Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 19


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εταραχθη ο βασιλευς και ανεβη εις το υπερωον της πυλης και εκλαυσεν και ουτως ειπεν εν τω πορευεσθαι αυτον υιε μου αβεσσαλωμ υιε μου υιε μου αβεσσαλωμ τις δωη τον θανατον μου αντι σου εγω αντι σου αβεσσαλωμ υιε μου υιε μου1 Elszomorodott erre a király, felment a kapu felett levő terembe és sírt, s ezt mondogatta járva-kelve: »Én fiam, Absalom! Absalom, én fiam, bárcsak én haltam volna meg helyetted, Absalom, én fiam, én fiam Absalom!«
2 και ανηγγελη τω ιωαβ λεγοντες ιδου ο βασιλευς κλαιει και πενθει επι αβεσσαλωμ2 Hírül vitték erre Joábnak, hogy a király siratja és gyászolja fiát.
3 και εγενετο η σωτηρια εν τη ημερα εκεινη εις πενθος παντι τω λαω οτι ηκουσεν ο λαος εν τη ημερα εκεινη λεγων οτι λυπειται ο βασιλευς επι τω υιω αυτου3 Gyászra fordult erre a győzelem azon a napon az egész nép számára, mert hallotta a nép azon a napon, hogy beszélik: »Bánkódik a király a fián.« –
4 και διεκλεπτετο ο λαος εν τη ημερα εκεινη του εισελθειν εις την πολιν καθως διακλεπτεται ο λαος οι αισχυνομενοι εν τω αυτους φευγειν εν τω πολεμω4 Úgy lopakodott be a nép azon a napon a városba, mint ahogy a harcból meghátráló s megfutamodó nép szokott belopakodni.
5 και ο βασιλευς εκρυψεν το προσωπον αυτου και εκραξεν ο βασιλευς φωνη μεγαλη λεγων υιε μου αβεσσαλωμ αβεσσαλωμ υιε μου5 A király pedig beburkolta fejét, s fennszóval egyre azt kiáltotta: »Én fiam, Absalom, Absalom, én fiam, én fiam!«
6 και εισηλθεν ιωαβ προς τον βασιλεα εις τον οικον και ειπεν κατησχυνας σημερον το προσωπον παντων των δουλων σου των εξαιρουμενων σε σημερον και την ψυχην των υιων σου και των θυγατερων σου και την ψυχην των γυναικων σου και των παλλακων σου6 Bement erre Joáb a királyhoz a házba és azt mondta: »Megszégyenítetted ma mindazoknak a szolgáidnak az arcát, akik megszabadították a te életedet, s fiaid s lányaid életét és feleségeidnek s mellékfeleségeidnek életét.
7 του αγαπαν τους μισουντας σε και μισειν τους αγαπωντας σε και ανηγγειλας σημερον οτι ουκ εισιν οι αρχοντες σου ουδε παιδες οτι εγνωκα σημερον οτι ει αβεσσαλωμ εζη παντες ημεις σημερον νεκροι οτι τοτε το ευθες ην εν οφθαλμοις σου7 Szeretetet tanúsítasz azok iránt, akik gyűlölnek téged, s gyűlölettel illeted azokat, akik szeretnek téged, s ma megmutattad, hogy nem törődsz vezéreiddel s szolgáiddal, s most valóban látom, hogy az tetszene neked, ha Absalom élne, s mi mindnyájan meghaltunk volna.
