Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 21


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενετο λιμος εν ταις ημεραις δαυιδ τρια ετη ενιαυτος εχομενος ενιαυτου και εζητησεν δαυιδ το προσωπον του κυριου και ειπεν κυριος επι σαουλ και επι τον οικον αυτου αδικια δια το αυτον θανατω αιματων περι ου εθανατωσεν τους γαβαωνιτας1 Éhínség is volt Dávid napjaiban három álló esztendőn keresztül. Dávid ekkor az Úrhoz fordult tanácsért, s az Úr azt mondta: »Saul és vérszopó háza miatt van ez, mivelhogy megölte a gibeonitákat.«
2 και εκαλεσεν ο βασιλευς δαυιδ τους γαβαωνιτας και ειπεν προς αυτους και οι γαβαωνιται ουχ υιοι ισραηλ εισιν οτι αλλ' η εκ του λειμματος του αμορραιου και οι υιοι ισραηλ ωμοσαν αυτοις και εζητησεν σαουλ παταξαι αυτους εν τω ζηλωσαι αυτον τους υιους ισραηλ και ιουδα2 Maga elé hívatta tehát a király a gibeonitákat és beszélt velük. (A gibeaiak ugyanis nem voltak Izrael fiai közül valók, hanem az amoriták maradékai. Izrael fiai ugyan megesküdtek nekik, de Saul, mintegy buzgólkodva Izrael és Júda fiaiért, ki akarta őket irtani.)
3 και ειπεν δαυιδ προς τους γαβαωνιτας τι ποιησω υμιν και εν τινι εξιλασομαι και ευλογησετε την κληρονομιαν κυριου3 Azt mondta Dávid a gibeonitáknak: »Mit tegyek nektek, s mivel engeszteljelek meg titeket, hogy áldjátok az Úr örökségét?«
4 και ειπαν αυτω οι γαβαωνιται ουκ εστιν ημιν αργυριον και χρυσιον μετα σαουλ και μετα του οικου αυτου και ουκ εστιν ημιν ανηρ θανατωσαι εν ισραηλ και ειπεν τι υμεις λεγετε και ποιησω υμιν4 Azt mondták erre neki a gibeoniták: »Nem ezüstért s aranyért perelünk, hanem Saul és házanépe ellen, de mi nem ölhetünk meg senkit sem Izraelben.« Azt mondta nekik a király: »Mit akartok tehát, hogy cselekedjem nektek?«
5 και ειπαν προς τον βασιλεα ο ανηρ συνετελεσεν εφ' ημας και εδιωξεν ημας ος παρελογισατο εξολεθρευσαι ημας αφανισωμεν αυτον του μη εσταναι αυτον εν παντι οριω ισραηλ5 Erre azok azt mondták a királynak: »Azt az embert, aki minket felőrölt és igaztalanul elnyomott, úgy el kell törölnünk, hogy senki se maradjon nemzetségéből Izrael egész határában.
6 δοτω ημιν επτα ανδρας εκ των υιων αυτου και εξηλιασωμεν αυτους τω κυριω εν γαβαων σαουλ εκλεκτους κυριου και ειπεν ο βασιλευς εγω δωσω6 Adj ki nekünk hét embert a fiai közül, hogy felakaszthassuk őket az Úr előtt, Saulnak, az Úr egykori választottjának Gibeájában.« Azt mondta erre a király: »Kiadok.«
7 και εφεισατο ο βασιλευς επι μεμφιβοσθε υιον ιωναθαν υιου σαουλ δια τον ορκον κυριου τον ανα μεσον αυτων ανα μεσον δαυιδ και ανα μεσον ιωναθαν υιου σαουλ7 Meribbaált, Jonatánnak, Saul fiának fiát azonban megkímélte a király az Úrra tett eskü miatt, amely Dávid és Jonatán, Saul fia között volt.
8 και ελαβεν ο βασιλευς τους δυο υιους ρεσφα θυγατρος αια ους ετεκεν τω σαουλ τον ερμωνι και τον μεμφιβοσθε και τους πεντε υιους μιχολ θυγατρος σαουλ ους ετεκεν τω εσριηλ υιω βερζελλι τω μοουλαθι8 Éppen azért vette a király Reszfának, Ája lányának két fiát, akiket az Saulnak szült, Armónit és Meribbaált, meg Míkolnak, Saul lányának öt fiát, akiket az Hadriélnek, a Molátiból való Barzilláj fiának szült,
9 και εδωκεν αυτους εν χειρι των γαβαωνιτων και εξηλιασαν αυτους εν τω ορει εναντι κυριου και επεσαν οι επτα αυτοι επι το αυτο και αυτοι δε εθανατωθησαν εν ημεραις θερισμου εν πρωτοις εν αρχη θερισμου κριθων9 s kiszolgáltatta őket a gibeaiak kezébe, s azok fel is akasztották őket a hegyen, az Úr előtt, s így mind a heten egyszerre elpusztultak. Az aratás első napjaiban, az árpaaratás kezdetén ölték meg őket.
10 και ελαβεν ρεσφα θυγατηρ αια τον σακκον και επηξεν αυτη προς την πετραν εν αρχη θερισμου κριθων εως εσταξεν επ' αυτους υδωρ εκ του ουρανου και ουκ εδωκεν τα πετεινα του ουρανου καταπαυσαι επ' αυτους ημερας και τα θηρια του αγρου νυκτος10 Erre Reszfa, Ája lánya, fogott egy szőrzsákot, maga alá terítette a sziklán, és ott volt az aratás kezdetétől mindaddig, amíg víz nem hullott rájuk az égből, és nem engedte, hogy megszaggassák őket nappal a madarak vagy éjszaka a vadak.
