Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 13


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ιδου ανθρωπος του θεου εξ ιουδα παρεγενετο εν λογω κυριου εις βαιθηλ και ιεροβοαμ ειστηκει επι το θυσιαστηριον του επιθυσαι1 Ekkor íme, az Úr parancsára Bételbe jött az Isten egyik embere, amikor Jeroboám éppen az oltáron állt és tömjénezett,
2 και επεκαλεσεν προς το θυσιαστηριον εν λογω κυριου και ειπεν θυσιαστηριον θυσιαστηριον ταδε λεγει κυριος ιδου υιος τικτεται τω οικω δαυιδ ιωσιας ονομα αυτω και θυσει επι σε τους ιερεις των υψηλων τους επιθυοντας επι σε και οστα ανθρωπων καυσει επι σε2 s kiáltott az oltár ellen az Úr parancsára, s azt mondta: »Oltár, oltár, ezt üzeni az Úr: íme, születni fog Dávid házából egy fiú, akinek Jozija lesz a neve, s az fel fogja áldozni rajtad a magaslatok papjait, akik most tömjént gyújtanak rajtad, s embercsontokat fog égetni rajtad.«
3 και εδωκεν εν τη ημερα εκεινη τερας λεγων τουτο το ρημα ο ελαλησεν κυριος λεγων ιδου το θυσιαστηριον ρηγνυται και εκχυθησεται η πιοτης η επ' αυτω3 Jelt is adott nekik azon a napon, így szólva: »Ez lesz a jele annak, hogy az Úr szólt: Íme, meghasad az oltár, s kiömlik a rajta levő hamu.«
4 και εγενετο ως ηκουσεν ο βασιλευς ιεροβοαμ των λογων του ανθρωπου του θεου του επικαλεσαμενου επι το θυσιαστηριον το εν βαιθηλ και εξετεινεν ο βασιλευς την χειρα αυτου απο του θυσιαστηριου λεγων συλλαβετε αυτον και ιδου εξηρανθη η χειρ αυτου ην εξετεινεν επ' αυτον και ουκ ηδυνηθη επιστρεψαι αυτην προς εαυτον4 Amikor a király meghallotta az Isten emberének beszédét, amelyet a bételi oltár ellen kiáltott, kinyújtotta kezét az oltárról és azt mondta: »Fogjátok meg őt!« Erre elszáradt keze, amelyet ellene kinyújtott – úgyhogy nem tudta visszahúzni magához
5 και το θυσιαστηριον ερραγη και εξεχυθη η πιοτης απο του θυσιαστηριου κατα το τερας ο εδωκεν ο ανθρωπος του θεου εν λογω κυριου5 és meghasadt az oltár és kiömlött a hamu az oltárról, azon jel szerint, amelyet az Isten embere az Úr parancsára megjövendölt.
6 και ειπεν ο βασιλευς ιεροβοαμ τω ανθρωπω του θεου δεηθητι του προσωπου κυριου του θεου σου και επιστρεψατω η χειρ μου προς με και εδεηθη ο ανθρωπος του θεου του προσωπου κυριου και επεστρεψεν την χειρα του βασιλεως προς αυτον και εγενετο καθως το προτερον6 Azt mondta ekkor a király az Isten emberének: »Könyörögj az Úrhoz, a te Istenedhez, s imádkozz értem, hogy helyreálljon kezem.« Imádkozott erre az Isten embere az Úrhoz, s a király keze visszatért hozzá, s olyan lett, mint azelőtt volt.
7 και ελαλησεν ο βασιλευς προς τον ανθρωπον του θεου εισελθε μετ' εμου εις οικον και αριστησον και δωσω σοι δομα7 Szólt ekkor a király az Isten emberéhez: »Gyere haza velem, s egyél, s megajándékozlak téged.«
8 και ειπεν ο ανθρωπος του θεου προς τον βασιλεα εαν μοι δως το ημισυ του οικου σου ουκ εισελευσομαι μετα σου ουδε μη φαγω αρτον ουδε μη πιω υδωρ εν τω τοπω τουτω8 Az Isten embere erre azt felelte a királynak: »Ha házad felét adod is nekem, akkor sem megyek el veled, s nem eszem kenyeret, s nem iszom vizet ezen a helyen:
9 οτι ουτως ενετειλατο μοι εν λογω κυριος λεγων μη φαγης αρτον και μη πιης υδωρ και μη επιστρεψης εν τη οδω η επορευθης εν αυτη9 mert így hagyta meg nekem az Úr szava, aki azt parancsolta: ‘Ne egyél kenyeret, s ne igyál vizet, s ne azon az úton térj vissza, amelyiken jöttél.’«
10 και απηλθεν εν οδω αλλη και ουκ ανεστρεψεν εν τη οδω η ηλθεν εν αυτη εις βαιθηλ10 Más úton ment el tehát, s nem azon az úton tért vissza, amelyiken Bételbe ment.