8 και νυν αναστας εξελθε και λαλησον εις την καρδιαν των δουλων σου οτι εν κυριω ωμοσα οτι ει μη εκπορευση σημερον ει αυλισθησεται ανηρ μετα σου την νυκτα ταυτην και επιγνωθι σεαυτω και κακον σοι τουτο υπερ παν το κακον το επελθον σοι εκ νεοτητος σου εως του νυν8 De most aztán kelj fel és jöjj ki és szólj szolgáidnak és szolgáltass elégtételt nekik, mert esküszöm neked az Úrra, hogyha ki nem jössz, senki sem marad ez éjjel veled, s ez rosszabb lesz számodra, mint mindaz a baj, amely ifjúságodtól kezdve mostanig ért téged.«
9 και ανεστη ο βασιλευς και εκαθισεν εν τη πυλη και πας ο λαος ανηγγειλαν λεγοντες ιδου ο βασιλευς καθηται εν τη πυλη και εισηλθεν πας ο λαος κατα προσωπον του βασιλεως και ισραηλ εφυγεν ανηρ εις τα σκηνωματα αυτου9 Felkelt tehát a király, s leült a kapuba, s hírül adták az egész népnek, hogy a király a kapuban ül, s elvonult az egész sokaság a király előtt. Miután Izrael a sátraiba futott,
10 και ην πας ο λαος κρινομενος εν πασαις φυλαις ισραηλ λεγοντες ο βασιλευς δαυιδ ερρυσατο ημας απο παντων των εχθρων ημων και αυτος εξειλατο ημας εκ χειρος αλλοφυλων και νυν πεφευγεν απο της γης και απο της βασιλειας αυτου απο αβεσσαλωμ10 versengett a nép Izrael valamennyi törzsében, s azt mondta: »A király szabadított meg minket ellenségeink kezéből, ő szabadított meg minket a filiszteusok kezéből, s most elmenekült e földről Absalom miatt.
11 και αβεσσαλωμ ον εχρισαμεν εφ' ημων απεθανεν εν τω πολεμω και νυν ινα τι υμεις κωφευετε του επιστρεψαι τον βασιλεα και το ρημα παντος ισραηλ ηλθεν προς τον βασιλεα11 Absalom pedig, akit felkentünk magunk fölé, meghalt a hadban. Meddig vesztegeltek, s meddig nem hozzátok vissza a királyt?«
12 και ο βασιλευς δαυιδ απεστειλεν προς σαδωκ και προς αβιαθαρ τους ιερεις λεγων λαλησατε προς τους πρεσβυτερους ιουδα λεγοντες ινα τι γινεσθε εσχατοι του επιστρεψαι τον βασιλεα εις τον οικον αυτου και λογος παντος ισραηλ ηλθεν προς τον βασιλεα12 Dávid király pedig elküldött Szádokhoz és Abjatárhoz, a papokhoz, s ezt üzente: »Szóljatok Júda véneihez, s mondjátok: Miért jönnétek utolsóknak visszahozni a királyt a házába? – Egész Izrael beszéde eljutott ugyanis a király házába. –
13 αδελφοι μου υμεις οστα μου και σαρκες μου υμεις και ινα τι γινεσθε εσχατοι του επιστρεψαι τον βασιλεα εις τον οικον αυτου13 Ti az én testvéreim, ti az én csontom s húsom vagytok, miért hoznátok vissza ti utolsóknak a királyt?
14 και τω αμεσσαι ερειτε ουχι οστουν μου και σαρξ μου συ και νυν ταδε ποιησαι μοι ο θεος και ταδε προσθειη ει μη αρχων δυναμεως εση ενωπιον εμου πασας τας ημερας αντι ιωαβ14 Amászának pedig mondjátok: Nemdeaz én csontom s az én húsom vagy? Büntessen engem az Úr most és mindenkor, ha nem te leszel a sereg fővezére előttem minden időben Joáb helyett.«
15 και εκλινεν την καρδιαν παντος ανδρος ιουδα ως ανδρος ενος και απεστειλαν προς τον βασιλεα λεγοντες επιστραφητι συ και παντες οι δουλοι σου15 Ezzel úgy megnyerte Júda valamennyi emberének szívét, mint egy emberét. El is küldtek a királyhoz és üzenték: »Térj vissza valamennyi szolgáddal együtt!«
16 και επεστρεψεν ο βασιλευς και ηλθεν εως του ιορδανου και ανδρες ιουδα ηλθαν εις γαλγαλα του πορευεσθαι εις απαντην του βασιλεως διαβιβασαι τον βασιλεα τον ιορδανην16 Visszatért tehát a király, s eljutott a Jordánhoz. Közben egész Júda Gilgálba érkezett, hogy a király elé menjen, és áthozza őt a Jordánon.
