Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 14


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγνω ιωαβ υιος σαρουιας οτι η καρδια του βασιλεως επι αβεσσαλωμ1 Amikor aztán Joáb, Száruja fia észrevette, hogy a király szíve ismét Absalom felé fordult,
2 και απεστειλεν ιωαβ εις θεκωε και ελαβεν εκειθεν γυναικα σοφην και ειπεν προς αυτην πενθησον δη και ενδυσαι ιματια πενθικα και μη αλειψη ελαιον και εση ως γυνη πενθουσα επι τεθνηκοτι τουτο ημερας πολλας2 elküldött Tekoába, s hozatott onnan egy eszes asszonyt, s azt mondta neki: »Színlelj gyászt, s ölts gyászruhát, s ne kend meg magadat olajjal, hogy olyan légy, mint a már hosszú ideje halottat gyászoló asszony,
3 και ελευση προς τον βασιλεα και λαλησεις προς αυτον κατα το ρημα τουτο και εθηκεν ιωαβ τους λογους εν τω στοματι αυτης3 s menj be a királyhoz, s mondd neki ezt és ezt.« Azzal szájába adta Joáb a szavakat.
4 και εισηλθεν η γυνη η θεκωιτις προς τον βασιλεα και επεσεν επι προσωπον αυτης εις την γην και προσεκυνησεν αυτω και ειπεν σωσον βασιλευ σωσον4 A tekoai asszony be is ment a királyhoz, földre borult előtte és meghajtotta magát és azt mondta: »Segíts rajtam, király!«
5 και ειπεν προς αυτην ο βασιλευς τι εστιν σοι η δε ειπεν και μαλα γυνη χηρα εγω ειμι και απεθανεν ο ανηρ μου5 Azt mondta erre neki a király: »Mi bajod?« Az így felelt: »Jaj! Özvegyasszony vagyok én, mert meghalt a férjem.
6 και γε τη δουλη σου δυο υιοι και εμαχεσαντο αμφοτεροι εν τω αγρω και ουκ ην ο εξαιρουμενος ανα μεσον αυτων και επαισεν ο εις τον αδελφον αυτου και εθανατωσεν αυτον6 Volt szolgálódnak két fia, de azok összevesztek a mezőn, s nem volt senki sem, aki megfékezhette volna őket, így az egyik leütötte és megölte a másikat.
7 και ιδου επανεστη ολη η πατρια προς την δουλην σου και ειπαν δος τον παισαντα τον αδελφον αυτου και θανατωσομεν αυτον αντι της ψυχης του αδελφου αυτου ου απεκτεινεν και εξαρουμεν και γε τον κληρονομον υμων και σβεσουσιν τον ανθρακα μου τον καταλειφθεντα ωστε μη θεσθαι τω ανδρι μου καταλειμμα και ονομα επι προσωπου της γης7 Most íme, felkelt az egész rokonság szolgálód ellen, s azt mondja: ‘Add ki a testvérgyilkost, hogy megölhessük meggyilkolt testvére életéért, s így eltörölhessük az örököst.’ Így akarják eloltani megmaradt szikrácskámat, hogy ne maradjon férjemnek se neve, se maradéka a földön.«
8 και ειπεν ο βασιλευς υγιαινουσα βαδιζε εις τον οικον σου καγω εντελουμαι περι σου8 Azt mondta erre a király az asszonynak: »Eredj házadba, majd intézkedem ügyedben!«
9 και ειπεν η γυνη η θεκωιτις προς τον βασιλεα επ' εμε κυριε μου βασιλευ η ανομια και επι τον οικον του πατρος μου και ο βασιλευς και ο θρονος αυτου αθωος9 Azt mondta erre a tekoai asszony a királynak: »Rajtam, uram király, rajtam és apám házán legyen a vétek, a király és trónja mentes legyen tőle!«
10 και ειπεν ο βασιλευς τις ο λαλων προς σε και αξεις αυτον προς εμε και ου προσθησει ετι αψασθαι αυτου10 Azt mondta erre a király: »Aki ellened szól, hozd csak elém, s többé nem nyúl hozzád!«
11 και ειπεν μνημονευσατω δη ο βασιλευς τον κυριον θεον αυτου πληθυνθηναι αγχιστεα του αιματος του διαφθειραι και ου μη εξαρωσιν τον υιον μου και ειπεν ζη κυριος ει πεσειται απο της τριχος του υιου σου επι την γην11 Ám ő azt mondta: »Emlékezzék meg a király az Úrról, Istenéről, hogy ne folytathassák a vérrokonok a bosszút és semmiképp se ölhessék meg fiamat.« Ő tehát azt mondta: »Az Úr életére mondom, hogy fiad haja szála sem esik a földre!«
