ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 30
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
LXX | VULGATA |
---|---|
1 εις το τελος ψαλμος τω δαυιδ εκστασεως | 1 In finem. Psalmus David, pro extasi. |
2 επι σοι κυριε ηλπισα μη καταισχυνθειην εις τον αιωνα εν τη δικαιοσυνη σου ρυσαι με και εξελου με | 2 In te, Domine, speravi ; non confundar in æternum : in justitia tua libera me. |
3 κλινον προς με το ους σου ταχυνον του εξελεσθαι με γενου μοι εις θεον υπερασπιστην και εις οικον καταφυγης του σωσαι με | 3 Inclina ad me aurem tuam ; accelera ut eruas me. Esto mihi in Deum protectorem, et in domum refugii, ut salvum me facias : |
4 οτι κραταιωμα μου και καταφυγη μου ει συ και ενεκεν του ονοματος σου οδηγησεις με και διαθρεψεις με | 4 quoniam fortitudo mea et refugium meum es tu ; et propter nomen tuum deduces me et enutries me. |
5 εξαξεις με εκ παγιδος ταυτης ης εκρυψαν μοι οτι συ ει ο υπερασπιστης μου | 5 Educes me de laqueo hoc quem absconderunt mihi, quoniam tu es protector meus. |
6 εις χειρας σου παραθησομαι το πνευμα μου ελυτρωσω με κυριε ο θεος της αληθειας | 6 In manus tuas commendo spiritum meum ; redemisti me, Domine Deus veritatis. |
7 εμισησας τους διαφυλασσοντας ματαιοτητας δια κενης εγω δε επι τω κυριω ηλπισα | 7 Odisti observantes vanitates supervacue ; ego autem in Domino speravi. |
8 αγαλλιασομαι και ευφρανθησομαι επι τω ελεει σου οτι επειδες την ταπεινωσιν μου εσωσας εκ των αναγκων την ψυχην μου | 8 Exsultabo, et lætabor in misericordia tua, quoniam respexisti humilitatem meam ; salvasti de necessitatibus animam meam. |
9 και ου συνεκλεισας με εις χειρας εχθρου εστησας εν ευρυχωρω τους ποδας μου | 9 Nec conclusisti me in manibus inimici : statuisti in loco spatioso pedes meos. |
10 ελεησον με κυριε οτι θλιβομαι εταραχθη εν θυμω ο οφθαλμος μου η ψυχη μου και η γαστηρ μου | 10 Miserere mei, Domine, quoniam tribulor ; conturbatus est in ira oculus meus, anima mea, et venter meus. |
11 οτι εξελιπεν εν οδυνη η ζωη μου και τα ετη μου εν στεναγμοις ησθενησεν εν πτωχεια η ισχυς μου και τα οστα μου εταραχθησαν | 11 Quoniam defecit in dolore vita mea, et anni mei in gemitibus. Infirmata est in paupertate virtus mea, et ossa mea conturbata sunt. |
12 παρα παντας τους εχθρους μου εγενηθην ονειδος και τοις γειτοσιν μου σφοδρα και φοβος τοις γνωστοις μου οι θεωρουντες με εξω εφυγον απ' εμου | 12 Super omnes inimicos meos factus sum opprobrium, et vicinis meis valde, et timor notis meis ; qui videbant me foras fugerunt a me. |
13 επελησθην ωσει νεκρος απο καρδιας εγενηθην ωσει σκευος απολωλος | 13 Oblivioni datus sum, tamquam mortuus a corde ; factus sum tamquam vas perditum : |
14 οτι ηκουσα ψογον πολλων παροικουντων κυκλοθεν εν τω επισυναχθηναι αυτους αμα επ' εμε του λαβειν την ψυχην μου εβουλευσαντο | 14 quoniam audivi vituperationem multorum commorantium in circuitu. In eo dum convenirent simul adversum me, accipere animam meam consiliati sunt. |
15 εγω δε επι σε ηλπισα κυριε ειπα συ ει ο θεος μου | 15 Ego autem in te speravi, Domine ; dixi : Deus meus es tu ; |
16 εν ταις χερσιν σου οι καιροι μου ρυσαι με εκ χειρος εχθρων μου και εκ των καταδιωκοντων με | 16 in manibus tuis sortes meæ : eripe me de manu inimicorum meorum, et a persequentibus me. |
17 επιφανον το προσωπον σου επι τον δουλον σου σωσον με εν τω ελεει σου | 17 Illustra faciem tuam super servum tuum ; salvum me fac in misericordia tua. |
18 κυριε μη καταισχυνθειην οτι επεκαλεσαμην σε αισχυνθειησαν οι ασεβεις και καταχθειησαν εις αδου | 18 Domine, non confundar, quoniam invocavi te. Erubescant impii, et deducantur in infernum ; |
19 αλαλα γενηθητω τα χειλη τα δολια τα λαλουντα κατα του δικαιου ανομιαν εν υπερηφανια και εξουδενωσει | 19 muta fiant labia dolosa, quæ loquuntur adversus justum iniquitatem, in superbia, et in abusione. |
20 ως πολυ το πληθος της χρηστοτητος σου κυριε ης εκρυψας τοις φοβουμενοις σε εξειργασω τοις ελπιζουσιν επι σε εναντιον των υιων των ανθρωπων | 20 Quam magna multitudo dulcedinis tuæ, Domine, quam abscondisti timentibus te ; perfecisti eis qui sperant in te in conspectu filiorum hominum ! |
21 κατακρυψεις αυτους εν αποκρυφω του προσωπου σου απο ταραχης ανθρωπων σκεπασεις αυτους εν σκηνη απο αντιλογιας γλωσσων | 21 Abscondes eos in abscondito faciei tuæ a conturbatione hominum ; proteges eos in tabernaculo tuo, a contradictione linguarum. |
22 ευλογητος κυριος οτι εθαυμαστωσεν το ελεος αυτου εν πολει περιοχης | 22 Benedictus Dominus, quoniam mirificavit misericordiam suam mihi in civitate munita. |
23 εγω δε ειπα εν τη εκστασει μου απερριμμαι αρα απο προσωπου των οφθαλμων σου δια τουτο εισηκουσας της φωνης της δεησεως μου εν τω κεκραγεναι με προς σε | 23 Ego autem dixi in excessu mentis meæ : Projectus sum a facie oculorum tuorum : ideo exaudisti vocem orationis meæ, dum clamarem ad te. |
24 αγαπησατε τον κυριον παντες οι οσιοι αυτου οτι αληθειας εκζητει κυριος και ανταποδιδωσιν τοις περισσως ποιουσιν υπερηφανιαν | 24 Diligite Dominum, omnes sancti ejus, quoniam veritatem requiret Dominus, et retribuet abundanter facientibus superbiam. |
25 ανδριζεσθε και κραταιουσθω η καρδια υμων παντες οι ελπιζοντες επι κυριον | 25 Viriliter agite, et confortetur cor vestrum, omnes qui speratis in Domino. |