17 και εταχυνεν σεμει υιος γηρα υιου του ιεμενι εκ βαουριμ και κατεβη μετα ανδρος ιουδα εις απαντην του βασιλεως δαυιδ17 Júda embereivel Szemei, a Bahurimból való Gerának, Jemini fiának a fia is sietve lement Dávid király elé
18 και χιλιοι ανδρες μετ' αυτου εκ του βενιαμιν και σιβα το παιδαριον του οικου σαουλ και δεκα πεντε υιοι αυτου μετ' αυτου και εικοσι δουλοι αυτου μετ' αυτου και κατευθυναν τον ιορδανην εμπροσθεν του βασιλεως18 ezer Benjaminból való emberrel. Szíba, Saul házának legénye s annak tizenöt fia és húsz szolgája is vele volt. Mindezek berohantak a Jordánba és szemben a királlyal
19 και ελειτουργησαν την λειτουργιαν του διαβιβασαι τον βασιλεα και διεβη η διαβασις εξεγειραι τον οικον του βασιλεως και του ποιησαι το ευθες εν οφθαλμοις αυτου και σεμει υιος γηρα επεσεν επι προσωπον αυτου ενωπιον του βασιλεως διαβαινοντος αυτου τον ιορδανην19 átkeltek a gázlón, hogy áthozzák a király házanépét és rendelkezésére bocsássák magukat. Amikor aztán ő már átkelt a Jordánon, Szemei, Gera fia, leborult a király előtt
20 και ειπεν προς τον βασιλεα μη διαλογισασθω ο κυριος μου ανομιαν και μη μνησθης οσα ηδικησεν ο παις σου εν τη ημερα η ο κυριος μου ο βασιλευς εξεπορευετο εξ ιερουσαλημ του θεσθαι τον βασιλεα εις την καρδιαν αυτου20 és azt mondta neki: »Ne ródd fel nekem, uram, gonoszságomat, s ne emlékezz meg arról, hogy szolgád vétkezett ellened azon a napon, amelyen te, uram király, Jeruzsálemből kijöttél, s ne vedd azt, ó király, szívedre.
21 οτι εγνω ο δουλος σου οτι εγω ημαρτον και ιδου εγω ηλθον σημερον προτερος παντος οικου ιωσηφ του καταβηναι εις απαντην του κυριου μου του βασιλεως21 Elismerem ugyanis én, a te szolgád, vétkemet, s éppen azért jelentem meg és jöttem le ma elsőnek József egész házából az én uram, a király elé.«
22 και απεκριθη αβεσσα υιος σαρουιας και ειπεν μη αντι τουτου ου θανατωθησεται σεμει οτι κατηρασατο τον χριστον κυριου22 Megszólalt erre Abizáj, Száruja fia és azt mondta: »Vajon e szavak fejében most már nem fogják megölni Szemeit azért, hogy megátkozta az Úr felkentjét?«
23 και ειπεν δαυιδ τι εμοι και υμιν υιοι σαρουιας οτι γινεσθε μοι σημερον εις επιβουλον σημερον ου θανατωθησεται τις ανηρ εξ ισραηλ οτι ουκ οιδα ει σημερον βασιλευω εγω επι τον ισραηλ23 Azt mondta erre Dávid: »Mi közöm hozzátok, Száruja fiai! Mit sátánkodtok ma ellenem? Hát ma öljenek meg valakit Izraelben? Avagy nem tudom-e, hogy ma lettem Izrael királya?«
24 και ειπεν ο βασιλευς προς σεμει ου μη αποθανης και ωμοσεν αυτω ο βασιλευς24 Majd azt mondta a király Szemeinek: »Nem halsz meg« – és megesküdött neki.
25 και μεμφιβοσθε υιος ιωναθαν υιου σαουλ κατεβη εις απαντην του βασιλεως και ουκ εθεραπευσεν τους ποδας αυτου ουδε ωνυχισατο ουδε εποιησεν τον μυστακα αυτου και τα ιματια αυτου ουκ επλυνεν απο της ημερας ης απηλθεν ο βασιλευς εως της ημερας ης αυτος παρεγενετο εν ειρηνη25 Meribbaál, Saul fia is lement a király elé. Lábát nem mosta meg, szakállát nem nyírta meg, ruháját nem mosta ki attól a naptól kezdve, hogy a király eltávozott, mindaddig a napig, amíg békességben vissza nem tért.
26 και εγενετο οτε εισηλθεν εις ιερουσαλημ εις απαντησιν του βασιλεως και ειπεν αυτω ο βασιλευς τι οτι ουκ επορευθης μετ' εμου μεμφιβοσθε26 Amikor aztán Jeruzsálem a király elé járult, azt mondta neki a király: »Miért nem jöttél velem, Meribbaál?«
27 και ειπεν προς αυτον μεμφιβοσθε κυριε μου βασιλευ ο δουλος μου παρελογισατο με οτι ειπεν ο παις σου αυτω επισαξον μοι την ονον και επιβω επ' αυτην και πορευσομαι μετα του βασιλεως οτι χωλος ο δουλος σου27 Ő felelt és azt mondta: »Uram király, szolgám cserbenhagyott engem. Én, szolgád, azt mondtam neki, hogy nyergelje meg nekem a szamarat, s felülök és elmegyek a királlyal, mert hogy sánta vagyok, én, a te szolgád.
