Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 3


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενετο ο πολεμος επι πολυ ανα μεσον του οικου σαουλ και ανα μεσον του οικου δαυιδ και ο οικος δαυιδ επορευετο και εκραταιουτο και ο οικος σαουλ επορευετο και ησθενει1 Hosszú háborúság lett aztán Saul háza és Dávid háza között, de Dávid egyre gyarapodott és erősödött, Saul háza pedig napról-napra gyengült.
2 και ετεχθησαν τω δαυιδ υιοι εν χεβρων και ην ο πρωτοτοκος αυτου αμνων της αχινοομ της ιεζραηλιτιδος2 Dávidnak a következő fiai születtek Hebronban: elsőszülötte Ámnon volt, a jezreeli Ahinoámtól;
3 και ο δευτερος αυτου δαλουια της αβιγαιας της καρμηλιας και ο τριτος αβεσσαλωμ υιος μααχα θυγατρος θολμι βασιλεως γεσιρ3 utána Keleáb, Abigailtól, a kármeli Nábál volt feleségétől; a harmadik Absalom, Maákának, Talmáj, gessúri király lányának fia;
4 και ο τεταρτος ορνια υιος φεγγιθ και ο πεμπτος σαβατια της αβιταλ4 a negyedik Adoniás, Haggit fia; az ötödik Safárja, Abitál fia;
5 και ο εκτος ιεθερααμ της αιγλα γυναικος δαυιδ ουτοι ετεχθησαν τω δαυιδ εν χεβρων5 a hatodik Jetraám, Eglától, Dávid feleségétől. Ezek születtek Dávidnak Hebronban.
6 και εγενετο εν τω ειναι τον πολεμον ανα μεσον του οικου σαουλ και ανα μεσον του οικου δαυιδ και αβεννηρ ην κρατων του οικου σαουλ6 Tehát, amíg folyt a harc Saul háza és Dávid háza között, Ábner, Nér fia vezette Saul házát.
7 και τω σαουλ παλλακη ρεσφα θυγατηρ ιαλ και ειπεν μεμφιβοσθε υιος σαουλ προς αβεννηρ τι οτι εισηλθες προς την παλλακην του πατρος μου7 Volt azonban Saulnak egy mellékfelesége, név szerint Reszfa, Ája lánya. Azt mondta egyszer Isbaál Ábnernek:
8 και εθυμωθη σφοδρα αβεννηρ περι του λογου μεμφιβοσθε και ειπεν αβεννηρ προς αυτον μη κεφαλη κυνος εγω ειμι εποιησα ελεος σημερον μετα του οικου σαουλ του πατρος σου και περι αδελφων και γνωριμων και ουκ ηυτομολησα εις τον οικον δαυιδ και επιζητεις επ' εμε υπερ αδικιας γυναικος σημερον8 »Miért mentél be apám mellékfeleségéhez?« Erre ő nagyon megharagudott Isbaál szavaiért, és azt mondta: »Hát Júda felé fordult kutyafej vagyok-e én ma, én, aki irgalmasságot cselekedtem apád, Saul házával, testvéreivel és hozzátartozóival, s nem adtalak Dávid kezébe? S te ma belém kötsz, s megdorgálsz azért az asszonyért?
9 ταδε ποιησαι ο θεος τω αβεννηρ και ταδε προσθειη αυτω οτι καθως ωμοσεν κυριος τω δαυιδ οτι ουτως ποιησω αυτω εν τη ημερα ταυτη9 Büntesse Isten Ábnert most és mindenkor, ha úgy nem teszek Dáviddal, amint az Úr megesküdött Dávidnak:
10 περιελειν την βασιλειαν απο του οικου σαουλ και του αναστησαι τον θρονον δαυιδ επι ισραηλ και επι τον ιουδαν απο δαν εως βηρσαβεε10 ‘Elveszem a királyságot Saul házától, s Dávid trónját állítom Izrael és Júda fölé, Dántól Beersebáig.’«
11 και ουκ ηδυνασθη ετι μεμφιβοσθε αποκριθηναι τω αβεννηρ ρημα απο του φοβεισθαι αυτον11 Ő erre semmit sem mert felelni neki, mivel félt tőle.
