Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 18


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενετο μεθ' ημερας πολλας και ρημα κυριου εγενετο προς ηλιου εν τω ενιαυτω τω τριτω λεγων πορευθητι και οφθητι τω αχααβ και δωσω υετον επι προσωπον της γης1 Hosszú idő múltán, a harmadik esztendőben szózatot intézett az Úr Illéshez, ezekkel a szavakkal: »Eredj, s mutasd meg magadat Áchábnak, hogy esőt adhassak a föld színére.«
2 και επορευθη ηλιου του οφθηναι τω αχααβ και η λιμος κραταια εν σαμαρεια2 Elment tehát Illés, hogy megmutassa magát Áchábnak. Szamariában már olyan nagy volt az éhség,
3 και εκαλεσεν αχααβ τον αβδιου τον οικονομον και αβδιου ην φοβουμενος τον κυριον σφοδρα3 hogy Ácháb elhívatta háza sáfárát, Abdiást – Abdiás igen félte az Urat,
4 και εγενετο εν τω τυπτειν την ιεζαβελ τους προφητας κυριου και ελαβεν αβδιου εκατον ανδρας προφητας και εκρυψεν αυτους κατα πεντηκοντα εν σπηλαιω και διετρεφεν αυτους εν αρτω και υδατι4 s amikor Jezabel megölette az Úr prófétáit, vett száz prófétát, s elrejtette őket ötvenenként egy-egy barlangba, s ellátta őket kenyérrel s vízzel –
5 και ειπεν αχααβ προς αβδιου δευρο και διελθωμεν επι την γην επι πηγας των υδατων και επι χειμαρρους εαν πως ευρωμεν βοτανην και περιποιησωμεθα ιππους και ημιονους και ουκ εξολοθρευθησονται απο των κτηνων5 és ezt mondta Ácháb Abdiásnak: »Menj el az országban minden vízforráshoz s minden patakhoz, hátha találunk füvet, s életben tarthatjuk a lovakat s az öszvéreket, s nem pusztul el mindenestül a jószág.«
6 και εμερισαν εαυτοις την οδον του διελθειν αυτην αχααβ επορευθη εν οδω μια μονος και αβδιου επορευθη εν οδω αλλη μονος6 Majd felosztották maguk között a bejárandó vidékeket: Ácháb ment az egyik irányban, Abdiás a másik irányban, külön-külön.
7 και ην αβδιου εν τη οδω μονος και ηλθεν ηλιου εις συναντησιν αυτου μονος και αβδιου εσπευσεν και επεσεν επι προσωπον αυτου και ειπεν ει συ ει αυτος κυριε μου ηλιου7 Útközben Abdiás egyszer csak találkozott Illéssel; amikor megismerte, arcra borult, és megkérdezte: »Te vagy-e az, uram, Illés?«
8 και ειπεν ηλιου αυτω εγω πορευου λεγε τω κυριω σου ιδου ηλιου8 Ő ezt felelte neki: »Én. Eredj, s mondd meg uradnak: ‘Itt van Illés.’«
9 και ειπεν αβδιου τι ημαρτηκα οτι διδως τον δουλον σου εις χειρα αχααβ του θανατωσαι με9 Erre ő így szólt: »Mit vétettem, hogy Ácháb kezébe adsz engem, szolgádat, hogy megöljön engem?
10 ζη κυριος ο θεος σου ει εστιν εθνος η βασιλεια ου ουκ απεσταλκεν ο κυριος μου ζητειν σε και ειπον ουκ εστιν και ενεπρησεν την βασιλειαν και τας χωρας αυτης οτι ουχ ευρηκεν σε10 Az Úrnak, a te Istenednek életére mondom, hogy nincs olyan nemzet vagy királyság, ahova ne küldött volna uram, hogy téged megkeressen, s amikor megannyi azt felelte: ‘Nincs itt’ – meg is esketett minden királyságot és nemzetet, hogy csakugyan nem találtak meg téged.