11 και απηγγελη τω δαυιδ οσα εποιησεν ρεσφα θυγατηρ αια παλλακη σαουλ και εξελυθησαν και κατελαβεν αυτους δαν υιος ιωα εκ των απογονων των γιγαντων11 Hírül vitték erre Dávidnak, amit Reszfa, Ája lánya, Saul mellékfelesége cselekedett.
12 και επορευθη δαυιδ και ελαβεν τα οστα σαουλ και τα οστα ιωναθαν του υιου αυτου παρα των ανδρων υιων ιαβις γαλααδ οι εκλεψαν αυτους εκ της πλατειας βαιθσαν οτι εστησαν αυτους εκει οι αλλοφυλοι εν ημερα η επαταξαν οι αλλοφυλοι τον σαουλ εν γελβουε12 Elment erre Dávid és átvette Saul csontjait és Jonatánnak, a fiának csontjait a jábesgileádi emberektől, akik ellopták azokat Bétsán utcájáról, ahová a filiszteusok feltűzték őket, amikor Sault a Gilboán megölték
13 και ανηνεγκεν εκειθεν τα οστα σαουλ και τα οστα ιωναθαν του υιου αυτου και συνηγαγεν τα οστα των εξηλιασμενων13 és elhozta onnan Saul csontjait, s Jonatánnak, a fiának csontjait. Aztán összeszedték a felakasztottak csontjait is
14 και εθαψαν τα οστα σαουλ και τα οστα ιωναθαν του υιου αυτου και των ηλιασθεντων εν γη βενιαμιν εν τη πλευρα εν τω ταφω κις του πατρος αυτου και εποιησαν παντα οσα ενετειλατο ο βασιλευς και επηκουσεν ο θεος τη γη μετα ταυτα14 és eltemették Saulnak és Jonatánnak, a fiának csontjaival együtt Benjamin földjén, a hegyoldalban, Kísnek, az ő apjának a sírjában és megtették mindazt, amit a király parancsolt. Erre aztán megengesztelődött az Úr az ország iránt.
15 και εγενηθη ετι πολεμος τοις αλλοφυλοις μετα ισραηλ και κατεβη δαυιδ και οι παιδες αυτου μετ' αυτου και επολεμησαν μετα των αλλοφυλων και εξελυθη δαυιδ15 Amikor pedig egyszer a filiszteusok ismét háborút kezdtek Izrael ellen, lement Dávid s vele szolgái, s hadakoztak a filiszteusokkal. Amikor aztán Dávid kifáradt,
16 και ιεσβι ος ην εν τοις εκγονοις του ραφα και ο σταθμος του δορατος αυτου τριακοσιων σικλων ολκη χαλκου και αυτος περιεζωσμενος κορυνην και διενοειτο παταξαι τον δαυιδ16 Jesbibenób, aki Aráfa nemzetségéből való volt, s akinek dárdavasa háromszáz sékelt nyomott, s akit új kard övezett, meg akarta ölni Dávidot.
17 και εβοηθησεν αυτω αβεσσα υιος σαρουιας και επαταξεν τον αλλοφυλον και εθανατωσεν αυτον τοτε ωμοσαν οι ανδρες δαυιδ λεγοντες ουκ εξελευση ετι μεθ' ημων εις πολεμον και ου μη σβεσης τον λυχνον ισραηλ17 Ám Abizáj, Száruja fia, segítséget nyújtott neki, s leütötte és megölte a filiszteust. Ekkor Dávid emberei megesküdtek, s azt mondták: »Többé nem jössz ki velünk a hadba, hogy el ne oltsd Izrael szövétnekét.«
18 και εγενηθη μετα ταυτα ετι πολεμος εν γεθ μετα των αλλοφυλων τοτε επαταξεν σεβοχα ο αστατωθι τον σεφ τον εν τοις εκγονοις του ραφα18 Egy második háború is volt a filiszteusokkal Góbban: ekkor a husáti Sobokáj leütötte az Aráfa nemzetségéből, az óriások törzséből való Száfot.
19 και εγενετο ο πολεμος εν γοβ μετα των αλλοφυλων και επαταξεν ελεαναν υιος αριωργιμ ο βαιθλεεμιτης τον γολιαθ τον γεθθαιον και το ξυλον του δορατος αυτου ως αντιον υφαινοντων19 Egy harmadik háború is volt a filiszteusokkal, Góbban. Ebben Elhanán, Járe fia, a betlehemi szövőmester leütötte a gáti Góliátot, akinek dárdanyele olyan volt, mint a takácsok zugolyfája.
20 και εγενετο ετι πολεμος εν γεθ και ην ανηρ μαδων και οι δακτυλοι των χειρων αυτου και οι δακτυλοι των ποδων αυτου εξ και εξ εικοσι τεσσαρες αριθμω και γε αυτος ετεχθη τω ραφα20 Egy negyedik háború Gátban volt. Volt ott egy hatalmas ember, akinek kezén-lábán hat-hat ujja volt, összesen tehát huszonnégy, s aki Áráfától származott.
21 και ωνειδισεν τον ισραηλ και επαταξεν αυτον ιωναθαν υιος σεμει αδελφου δαυιδ21 Szitkokkal illette Izraelt, mire Jonatán, Sámaának, Dávid fivérének fia leütötte.
22 οι τεσσαρες ουτοι ετεχθησαν απογονοι των γιγαντων εν γεθ τω ραφα οικος και επεσαν εν χειρι δαυιδ και εν χειρι των δουλων αυτου22 Ők négyen születtek Gátban Áráfától és estek el Dávidnak és szolgáinak keze által.