον του αδελφου αυτου9 accedet mulier ad eum coram senioribus, et tollet calceamentum de pede ejus, spuetque in faciem illius, et dicet : Sic fiet homini, qui non ædificat domum fratris sui.
10 και κληθησεται το ονομα αυτου εν ισραηλ οικος του υπολυθεντος το υποδημα10 Et vocabitur nomen illius in Israël, Domus discalceati.
11 εαν δε μαχωνται ανθρωποι επι το αυτο ανθρωπος μετα του αδελφου αυτου και προσελθη γυνη ενος αυτων εξελεσθαι τον ανδρα αυτης εκ χειρος του τυπτοντος αυτον και εκτεινασα την χειρα επιλαβηται των διδυμων αυτου11 Si habuerint inter se jurgium viri duo, et unus contra alterum rixari cœperit, volensque uxor alterius eruere virum suum de manu fortioris, miseritque manum, et apprehenderit verenda ejus :
12 αποκοψεις την χειρα αυτης ου φεισεται ο οφθαλμος σου επ' αυτη12 abscides manum illius, nec flecteris super eam ulla misericordia.
13 ουκ εσται εν τω μαρσιππω σου σταθμιον και σταθμιον μεγα η μικρον13 Non habebis in sacculo diversa pondera, majus et minus :
14 ουκ εσται εν τη οικια σου μετρον και μετρον μεγα η μικρον14 nec erit in domo tua modius major, et minor.
15 σταθμιον αληθινον και δικαιον εσται σοι και μετρον αληθινον και δικαιον εσται σοι ινα πολυημερος γενη επι της γης ης κυριος ο θεος σου διδωσιν σοι εν κληρω15 Pondus habebis justum et verum, et modius æqualis et verus erit tibi : ut multo vivas tempore super terram, quam Dominus Deus tuus dederit tibi.
16 οτι βδελυγμα κυριω τω θεω σου πας ποιων ταυτα πας ποιων αδικον16 Abominatur enim Dominus tuus eum qui facit hæc, et aversatur omnem injustitiam.
17 μνησθητι οσα εποιησεν σοι αμαληκ εν τη οδω εκπορευομενου σου εξ αιγυπτου17 Memento quæ fecerit tibi Amalec in via quando egrediebaris ex Ægypto :
18 πως αντεστη σοι εν τη οδω και εκοψεν σου την ουραγιαν τους κοπιωντας οπισω σου συ δε επεινας και εκοπιας και ουκ εφοβηθη τον θεον18 quomodo occurrerit tibi, et extremos agminis tui, qui lassi residebant, ceciderit, quando tu eras fame et labore confectus : et non timuerit Deum.
19 και εσται ηνικα εαν καταπαυση σε κυριος ο θεος σου απο παντων των εχθρων σου των κυκλω σου εν τη γη η κυριος ο θεος σου διδωσιν σοι εν κληρω κατακληρονομησαι εξαλειψεις το ονομα αμαληκ εκ της υπο τον ουρανον και ου μη επιλαθη19 Cum ergo Dominus Deus tuus dederit tibi requiem, et subjecerit cunctas per circuitum nationes in terra, quam tibi pollicitus est : delebis nomen ejus sub cælo. Cave ne obliviscaris.