11 και νυν συ λεγεις πορευου αναγγελλε τω κυριω σου ιδου ηλιου11 S most te azt mondod nekem: ‘Eredj, s mondd uradnak: Itt van Illés!’
12 και εσται εαν εγω απελθω απο σου και πνευμα κυριου αρει σε εις γην ην ουκ οιδα και εισελευσομαι απαγγειλαι τω αχααβ και αποκτενει με και ο δουλος σου εστιν φοβουμενος τον κυριον εκ νεοτητος αυτου12 Ha távozásom után téged olyan helyre visz az Úr lelke, amelyet én nem tudok, s én bemegyek és értesítem Áchábot, s ő nem talál meg téged, akkor megölet engem: pedig szolgád féli az Urat gyermeksége óta.
13 η ουκ απηγγελη σοι τω κυριω μου οια πεποιηκα εν τω αποκτεινειν ιεζαβελ τους προφητας κυριου και εκρυψα απο των προφητων κυριου εκατον ανδρας ανα πεντηκοντα εν σπηλαιω και εθρεψα εν αρτοις και υδατι13 Nem beszélték-e el neked, uramnak, mit cselekedtem, amikor Jezabel megölette az Úr prófétáit, hogy elrejtettem az Úr prófétái közül száz embert, ötvenet-ötvenet egy-egy barlangba, s elláttam őket kenyérrel s vízzel?
14 και νυν συ λεγεις μοι πορευου λεγε τω κυριω σου ιδου ηλιου και αποκτενει με14 S te most azt mondod nekem: ‘Eredj, s mondd uradnak: Itt van Illés’ – hogy megöljön engem.«
15 και ειπεν ηλιου ζη κυριος των δυναμεων ω παρεστην ενωπιον αυτου οτι σημερον οφθησομαι αυτω15 Azt mondta erre Illés: »A Seregek Urának életére mondom, akinek színe előtt szolgálok, hogy még ma megjelenek előtte.«
16 και επορευθη αβδιου εις συναντην τω αχααβ και απηγγειλεν αυτω και εξεδραμεν αχααβ και επορευθη εις συναντησιν ηλιου16 Elment tehát Abdiás Ácháb elé és jelentette neki. Erre Ácháb elment Illés elé,
17 και εγενετο ως ειδεν αχααβ τον ηλιου και ειπεν αχααβ προς ηλιου ει συ ει αυτος ο διαστρεφων τον ισραηλ17 s amikor meglátta, azt mondta: »Te vagy-e az, te, aki bajba döntötted Izraelt?«
18 και ειπεν ηλιου ου διαστρεφω τον ισραηλ οτι αλλ' η συ και ο οικος του πατρος σου εν τω καταλιμπανειν υμας τον κυριον θεον υμων και επορευθης οπισω των βααλιμ18 Erre ő azt mondta: »Nem én döntöttem bajba Izraelt, hanem te s apád háza, akik elhagytátok az Úr parancsait s a Baálokat követtétek.
19 και νυν αποστειλον συναθροισον προς με παντα ισραηλ εις ορος το καρμηλιον και τους προφητας της αισχυνης τετρακοσιους και πεντηκοντα και τους προφητας των αλσων τετρακοσιους εσθιοντας τραπεζαν ιεζαβελ19 Nos, küldj csak el, s gyűjtsd egybe nekem egész Izraelt a Kármel hegyére, valamint Baál négyszázötven prófétáját s a berkek négyszáz prófétáját, akik Jezabel asztaláról esznek.«
20 και απεστειλεν αχααβ εις παντα ισραηλ και επισυνηγαγεν παντας τους προφητας εις ορος το καρμηλιον20 Ácháb elküldött Izrael valamennyi fiához, s egybegyűjtötte a prófétákat a Kármel hegyére.