12 και απεστειλεν αβεννηρ αγγελους προς δαυιδ εις θαιλαμ ου ην παραχρημα λεγων διαθου διαθηκην σου μετ' εμου και ιδου η χειρ μου μετα σου του επιστρεψαι προς σε παντα τον οικον ισραηλ12 Ábner csakugyan követeket küldött maga helyett Dávidhoz, hogy mondják: »kié ez az ország«, és hogy mondják: »köss velem barátságot, s veled lesz a kezem, s hozzád térítem egész Izraelt.«
13 και ειπεν δαυιδ εγω καλως διαθησομαι προς σε διαθηκην πλην λογον ενα εγω αιτουμαι παρα σου λεγων ουκ οψει το προσωπον μου εαν μη αγαγης την μελχολ θυγατερα σαουλ παραγινομενου σου ιδειν το προσωπον μου13 Ő azt mondta: »Jó, barátságot kötök veled, de egy dolgot megkövetelek tőled; azt mondom: Ne kerülj a színem elé, amíg el nem hozod Míkolt, Saul lányát: úgy jöjj, és úgy kerülj elém.«
14 και εξαπεστειλεν δαυιδ προς μεμφιβοσθε υιον σαουλ αγγελους λεγων αποδος μοι την γυναικα μου την μελχολ ην ελαβον εν εκατον ακροβυστιαις αλλοφυλων14 Majd követeket küldött Dávid Isbaálhoz, Saul fiához is, és ezt üzente: »Add vissza feleségemet, Míkolt, akit száz filiszteus előbőre árán jegyeztem el magamnak.«
15 και απεστειλεν μεμφιβοσθε και ελαβεν αυτην παρα του ανδρος αυτης παρα φαλτιηλ υιου σελλης15 Isbaál el is küldött érte, és elvetette őt a férjétől, Fáltieltől, Lais fiától.
16 και επορευετο ο ανηρ αυτης μετ' αυτης κλαιων οπισω αυτης εως βαρακιμ και ειπεν προς αυτον αβεννηρ πορευου αναστρεφε και ανεστρεψεν16 Férje ugyan siránkozva követte őt egész Bahurimig, de Ábner rászólt: »Eredj, térj vissza«, s akkor visszatért.
17 και ειπεν αβεννηρ προς τους πρεσβυτερους ισραηλ λεγων εχθες και τριτην εζητειτε τον δαυιδ βασιλευειν εφ' υμων17 Ábner aztán beszédet intézett Izrael véneihez, s ezeket mondta: »Tegnap is, tegnapelőtt is azt kívántátok, hogy Dávid uralkodjék rajtatok.
18 και νυν ποιησατε οτι κυριος ελαλησεν περι δαυιδ λεγων εν χειρι του δουλου μου δαυιδ σωσω τον ισραηλ εκ χειρος αλλοφυλων και εκ χειρος παντων των εχθρων αυτων18 Most tehát cselekedjetek, mert az Úr így szólt Dávidhoz: ‘Szolgámnak, Dávidnak a keze által mentem meg népemet, Izraelt, a filiszteusok és minden ellensége kezéből.’«
19 και ελαλησεν αβεννηρ εν τοις ωσιν βενιαμιν και επορευθη αβεννηρ του λαλησαι εις τα ωτα του δαυιδ εις χεβρων παντα οσα ηρεσεν εν οφθαλμοις ισραηλ και εν οφθαλμοις παντος οικου βενιαμιν19 Ugyanígy szólt Ábner a benjaminitákhoz is. Aztán elment, hogy közölje Hebronban Dáviddal mindazt, amit Izrael s egész Benjamin határozott.
20 και ηλθεν αβεννηρ προς δαυιδ εις χεβρων και μετ' αυτου εικοσι ανδρες και εποιησεν δαυιδ τω αβεννηρ και τοις ανδρασιν τοις μετ' αυτου ποτον20 El is jutott Dávidhoz Hebronba húsz emberrel, s Dávid lakomát szerzett Ábnernek s embereinek, akik vele jöttek.
