Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΕΣΔΡΑΣ Α´ - Esdra 1 - 1 Esdras 3


font
LXXBIBLES DES PEUPLES
1 και βασιλευς δαρειος εποιησεν δοχην μεγαλην πασιν τοις υπ' αυτον και πασιν τοις οικογενεσιν αυτου και πασιν τοις μεγιστασιν της μηδιας και της περσιδος1 Les Israélites étaient donc dans leurs villes, mais quand le septième mois arriva, le peuple se rassembla comme un seul homme, à Jérusalem.
2 και πασιν τοις σατραπαις και στρατηγοις και τοπαρχαις τοις υπ' αυτον απο της ινδικης μεχρι της αιθιοπιας εν ταις εκατον εικοσι επτα σατραπειαις2 Josué fils de Yosadak, ses frères prêtres, Zorobabel, fils de Chéaltiel, et ses frères, se mirent ensemble à rebâtir l’autel du Dieu d’Israël pour y offrir des holocaustes, comme il est écrit dans la loi de Moïse, l’homme de Dieu.
3 και εφαγοσαν και επιοσαν και εμπλησθεντες ανελυσαν ο δε δαρειος ο βασιλευς ανελυσεν εις τον κοιτωνα και εκοιμηθη και εξυπνος εγενετο3 On avait beau avoir peur des païens, on reconstruisit l’autel à son emplacement et l’on y offrit des holocaustes en l’honneur de Yahvé: l’holocauste du matin et celui du soir.
4 τοτε οι τρεις νεανισκοι οι σωματοφυλακες οι φυλασσοντες το σωμα του βασιλεως ειπαν ετερος προς τον ετερον4 On célébra la fête des Tentes comme il est écrit, avec le nombre d’holocaustes fixés pour chaque jour,
5 ειπωμεν εκαστος ημων ενα λογον ος υπερισχυσει και ου αν φανη το ρημα αυτου σοφωτερον του ετερου δωσει αυτω δαρειος ο βασιλευς δωρεας μεγαλας και επινικια μεγαλα5 puis, en plus de l’holocauste perpétuel, on offrit ceux qui étaient prévus pour les sabbats, les nouvelles lunes et toutes les fêtes en l’honneur de Yahvé; on y offrit encore les holocaustes que chacun en toute liberté voulait offrir à Yahvé.
6 και πορφυραν περιβαλεσθαι και εν χρυσωμασιν πινειν και επι χρυσω καθευδειν και αρμα χρυσοχαλινον και κιδαριν βυσσινην και μανιακην περι τον τραχηλον6 Ce fut le premier jour du septième mois que l’on commença à offrir des holocaustes à Yahvé, alors que les fondations du sanctuaire de Yahvé n’étaient pas encore posées.
7 και δευτερος καθιειται δαρειου δια την σοφιαν αυτου και συγγενης δαρειου κληθησεται7 On donna de l’argent aux tailleurs de pierre et aux charpentiers; des vivres, de la boisson et de l’huile aux gens de Sidon et de Tyr, pour qu’ils fassent venir du bois de cèdre. Ils devaient l’amener par mer depuis le Liban jusqu’à Jaffa, selon l’autorisation reçue de Cyrus, roi de Perse.
8 και τοτε γραψαντες εκαστος τον εαυτου λογον εσφραγισαντο και εθηκαν υπο το προσκεφαλαιον δαρειου του βασιλεως και ειπαν8 La deuxième année après leur arrivée au Temple de Dieu à Jérusalem, au deuxième mois, Zorobabel fils de Chéaltiel et Josué fils de Yosadak, le reste de leurs frères, les prêtres, les lévites et tous ceux qui étaient rentrés de captivité à Jérusalem commencèrent le travail. On chargea les lévites de 20 ans et plus, de diriger les travaux du Temple de Yahvé.
9 οταν εγερθη ο βασιλευς δωσουσιν αυτω το γραμμα και ον αν κρινη ο βασιλευς και οι τρεις μεγιστανες της περσιδος οτι ο λογος αυτου σοφωτερος αυτω δοθησεται το νικος καθως γεγραπται9 Josué, ses fils et ses frères, Kadmiel et ses fils, les fils de Hodavya, prirent tous ensemble la direction de ceux qui travaillaient dans le Temple de Dieu.
10 ο εις εγραψεν υπερισχυει ο οινος10 Lorsque les bâtisseurs posèrent les fondations du Temple de Yahvé, les prêtres en tunique avec leurs trompettes, les lévites fils d’Asaf avec leurs cymbales, se présentèrent pour célébrer Yahvé comme l’avait ordonné David, roi d’Israël.
11 ο ετερος εγραψεν υπερισχυει ο βασιλευς11 Ils entonnèrent ce chant, louant et célébrant Yahvé: “Car il est bon, car éternel est son amour pour Israël!” Tout le peuple poussait de grandes acclamations, il rendait grâce à Yahvé de ce qu’on posait les fondations du Temple de Yahvé.
12 ο τριτος εγραψεν υπερισχυουσιν αι γυναικες υπερ δε παντα νικα η αληθεια12 Beaucoup de personnes âgées, prêtres et lévites, chefs de familles qui avaient connu le premier Temple, pleuraient abondamment pendant qu’on posait sous leurs yeux les fondations, mais beaucoup d’autres laissaient éclater leurs joyeuses acclamations.
13 και οτε εξηγερθη ο βασιλευς λαβοντες το γραμμα εδωκαν αυτω και ανεγνω13 On ne pouvait plus distinguer le bruit des acclamations joyeuses et celui des pleurs du peuple; les acclamations étaient telles qu’on les entendait de loin.
14 και εξαποστειλας εκαλεσεν παντας τους μεγιστανας της περσιδος και της μηδιας και σατραπας και στρατηγους και τοπαρχας και υπατους και εκαθισεν εν τω χρηματιστηριω και ανεγνωσθη το γραμμα ενωπιον αυτων
15 και ειπεν καλεσατε τους νεανισκους και αυτοι δηλωσουσιν τους λογους αυτων και εκληθησαν και εισηλθοσαν
16 και ειπαν αυτοις απαγγειλατε ημιν περι των γεγραμμενων
17 και ηρξατο ο πρωτος ο ειπας περι της ισχυος του οινου και εφη ουτως
18 ανδρες πως υπερισχυει ο οινος παντας τους ανθρωπους τους πινοντας αυτον πλανα την διανοιαν
19 του τε βασιλεως και του ορφανου ποιει την διανοιαν μιαν την τε του οικετου και την του ελευθερου την τε του πενητος και την του πλουσιου
20 και πασαν διανοιαν μεταστρεφει εις ευωχιαν και ευφροσυνην και ου μεμνηται πασαν λυπην και παν οφειλημα
21 και πασας καρδιας ποιει πλουσιας και ου μεμνηται βασιλεα ουδε σατραπην και παντα δια ταλαντων ποιει λαλειν
22 και ου μεμνηται οταν πινωσιν φιλιαζειν φιλοις και αδελφοις και μετ' ου πολυ σπωνται μαχαιρας
23 και οταν απο του οινου γενηθωσιν ου μεμνηται α επραξαν
24 ω ανδρες ουχ υπερισχυει ο οινος οτι ουτως αναγκαζει ποιειν και εσιγησεν ουτως ειπας