21 και προσηγαγεν ηλιου προς παντας και ειπεν αυτοις ηλιου εως ποτε υμεις χωλανειτε επ' αμφοτεραις ταις ιγνυαις ει εστιν κυριος ο θεος πορευεσθε οπισω αυτου ει δε ο βααλ αυτος πορευεσθε οπισω αυτου και ουκ απεκριθη ο λαος λογον21 Ekkor Illés odalépett az egész nép elé és azt mondta: »Meddig sántikáltok kétfelé? Ha az Úr az Isten, kövessétek őt, ha pedig Baál, kövessétek azt.« A nép azonban egy szót sem felelt neki.
22 και ειπεν ηλιου προς τον λαον εγω υπολελειμμαι προφητης του κυριου μονωτατος και οι προφηται του βααλ τετρακοσιοι και πεντηκοντα ανδρες και οι προφηται του αλσους τετρακοσιοι22 Erre Illés azt mondta a népnek: »Én maradtam meg egyedül az Úr prófétái közül: Baál prófétái pedig négyszázötvenen vannak.
23 δοτωσαν ημιν δυο βοας και εκλεξασθωσαν εαυτοις τον ενα και μελισατωσαν και επιθετωσαν επι των ξυλων και πυρ μη επιθετωσαν και εγω ποιησω τον βουν τον αλλον και πυρ ου μη επιθω23 Adjatok nekünk két fiatal bikát, aztán ők válasszák ki maguknak az egyik bikát, s vágják darabokra, s tegyék a fára, de tüzet ne tegyenek alája: én pedig majd a másik bikát készítem el és teszem a fára, s tüzet szintén nem teszek alája.
24 και βοατε εν ονοματι θεων υμων και εγω επικαλεσομαι εν ονοματι κυριου του θεου μου και εσται ο θεος ος εαν επακουση εν πυρι ουτος θεος και απεκριθησαν πας ο λαος και ειπον καλον το ρημα ο ελαλησας24 Hívjátok segítségül isteneitek nevét, én meg majd segítségül hívom az én Uram nevét, s amelyik Isten tűz által meghallgat, az legyen az Isten.« Erre az egész nép azt felelte: »Helyes indítvány!«
25 και ειπεν ηλιου τοις προφηταις της αισχυνης εκλεξασθε εαυτοις τον μοσχον τον ενα και ποιησατε πρωτοι οτι πολλοι υμεις και επικαλεσασθε εν ονοματι θεου υμων και πυρ μη επιθητε25 Azt mondta tehát Illés Baál prófétáinak: »Válasszátok ki magatoknak az egyik bikát, s készítsétek el – elsőknek, mert ti vagytok többen –, s hívjátok segítségül isteneitek nevét, de tüzet ne tegyetek alája.«
26 και ελαβον τον μοσχον και εποιησαν και επεκαλουντο εν ονοματι του βααλ εκ πρωιθεν εως μεσημβριας και ειπον επακουσον ημων ο βααλ επακουσον ημων και ουκ ην φωνη και ουκ ην ακροασις και διετρεχον επι του θυσιαστηριου ου εποιησαν26 Miután ők átvették a bikát, amelyet nekik odaadott, elkészítették, s reggeltől délig hívogatták Baál nevét, s azt mondták: »Baál, hallgass meg minket.« De nem jött egy hang sem, s nem felelt senki sem, hiába ugrándoztak az oltár körül, amelyet készítettek.
27 και εγενετο μεσημβρια και εμυκτηρισεν αυτους ηλιου ο θεσβιτης και ειπεν επικαλεισθε εν φωνη μεγαλη οτι θεος εστιν οτι αδολεσχια αυτω εστιν και αμα μηποτε χρηματιζει αυτος η μηποτε καθευδει αυτος και εξαναστησεται27 Amikor aztán már délre járt, így gúnyolódott velük Illés: »Hangosabban kiáltsatok, hiszen isten ő!Talán éppen beszélget, vagy a fogadóban van, vagy úton, vagy bizony tán alszik, hadd ébredjen fel.«
28 και επεκαλουντο εν φωνη μεγαλη και κατετεμνοντο κατα τον εθισμον αυτων εν μαχαιραις και σειρομασταις εως εκχυσεως αιματος επ' αυτους28 Hangosabban kiáltoztak tehát és szokásuk szerint késekkel s tőrökkel vagdalták magukat, amíg el nem borította őket a vér.