28 και μεθωδευσεν εν τω δουλω σου προς τον κυριον μου τον βασιλεα και ο κυριος μου ο βασιλευς ως αγγελος του θεου και ποιησον το αγαθον εν οφθαλμοις σου28 Sőt be is vádolt engem, szolgádat nálad, uramnál, a királynál, de te, uram, olyan vagy, mint az Isten angyala: tégy, ami neked tetszik.
29 οτι ουκ ην πας ο οικος του πατρος μου αλλ' η οτι ανδρες θανατου τω κυριω μου τω βασιλει και εθηκας τον δουλον σου εν τοις εσθιουσιν την τραπεζαν σου και τι εστιν μοι ετι δικαιωμα και του κεκραγεναι με ετι προς τον βασιλεα29 Hiszen apám háza nem volt másra méltó, mint a halálra az én uram a király előtt, s te mégis asztalod vendégei közé helyeztél engem, szolgádat. Mi igazságos panaszom lehetne tehát, s mi jajszót intézhetnék még a királyhoz?«
30 και ειπεν αυτω ο βασιλευς ινα τι λαλεις ετι τους λογους σου ειπον συ και σιβα διελεισθε τον αγρον30 Azt mondta erre a király: »Mit beszélnél tovább! Áll, amit mondok: Te és Szíba osztozzatok meg a birtokon.«
31 και ειπεν μεμφιβοσθε προς τον βασιλεα και γε τα παντα λαβετω μετα το παραγενεσθαι τον κυριον μου τον βασιλεα εν ειρηνη εις τον οικον αυτου31 Meribbaál erre azt felelte a királynak: »Elveheti akár az egészet, csakhogy békességben visszatért uram, a király a házába!«
32 και βερζελλι ο γαλααδιτης κατεβη εκ ρωγελλιμ και διεβη μετα του βασιλεως τον ιορδανην εκπεμψαι αυτον τον ιορδανην32 Lejött a gileádi Barzilláj is Rógelimből, s átkelt a Jordánon a királlyal, s kész volt a folyón túl is követni őt.
33 και βερζελλι ανηρ πρεσβυτερος σφοδρα υιος ογδοηκοντα ετων και αυτος διεθρεψεν τον βασιλεα εν τω οικειν αυτον εν μαναιμ οτι ανηρ μεγας εστιν σφοδρα33 A gileádi Barzilláj igen öreg ember, vagyis nyolcvanesztendős volt, és ő látta el a királyt élelemmel, amikor Mahanaimban tartózkodott; nagyon gazdag ember volt ugyanis.
34 και ειπεν ο βασιλευς προς βερζελλι συ διαβηση μετ' εμου και διαθρεψω το γηρας σου μετ' εμου εν ιερουσαλημ34 Azt mondta tehát a király Barzillájnak: »Jöjj velem, hogy gondtalanul pihenj nálam Jeruzsálemben.«
35 και ειπεν βερζελλι προς τον βασιλεα ποσαι ημεραι ετων ζωης μου οτι αναβησομαι μετα του βασιλεως εις ιερουσαλημ35 Azt mondta erre Barzilláj a királynak: »Mennyi az én életem esztendeinek napja, hogy felmenjek a királlyal Jeruzsálembe?
36 υιος ογδοηκοντα ετων εγω ειμι σημερον μη γνωσομαι ανα μεσον αγαθου και κακου η γευσεται ο δουλος σου ετι ο φαγομαι η πιομαι η ακουσομαι ετι φωνην αδοντων και αδουσων ινα τι εσται ετι ο δουλος σου εις φορτιον επι τον κυριον μου τον βασιλεα36 Nyolcvan esztendős vagyok ma: meg tudják-e még különböztetni érzékeim az édeset s a keserűt, gyönyörűséget szerezhet-e még szolgádnak az étel és az ital, hallgathatom-e még az énekesek s az énekesnők szavát? Miért legyen szolgád uramnak, a királynak terhére?