11 και προφητης εις πρεσβυτης κατωκει εν βαιθηλ και ερχονται οι υιοι αυτου και διηγησαντο αυτω απαντα τα εργα α εποιησεν ο ανθρωπος του θεου εν τη ημερα εκεινη εν βαιθηλ και τους λογους ους ελαλησεν τω βασιλει και επεστρεψαν το προσωπον του πατρος αυτων11 Lakott azonban Bételben egy öreg próféta. Ehhez elmentek fiai, s elbeszélték neki mindazokat a cselekedeteket, amelyiket az Isten embere azon a napon Bételben művelt, s elbeszélték apjuknak a szavakat, amelyeket a királynak mondott.
12 και ελαλησεν προς αυτους ο πατηρ αυτων λεγων ποια οδω πεπορευται και δεικνυουσιν αυτω οι υιοι αυτου την οδον εν η ανηλθεν ο ανθρωπος του θεου ο ελθων εξ ιουδα12 Azt mondta ekkor nekik apjuk: »Melyik úton ment el?« Megmutatták neki fiai az utat, amelyen elment Istennek az az embere, aki Júdából jött.
13 και ειπεν τοις υιοις αυτου επισαξατε μοι τον ονον και επεσαξαν αυτω τον ονον και επεβη επ' αυτον13 Azt mondta erre fiainak: »Nyergeljétek meg nekem a szamarat.« Miután azok megnyergelték, ráült,
14 και επορευθη κατοπισθεν του ανθρωπου του θεου και ευρεν αυτον καθημενον υπο δρυν και ειπεν αυτω ει συ ει ο ανθρωπος του θεου ο εληλυθως εξ ιουδα και ειπεν αυτω εγω14 s elment az Isten embere után. Meg is találta, amint éppen a terebintfa alatt üldögélt és azt mondta neki: »Te vagy-e Istennek az az embere, aki Júdából jöttél?« Az azt felelte: »Én.«
15 και ειπεν αυτω δευρο μετ' εμου και φαγε αρτον15 Azt mondta erre neki: »Gyere velem haza, s egyél kenyeret.«
16 και ειπεν ου μη δυνωμαι του επιστρεψαι μετα σου ουδε μη φαγομαι αρτον ουδε πιομαι υδωρ εν τω τοπω τουτω16 Az ezt mondta: »Nem térhetek vissza, s nem mehetek el veled, s nem eszem kenyeret, s nem iszom vizet ezen a helyen,
17 οτι ουτως εντεταλται μοι εν λογω κυριος λεγων μη φαγης αρτον εκει και μη πιης υδωρ εκει και μη επιστρεψης εν τη οδω η επορευθης εν αυτη17 mert meghagyta nekem az Úr az ő szavával: ‘Ne egyél kenyeret, s ne igyál vizet ott, s ne azon az úton térj vissza, amelyiken oda mégy.’«
18 και ειπεν προς αυτον καγω προφητης ειμι καθως συ και αγγελος λελαληκεν προς με εν ρηματι κυριου λεγων επιστρεψον αυτον προς σεαυτον εις τον οικον σου και φαγετω αρτον και πιετω υδωρ και εψευσατο αυτω18 Ő azt mondta neki: »Magam is próféta vagyok, éppen úgy, mint te, s egy angyal az Úr parancsából meghagyta nekem, s azt mondta: ‘Vidd vissza őt magaddal házadba, hogy egyen kenyeret és igyon vizet.’« Rászedte őt,
19 και επεστρεψεν αυτον και εφαγεν αρτον και επιεν υδωρ εν τω οικω αυτου19 s visszavitte magával: evett tehát kenyeret és ivott vizet házában.
20 και εγενετο αυτων καθημενων επι της τραπεζης και εγενετο λογος κυριου προς τον προφητην τον επιστρεψαντα αυτον20 Miközben azonban az asztalnál ültek, az Úr szózatot intézett ahhoz a prófétához, aki őt visszavitte.
21 και ειπεν προς τον ανθρωπον του θεου τον ηκοντα εξ ιουδα λεγων ταδε λεγει κυριος ανθ' ων παρεπικρανας το ρημα κυριου και ουκ εφυλαξας την εντολην ην ενετειλατο σοι κυριος ο θεος σου21 Erre ő rákiáltott Istennek arra az emberére, aki Júdából jött: »Ezt üzeni az Úr: Mivel nem engedelmeskedtél az Úr szájának, s nem tartottad meg azt a parancsot, amelyet az Úr, a te Istened neked meghagyott,
22 και επεστρεψας και εφαγες αρτον και επιες υδωρ εν τω τοπω τουτω ω ελαλησεν προς σε λεγων μη φαγης αρτον και μη πιης υδωρ ου μη εισελθη το σωμα σου εις τον ταφον των πατερων σου22 s visszatértél, s ettél kenyeret és ittál vizet azon a helyen, amely felől megparancsoltam neked, hogy ott ne egyél kenyeret, s ne igyál vizet: nem kerül tetemed atyáid sírjába.«
23 και εγενετο μετα το φαγειν αρτον και πιειν υδωρ και επεσαξεν αυτω τον ονον και επεστρεψεν23 Amikor aztán evett és ivott, megnyergeltette szamarát a próféta számára, akit visszahozott.