21 και ειπεν αβεννηρ προς δαυιδ αναστησομαι δη και πορευσομαι και συναθροισω προς κυριον μου τον βασιλεα παντα ισραηλ και διαθησομαι μετα σου διαθηκην και βασιλευσεις επι πασιν οις επιθυμει η ψυχη σου και απεστειλεν δαυιδ τον αβεννηρ και επορευθη εν ειρηνη21 Aztán azt mondta Ábner Dávidnak: »Hadd menjek el, hogy egybegyűjtsem eléd, uram-királyom elé, egész Izraelt és szövetséget kössek veled, s uralkodj mindeneken, miként lelked kívánja.« Amikor aztán Dávid elkísérte Ábnert, s az békességgel elment,
22 και ιδου οι παιδες δαυιδ και ιωαβ παρεγινοντο εκ της εξοδιας και σκυλα πολλα εφερον μετ' αυτων και αβεννηρ ουκ ην μετα δαυιδ εις χεβρων οτι απεσταλκει αυτον και απεληλυθει εν ειρηνη22 legott megjöttek Joábbal Dávid legényei, akik megverték a portyázókat, s igen nagy zsákmányt hoztak. Ábner ekkor már nem volt Dávidnál Hebronban, mert az elbocsátotta, és ő békében elment.
23 και ιωαβ και πασα η στρατια αυτου ηχθησαν και απηγγελη τω ιωαβ λεγοντες ηκει αβεννηρ υιος νηρ προς δαυιδ και απεσταλκεν αυτον και απηλθεν εν ειρηνη23 Joáb és az egész sereg, amely vele volt, csak azután érkezett. Elbeszélték azonban Joábnak: »Eljött Ábner, Nér fia a királyhoz. Az elbocsátotta, és ő békében elment.«
24 και εισηλθεν ιωαβ προς τον βασιλεα και ειπεν τι τουτο εποιησας ιδου ηλθεν αβεννηρ προς σε και ινα τι εξαπεσταλκας αυτον και απεληλυθεν εν ειρηνη24 Bement erre Joáb a királyhoz és azt mondta: »Mit műveltél? Íme, Ábner idejött hozzád, miért engedted tehát elmenni és távozni?
25 η ουκ οιδας την κακιαν αβεννηρ υιου νηρ οτι απατησαι σε παρεγενετο και γνωναι την εξοδον σου και την εισοδον σου και γνωναι απαντα οσα συ ποιεις25 Nem ismered-e Ábnert, Nér fiát? Hiszen csak azért jött hozzád, hogy megcsaljon, s tudja, mit teszel-veszel, s tudomása legyen mindenről, amit cselekszel.«
26 και ανεστρεψεν ιωαβ απο του δαυιδ και απεστειλεν αγγελους οπισω αβεννηρ και επιστρεφουσιν αυτον απο του φρεατος του σειραμ και δαυιδ ουκ ηδει26 Amikor aztán Joáb kiment Dávidtól, követeket küldött Ábner után, s visszahozatta őt Szír vízvermétől, anélkül azonban, hogy Dávid tudta volna.
27 και επεστρεψεν αβεννηρ εις χεβρων και εξεκλινεν αυτον ιωαβ εκ πλαγιων της πυλης λαλησαι προς αυτον ενεδρευων και επαταξεν αυτον εκει επι την ψοαν και απεθανεν εν τω αιματι ασαηλ του αδελφου ιωαβ27 Amikor aztán Ábner visszatért Hebronba, Joáb álnokul félrevitte őt a kapuközbe, mintha beszélni akarna vele: s ott, bosszúból Aszaélnek, a fivérének a véréért, úgy lágyékon sújtotta, hogy meghalt.
28 και ηκουσεν δαυιδ μετα ταυτα και ειπεν αθωος ειμι εγω και η βασιλεια μου απο κυριου εως αιωνος απο των αιματων αβεννηρ υιου νηρ28 Amikor Dávid a már megtörtént dolgot meghallotta, azt mondta: »Ártatlan vagyok én és országom az Úr előtt mindörökké Ábnernek, Nér fiának vérétől.
29 καταντησατωσαν επι κεφαλην ιωαβ και επι παντα τον οικον του πατρος αυτου και μη εκλιποι εκ του οικου ιωαβ γονορρυης και λεπρος και κρατων σκυταλης και πιπτων εν ρομφαια και ελασσουμενος αρτοις29 Szálljon az Joáb fejére és apja egész házára, s ne fogyjon ki Joáb házából a folyásban szenvedő, a leprás, a mankóval járó, a kard alatt elhulló, a kenyérben szűkölködő!«
30 ιωαβ δε και αβεσσα ο αδελφος αυτου διεπαρετηρουντο τον αβεννηρ ανθ' ων εθανατωσεν τον ασαηλ τον αδελφον αυτων εν γαβαων εν τω πολεμω30 Így ölte meg Joáb és Abisáj, a fivére, Ábnert, azért, mert megölte Aszaélt, a fivérüket Gibeonban, a harcban.