29 και επροφητευον εως ου παρηλθεν το δειλινον και εγενετο ως ο καιρος του αναβηναι την θυσιαν και ουκ ην φωνη και ελαλησεν ηλιου ο θεσβιτης προς τους προφητας των προσοχθισματων λεγων μεταστητε απο του νυν και εγω ποιησω το ολοκαυτωμα μου και μετεστησαν και απηλθον29 Amikor aztán elmúlt a dél és prófétálásuk közben eljött az az idő, amikor az ételáldozatot szokták bemutatni, s nem hallatszott egy hang sem és nem felelt és nem hallgatta meg az imádkozókat senki sem,
30 και ειπεν ηλιου προς τον λαον προσαγαγετε προς με και προσηγαγεν πας ο λαος προς αυτον30 azt mondta Illés az egész népnek: »Gyertek hozzám.« Amikor aztán a nép eléje járult, helyreállította az Úr lerombolt oltárát –
31 και ελαβεν ηλιου δωδεκα λιθους κατ' αριθμον φυλων του ισραηλ ως ελαλησεν κυριος προς αυτον λεγων ισραηλ εσται το ονομα σου31 vett ugyanis tizenkét követ, Jákob fiai törzseinek száma szerint, akihez szólt az Úr szava: »Izrael legyen a neved,«
32 και ωκοδομησεν τους λιθους εν ονοματι κυριου και ιασατο το θυσιαστηριον το κατεσκαμμενον και εποιησεν θααλα χωρουσαν δυο μετρητας σπερματος κυκλοθεν του θυσιαστηριου32 és oltárt épített e kövekből az Úr nevében – s mintegy két barázda széles vízárkot készített az oltár köré,
33 και εστοιβασεν τας σχιδακας επι το θυσιαστηριον ο εποιησεν και εμελισεν το ολοκαυτωμα και επεθηκεν επι τας σχιδακας και εστοιβασεν επι το θυσιαστηριον33 aztán elrendezte a fát, földarabolta a bikát, rátette a fára
34 και ειπεν λαβετε μοι τεσσαρας υδριας υδατος και επιχεετε επι το ολοκαυτωμα και επι τας σχιδακας και εποιησαν ουτως και ειπεν δευτερωσατε και εδευτερωσαν και ειπεν τρισσωσατε και ετρισσευσαν34 és azt mondta: »Töltsetek meg négy vedret vízzel, s öntsétek rá az egészen elégetendő áldozatra, meg a fára.« Aztán ismét azt mondta: »Másodszor is tegyétek meg ezt.« Amikor másodszor is megtették, azt mondta: »Harmadszor is tegyétek meg ugyanezt.« Megtették harmadszor is,
35 και διεπορευετο το υδωρ κυκλω του θυσιαστηριου και την θααλα επλησαν υδατος35 úgyhogy folyt a víz az oltár körül, s az árok medre is megtelt.
36 και ανεβοησεν ηλιου εις τον ουρανον και ειπεν κυριε ο θεος αβρααμ και ισαακ και ισραηλ επακουσον μου κυριε επακουσον μου σημερον εν πυρι και γνωτωσαν πας ο λαος ουτος οτι συ ει κυριος ο θεος ισραηλ καγω δουλος σου και δια σε πεποιηκα τα εργα ταυτα36 Amikor aztán eljött az egészen elégő áldozat bemutatásának ideje, odalépett Illés próféta, s azt mondta: »Uram, Ábrahámnak, Izsáknak s Izraelnek Istene, mutasd meg ma, hogy te vagy Izrael Istene, meg hogy én a te szolgád vagyok és hogy a te parancsodra cselekedtem mindezt.