24 και απηλθεν και ευρεν αυτον λεων εν τη οδω και εθανατωσεν αυτον και ην το σωμα αυτου ερριμμενον εν τη οδω και ο ονος ειστηκει παρ' αυτο και ο λεων ειστηκει παρα το σωμα24 Miután az elment, az úton rátalált egy oroszlán, s megölte; teste ott hevert az úton, s mellette állt a szamár, s a holttest mellett állt az oroszlán is.
25 και ιδου ανδρες παραπορευομενοι και ειδον το θνησιμαιον ερριμμενον εν τη οδω και ο λεων ειστηκει εχομενα του θνησιμαιου και εισηλθον και ελαλησαν εν τη πολει ου ο προφητης ο πρεσβυτης κατωκει εν αυτη25 Éppen akkor emberek mentek arrafelé, s meglátták az úton heverő holttestet s a holttest mellett álló oroszlánt és elmentek, s elbeszélték a városban, amelyben az az öreg próféta lakott.
26 και ηκουσεν ο επιστρεψας αυτον εκ της οδου και ειπεν ο ανθρωπος του θεου ουτος εστιν ος παρεπικρανε το ρημα κυριου26 Amikor meghallotta ezt az a próféta, aki visszatérítette őt az útról, így szólt: »Istennek az az embere az, aki nem engedelmeskedett az Úr szájának: az Úr kiszolgáltatta az oroszlánnak, s az összetörte, s megölte az Úrnak azon szava szerint, amelyet hozzá intézett.«
27 -27 Majd azt mondta fiainak: »Nyergeljétek meg nekem a szamarat.« Miután azok megnyergelték,
28 και επορευθη και ευρεν το σωμα αυτου ερριμμενον εν τη οδω και ο ονος και ο λεων ειστηκεισαν παρα το σωμα και ουκ εφαγεν ο λεων το σωμα του ανθρωπου του θεου και ου συνετριψεν τον ονον28 ő elment, s megtalálta az úton heverő holttestet s a holttest mellett álló szamarat és oroszlánt; az oroszlán nem evett a holttestből, s nem bántotta a szamarat sem.
29 και ηρεν ο προφητης το σωμα του ανθρωπου του θεου και επεθηκεν αυτο επι τον ονον και επεστρεψεν αυτον εις την πολιν ο προφητης του θαψαι αυτον29 Erre a próféta felvette Isten emberének holttestét, feltette a szamárra és visszatért, s bevitte az öreg próféta városába, hogy elsirassa.
30 εν τω ταφω εαυτου και εκοψαντο αυτον ουαι αδελφε30 Le is tette holttestét a saját sírjába és elsiratták: »Jaj, jaj, testvérem!«
31 και εγενετο μετα το κοψασθαι αυτον και ειπεν τοις υιοις αυτου λεγων εαν αποθανω θαψατε με εν τω ταφω τουτω ου ο ανθρωπος του θεου τεθαπται εν αυτω παρα τα οστα αυτου θετε με ινα σωθωσι τα οστα μου μετα των οστων αυτου31 Amikor aztán elsiratták, azt mondta fiainak: »Ha majd meghalok, temessetek abba a sírba, amelybe az Isten emberét temették; az ő csontjai mellé tegyétek csontjaimat,
32 οτι γινομενον εσται το ρημα ο ελαλησεν εν λογω κυριου επι του θυσιαστηριου του εν βαιθηλ και επι τους οικους τους υψηλους τους εν σαμαρεια32 mert bizonnyal be fog következni az a dolog, amelyet az Úr parancsára a bételi oltár ellen s a Szamaria városaiban levő valamennyi magaslati templom ellen jövendölt.«
33 και μετα το ρημα τουτο ουκ επεστρεψεν ιεροβοαμ απο της κακιας αυτου και επεστρεψεν και εποιησεν εκ μερους του λαου ιερεις υψηλων ο βουλομενος επληρου την χειρα αυτου και εγινετο ιερευς εις τα υψηλα33 Jeroboám azonban ezen dolgok után sem fordult vissza nagyon gonosz útjáról, sőt ellenkezőleg, papokat rendelt a magaslatokra a köznépből: aki csak akarta, felavattatta kezét, s a magaslatok papjává lett.
34 και εγενετο το ρημα τουτο εις αμαρτιαν τω οικω ιεροβοαμ και εις ολεθρον και εις αφανισμον απο προσωπου της γης34 Ez lett az oka annak, hogy Jeroboám háza vétket vont magára, s összedűlt és elpusztult a föld színéről.