31 και ειπεν δαυιδ προς ιωαβ και προς παντα τον λαον τον μετ' αυτου διαρρηξατε τα ιματια υμων και περιζωσασθε σακκους και κοπτεσθε εμπροσθεν αβεννηρ και ο βασιλευς δαυιδ επορευετο οπισω της κλινης31 Majd azt mondta Dávid Joábnak és az egész vele levő népnek: »Szaggassátok meg ruháitokat, övezzétek fel magatokat zsákkal és jajveszékeljetek Ábner temetési menetének élén.« Dávid király maga a halotti kerevet után haladt,
32 και θαπτουσιν τον αβεννηρ εις χεβρων και ηρεν ο βασιλευς την φωνην αυτου και εκλαυσεν επι του ταφου αυτου και εκλαυσεν πας ο λαος επι αβεννηρ32 s amikor eltemették Ábnert Hebronban, Dávid király hangos sírásra fakadt Ábner sírja felett és sírt az egész nép is.
33 και εθρηνησεν ο βασιλευς επι αβεννηρ και ειπεν ει κατα τον θανατον ναβαλ αποθανειται αβεννηρ33 Majd gyászdalra zendített a király, és gyászolva Ábnert, azt mondta: »Nem úgy halt meg Ábner, mint a gyávák szoktak halni,
34 αι χειρες σου ουκ εδεθησαν οι ποδες σου ουκ εν πεδαις ου προσηγαγεν ως ναβαλ ενωπιον υιων αδικιας επεσας και συνηχθη πας ο λαος του κλαυσαι αυτον34 kezedet nem kötötték össze, lábadat béklyó nem terhelte, hanem miként álnok emberek által szoktak elesni, úgy estél el te!« Felzokogott erre az egész nép és még inkább siratta.
35 και ηλθεν πας ο λαος περιδειπνησαι τον δαυιδ αρτοις ετι ουσης ημερας και ωμοσεν δαυιδ λεγων ταδε ποιησαι μοι ο θεος και ταδε προσθειη οτι εαν μη δυη ο ηλιος ου μη γευσωμαι αρτου η απο παντος τινος35 Mindazonáltal még fényes nappal eljött az egész sokaság, hogy eledelt vegyen magához Dáviddal. Ám Dávid megesküdött, és azt mondta: »Büntessen engem az Úr most és mindenkor, ha naplemente előtt kenyeret vagy valami mást ízlelek.«
36 και εγνω πας ο λαος και ηρεσεν ενωπιον αυτων παντα οσα εποιησεν ο βασιλευς ενωπιον του λαου36 Tudomásul vette ezt az egész nép, és tetszett nekik mindaz, amit a király az egész nép előtt cselekedett,
37 και εγνω πας ο λαος και πας ισραηλ εν τη ημερα εκεινη οτι ουκ εγενετο παρα του βασιλεως θανατωσαι τον αβεννηρ υιον νηρ37 és meggyőződött az egész nép és egész Izrael azon a napon, hogy nem a király intézkedésére ölték meg Ábnert, Nér fiát.
38 και ειπεν ο βασιλευς προς τους παιδας αυτου ουκ οιδατε οτι ηγουμενος μεγας πεπτωκεν εν τη ημερα ταυτη εν τω ισραηλ38 Sőt, a király azt mondta szolgáinak: »Nem tudjátok-e, hogy vezér és nagy ember esett el ma Izraelben?
39 και οτι εγω ειμι σημερον συγγενης και καθεσταμενος υπο βασιλεως οι δε ανδρες ουτοι υιοι σαρουιας σκληροτεροι μου εισιν ανταποδω κυριος τω ποιουντι πονηρα κατα την κακιαν αυτου39 Én azonban még gyenge vagyok, csak most kentek királlyá, azok az emberek pedig, azaz Száruja fiai hatalmasabbak nálam. Ezért az Úr fizessen meg a gonosztevőnek gonoszsága szerint.«