12 και ειπεν η γυνη λαλησατω δη η δουλη σου προς τον κυριον μου τον βασιλεα ρημα και ειπεν λαλησον12 Azt mondta ekkor az asszony: »Hadd szóljon szolgálód még egy szót uramhoz, a királyhoz.« Ő azt mondta: »Szólj!«
13 και ειπεν η γυνη ινα τι ελογισω τοιουτο επι λαον θεου η εκ στοματος του βασιλεως ο λογος ουτος ως πλημμελεια του μη επιστρεψαι τον βασιλεα τον εξωσμενον αυτου13 Azt mondta erre az asszony: »Miért gondoltál te ehhez hasonló dolgot Isten népe ellen, s miért határozta a király azt, hogy vétkezik és nem hozatja vissza azt, akit eltaszított?
14 οτι θανατω αποθανουμεθα και ωσπερ το υδωρ το καταφερομενον επι της γης ο ου συναχθησεται και λημψεται ο θεος ψυχην και λογιζομενος του εξωσαι απ' αυτου εξωσμενον14 Mindnyájan meghalunk, s olyanok vagyunk, mint a víz, amely befolyik a földbe, s vissza nem tér, s Isten nem akarja senkinek a vesztét, hanem az a gondolata, hogy ne vesszen el egészen az eltaszított sem.
15 και νυν ο ηλθον λαλησαι προς τον βασιλεα τον κυριον μου το ρημα τουτο οτι οψεται με ο λαος και ερει η δουλη σου λαλησατω δη προς τον βασιλεα ει πως ποιησει ο βασιλευς το ρημα της δουλης αυτου15 Nos, tehát azért jöttem ide, hogy ezt elmondjam uramnak, a királynak a nép jelenlétében. Azt mondta ugyanis magában szolgálód: Szólok a királynak, hátha megteszi szolgálója szavát. –
16 οτι ακουσει ο βασιλευς ρυσασθαι την δουλην αυτου εκ χειρος του ανδρος του ζητουντος εξαραι με και τον υιον μου απο κληρονομιας θεου16 A király meg is hallgatott és megszabadította szolgálóját mindazoknak a kezéből, akik el akarnak törölni engem, s velem fiamat az Isten örökségéből.
17 και ειπεν η γυνη ειη δη ο λογος του κυριου μου του βασιλεως εις θυσιαν οτι καθως αγγελος θεου ουτως ο κυριος μου ο βασιλευς του ακουειν το αγαθον και το πονηρον και κυριος ο θεος σου εσται μετα σου17 Hadd kérje tehát szolgálód, hogy úgy hasson uramnak, a királynak szava, mint az áldozat, hiszen az én uram, a király olyan, mint az Isten angyala, mivel nem ingatja meg sem az áldás, sem az átok, s azért az Úr, a te Istened, veled van.«
18 και απεκριθη ο βασιλευς και ειπεν προς την γυναικα μη δη κρυψης απ' εμου ρημα ο εγω επερωτω σε και ειπεν η γυνη λαλησατω δη ο κυριος μου ο βασιλευς18 A király azt felelte erre az asszonynak: »Ne titkold el előlem azt, amit kérdezek.« Azt mondta erre neki az asszony: »Szólj, uram király!«
19 και ειπεν ο βασιλευς μη η χειρ ιωαβ εν παντι τουτω μετα σου και ειπεν η γυνη τω βασιλει ζη η ψυχη σου κυριε μου βασιλευ ει εστιν εις τα δεξια η εις τα αριστερα εκ παντων ων ελαλησεν ο κυριος μου ο βασιλευς οτι ο δουλος σου ιωαβ αυτος ενετειλατο μοι και αυτος εθετο εν τω στοματι της δουλης σου παντας τους λογους τουτους19 Azt mondta erre a király: »Nem Joáb keze van-e veled mindebben?« Az asszony ezt válaszolta: »Életed üdvösségére mondom, uram király, hogy sem balra, sem jobbra nem tér el az igazságtól semmi sem, amit uram, a király mondott, mert valóban szolgád, Joáb parancsolta ezt nekem, s ő adta szolgálód szájába mindezeket a szavakat.