37 επακουσον μου κυριε επακουσον μου εν πυρι και γνωτω ο λαος ουτος οτι συ ει κυριος ο θεος και συ εστρεψας την καρδιαν του λαου τουτου οπισω37 Hallgass meg, Uram, hallgass meg engem, hogy megtanulja e nép, hogy te, az Úr, vagy az Isten, s hogy te térítetted vissza ismét szívüket.«
38 και επεσεν πυρ παρα κυριου εκ του ουρανου και κατεφαγεν το ολοκαυτωμα και τας σχιδακας και το υδωρ το εν τη θααλα και τους λιθους και τον χουν εξελιξεν το πυρ38 Ekkor lecsapott az Úr tüze, és megemésztette az egészen elégő áldozatot, meg a fát, a köveket és a port, s felitta a vizet, amely az árokban volt.
39 και επεσεν πας ο λαος επι προσωπον αυτων και ειπον αληθως κυριος εστιν ο θεος αυτος ο θεος39 Amikor látta ezt az egész nép, arcára borult, s azt mondta: »Az Úr az Isten, az Úr az Isten!«
40 και ειπεν ηλιου προς τον λαον συλλαβετε τους προφητας του βααλ μηθεις σωθητω εξ αυτων και συνελαβον αυτους και καταγει αυτους ηλιου εις τον χειμαρρουν κισων και εσφαξεν αυτους εκει40 Azt mondta erre nekik Illés: »Fogjátok meg Baál prófétáit, egy se szaladjon el közülük!« Miután megfogták őket, Illés levitte őket a Kíson patakhoz, s ott megölette őket.
41 και ειπεν ηλιου τω αχααβ αναβηθι και φαγε και πιε οτι φωνη των ποδων του υετου41 Majd azt mondta Illés Áchábnak: »Menj fel, egyél, s igyál, mert nagy eső zuhogása hallatszik.«
42 και ανεβη αχααβ του φαγειν και πιειν και ηλιου ανεβη επι τον καρμηλον και εκυψεν επι την γην και εθηκεν το προσωπον εαυτου ανα μεσον των γονατων εαυτου42 Fölment Ácháb, hogy egyen, s igyon, Illés pedig felment a Kármel csúcsára, lekuporodott a földre, arcát térdei közé tette,
43 και ειπεν τω παιδαριω αυτου αναβηθι και επιβλεψον οδον της θαλασσης και επεβλεψεν το παιδαριον και ειπεν ουκ εστιν ουθεν και ειπεν ηλιου και συ επιστρεψον επτακι και επεστρεψεν το παιδαριον επτακι43 s azt mondta legényének: »Menj fel, s nézz a tenger felé.« Ez, miután felment és arrafelé tekintett, azt mondta: »Nincs semmi sem.« Erre ő ismét szólt neki: »Menj vissza, hétszer.«
44 και εγενετο εν τω εβδομω και ιδου νεφελη μικρα ως ιχνος ανδρος αναγουσα υδωρ και ειπεν αναβηθι και ειπον τω αχααβ ζευξον το αρμα σου και καταβηθι μη καταλαβη σε ο υετος44 Hetedik alkalommal aztán íme, egy kis felhőcske szállt fel a tengerből, akkora, mint az ember lábnyoma. Erre ő így szólt: »Eredj fel és mondd Áchábnak: Fogass be szekeredbe, s menj le, hogy meg ne akadályozzon az eső.«
45 και εγενετο εως ωδε και ωδε και ο ουρανος συνεσκοτασεν νεφελαις και πνευματι και εγενετο υετος μεγας και εκλαιεν και επορευετο αχααβ εις ιεζραελ45 Alighogy egyet-kettőt fordult, íme, elsötétedett az ég, s felhő, szél és hatalmas eső támadt. Felült tehát Ácháb és elment Jezreelbe,
46 και χειρ κυριου επι τον ηλιου και συνεσφιγξεν την οσφυν αυτου και ετρεχεν εμπροσθεν αχααβ εως ιεζραελ46 Illést pedig megszállta az Úr ereje, s ő felövezte derekát, s futott Ácháb előtt, amíg Jezreelbe nem ért.