37 ως βραχυ διαβησεται ο δουλος σου τον ιορδανην μετα του βασιλεως και ινα τι ανταποδιδωσιν μοι ο βασιλευς την ανταποδοσιν ταυτην37 Csak egy kicsit megyek majd még veled én, a te szolgád tovább a Jordántól: azt nem kell nekem így viszonoznod!
38 καθισατω δη ο δουλος σου και αποθανουμαι εν τη πολει μου παρα τω ταφω του πατρος μου και της μητρος μου και ιδου ο δουλος σου χαμααμ διαβησεται μετα του κυριου μου του βασιλεως και ποιησον αυτω το αγαθον εν οφθαλμοις σου38 Hadd térjek csak, kérlek, vissza én, a te szolgád, s hadd haljak meg a magam városában, s hadd temessenek apám s anyám sírja mellé. Itt van azonban szolgád, Kámaám, ő menjen el veled, uram király, s tégy vele, amit jónak látsz.«
39 και ειπεν ο βασιλευς μετ' εμου διαβητω χαμααμ καγω ποιησω αυτω το αγαθον εν οφθαλμοις σου και παντα οσα εκλεξη επ' εμοι ποιησω σοι39 Azt mondta erre neki a király: »Jöjjön el tehát velem Kámaám, s én azt teszem vele, ami neked tetszik, s te mindazt, amit kívánsz tőlem, megnyered.«
40 και διεβη πας ο λαος τον ιορδανην και ο βασιλευς διεβη και κατεφιλησεν ο βασιλευς τον βερζελλι και ευλογησεν αυτον και επεστρεψεν εις τον τοπον αυτου40 Amikor aztán átkelt az egész nép s a király a Jordánon, megcsókolta a király Barzillájt, megáldotta, s az visszatért lakóhelyére.
41 και διεβη ο βασιλευς εις γαλγαλα και χαμααμ διεβη μετ' αυτου και πας ο λαος ιουδα διαβαινοντες μετα του βασιλεως και γε το ημισυ του λαου ισραηλ41 Majd átvonult a király s vele Kámaám Gilgálba. A királyt Júda egész népe hozta át, Izrael népének azonban csak a fele volt ott.
42 και ιδου πας ανηρ ισραηλ παρεγενοντο προς τον βασιλεα και ειπον προς τον βασιλεα τι οτι εκλεψαν σε οι αδελφοι ημων ανηρ ιουδα και διεβιβασαν τον βασιλεα και τον οικον αυτου τον ιορδανην και παντες ανδρες δαυιδ μετ' αυτου42 Felsereglettek ezért Izrael emberei mindnyájan a királyhoz, s azt mondták neki: »Miért loptak el téged testvéreink, Júda emberei, s miért hozták át ők a királyt és házanépét s vele Dávid minden emberét a Jordánon?«
43 και απεκριθη πας ανηρ ιουδα προς ανδρα ισραηλ και ειπαν διοτι εγγιζει προς με ο βασιλευς και ινα τι ουτως εθυμωθης περι του λογου τουτου μη βρωσει εφαγαμεν εκ του βασιλεως η δομα εδωκεν η αρσιν ηρεν ημιν43 Erre Júda valamennyi embere azt felelte Izrael embereinek: »Mert hozzánk közelebb áll a király! Miért haragszol ezért? Ettünk-e érte valamit a királyéból, vagy kaptunk-e érte ajándékot?«
44 και απεκριθη ανηρ ισραηλ τω ανδρι ιουδα και ειπεν δεκα χειρες μοι εν τω βασιλει και πρωτοτοκος εγω η συ και γε εν τω δαυιδ ειμι υπερ σε και ινα τι τουτο υβρισας με και ουκ ελογισθη ο λογος μου πρωτος μοι του επιστρεψαι τον βασιλεα εμοι και εσκληρυνθη ο λογος ανδρος ιουδα υπερ τον λογον ανδρος ισραηλ44 Így feleltek erre Izrael emberei Júda embereinek: »Tíz résszel nagyobb vagyok én a király előtt, s inkább hozzám tartozik Dávid, mint tehozzád: miért követted el rajtam ezt a méltatlanságot? Miért nem nekem üzentek először, hogy hozzam vissza királyomat?« Júda emberei erre még keményebben feleltek Izrael embereinél.