20 ενεκεν του περιελθειν το προσωπον του ρηματος τουτου εποιησεν ο δουλος σου ιωαβ τον λογον τουτον και ο κυριος μου σοφος καθως σοφια αγγελου του θεου του γνωναι παντα τα εν τη γη20 Hogy e képes beszédre térjek, szolgád, Joáb parancsolta, te azonban, uram király, olyan bölcs vagy, mint amilyen bölcs Isten angyala, s így mindent megértesz a földön.«
21 και ειπεν ο βασιλευς προς ιωαβ ιδου δη εποιησα σοι κατα τον λογον σου τουτον πορευου επιστρεψον το παιδαριον τον αβεσσαλωμ21 Azt mondta erre a király Joábnak: »Íme, megengesztelődöm, s megteszem szavadat: eredj tehát, s hívd vissza az ifjút, Absalomot.«
22 και επεσεν ιωαβ επι προσωπον αυτου επι την γην και προσεκυνησεν και ευλογησεν τον βασιλεα και ειπεν ιωαβ σημερον εγνω ο δουλος σου οτι ευρον χαριν εν οφθαλμοις σου κυριε μου βασιλευ οτι εποιησεν ο κυριος μου ο βασιλευς τον λογον του δουλου αυτου22 Joáb erre arcával a földre borult, meghajtotta magát, s áldotta a királyt. Aztán azt mondta Joáb: »Ma ismerte meg szolgád, hogy kegyelmet találtam szemedben, uram király, mert megtetted szolgád szavát.«
23 και ανεστη ιωαβ και επορευθη εις γεδσουρ και ηγαγεν τον αβεσσαλωμ εις ιερουσαλημ23 Joáb fel is kerekedett és elment Gessúrba és elhozta Absalomot Jeruzsálembe.
24 και ειπεν ο βασιλευς αποστραφητω εις τον οικον αυτου και το προσωπον μου μη βλεπετω και απεστρεψεν αβεσσαλωμ εις τον οικον αυτου και το προσωπον του βασιλεως ουκ ειδεν24 Ám a király azt mondta: »Térjen vissza házába, de az én színem elé ne kerüljön.« Absalom tehát visszatért házába, s nem kerülhetett a király színe elé.
25 και ως αβεσσαλωμ ουκ ην ανηρ εν παντι ισραηλ αινετος σφοδρα απο ιχνους ποδος αυτου και εως κορυφης αυτου ουκ ην εν αυτω μωμος25 Egész Izraelben nem volt olyan szép és csinos ember, mint Absalom: tetőtől talpig nem volt benne semmi hiba.
26 και εν τω κειρεσθαι αυτον την κεφαλην αυτου και εγενετο απ' αρχης ημερων εις ημερας ως αν εκειρετο οτι κατεβαρυνετο επ' αυτον και κειρομενος αυτην εστησεν την τριχα της κεφαλης αυτου διακοσιους σικλους εν τω σικλω τω βασιλικω26 Amikor levágatta haját (esztendőnként megnyiratkozott ugyanis, mert nehéz volt a haja), fejének haja kétszáz sékelt nyomott, a közönséges súlyegység szerint.
27 και ετεχθησαν τω αβεσσαλωμ τρεις υιοι και θυγατηρ μια και ονομα αυτη θημαρ αυτη ην γυνη καλη σφοδρα και γινεται γυνη τω ροβοαμ υιω σαλωμων και τικτει αυτω τον αβια27 Absalomnak három fia és egy Támár nevű, szép termetű lánya született.
28 και εκαθισεν αβεσσαλωμ εν ιερουσαλημ δυο ετη ημερων και το προσωπον του βασιλεως ουκ ειδεν28 Két esztendőt töltött Absalom Jeruzsálemben, de csak nem kerülhetett a király színe elé.
29 και απεστειλεν αβεσσαλωμ προς ιωαβ του αποστειλαι αυτον προς τον βασιλεα και ουκ ηθελησεν ελθειν προς αυτον και απεστειλεν εκ δευτερου προς αυτον και ουκ ηθελησεν παραγενεσθαι29 Elküldött tehát Joábhoz, hogy azt a királyhoz küldje, de az nem akart eljönni hozzá. Amikor másodszor is elküldött, s akkor sem akart eljönni hozzá,
30 και ειπεν αβεσσαλωμ προς τους παιδας αυτου ιδετε η μερις εν αγρω του ιωαβ εχομενα μου και αυτω κριθαι εκει πορευεσθε και εμπρησατε αυτην εν πυρι και ενεπρησαν αυτας οι παιδες αβεσσαλωμ και παραγινονται οι δουλοι ιωαβ προς αυτον διερρηχοτες τα ιματια αυτων και ειπαν ενεπυρισαν οι δουλοι αβεσσαλωμ την μεριδα εν πυρι30 azt mondta szolgáinak: »Tudjátok, hogy Joáb szántója az én szántóm mellett van, s árpavetés van rajta. Nos menjetek és borítsátok lángba.« Erre Absalom szolgái lángba borították Joáb vetését. Erre Joáb szolgái megszaggatták ruháikat, s elmentek urukhoz és azt mondták: »Absalom szolgái lángba borították a szántó egyik részét.«
31 και ανεστη ιωαβ και ηλθεν προς αβεσσαλωμ εις τον οικον και ειπεν προς αυτον ινα τι οι παιδες σου ενεπυρισαν την μεριδα την εμην εν πυρι31 Joáb erre felkerekedett, s elment Absalomhoz a házába, és azt mondta: »Miért borították lángba szolgáid vetésemet?«
32 και ειπεν αβεσσαλωμ προς ιωαβ ιδου απεστειλα προς σε λεγων ηκε ωδε και αποστελω σε προς τον βασιλεα λεγων ινα τι ηλθον εκ γεδσουρ αγαθον μοι ην του ετι ειναι με εκει και νυν ιδου το προσωπον του βασιλεως ουκ ειδον ει δε εστιν εν εμοι αδικια και θανατωσον με32 Absalom erre azt felelte Joábnak: »Küldtem hozzád és kértelek, hogy jöjj hozzám, hadd küldjelek el a királyhoz, hogy mondd neki: ‘Miért jöttem vissza Gessúrból? Jobb volt nekem ott lennem!’ Azt kérem tehát, hadd kerüljek a király színe elé, ha pedig eszében tartja vétkemet, ölessen meg.«
33 και εισηλθεν ιωαβ προς τον βασιλεα και απηγγειλεν αυτω και εκαλεσεν τον αβεσσαλωμ και εισηλθεν προς τον βασιλεα και προσεκυνησεν αυτω και επεσεν επι προσωπον αυτου επι την γην κατα προσωπον του βασιλεως και κατεφιλησεν ο βασιλευς τον αβεσσαλωμ33 Joáb be is ment a királyhoz és elmondott neki mindent. Erre ő elhívatta Absalomot. Az bement a királyhoz, leborult előtte a földre, s a király megcsókolta Absalomot.