1 και ηυλογησεν ο θεος τον νωε και τους υιους αυτου και ειπεν αυτοις αυξανεσθε και πληθυνεσθε και πληρωσατε την γην και κατακυριευσατε αυτης | 1 Ezután Isten megáldotta Noét és fiait, és azt mondta nekik: »Szaporodjatok, sokasodjatok és töltsétek be a földet! |
2 και ο τρομος υμων και ο φοβος εσται επι πασιν τοις θηριοις της γης και επι παντα τα ορνεα του ουρανου και επι παντα τα κινουμενα επι της γης και επι παντας τους ιχθυας της θαλασσης υπο χειρας υμιν δεδωκα | 2 Féljen és rettegjen titeket a föld minden állata, az ég minden madara, és minden, ami mozog a földön; a tenger minden halát is kezetekbe adtam! |
3 και παν ερπετον ο εστιν ζων υμιν εσται εις βρωσιν ως λαχανα χορτου δεδωκα υμιν τα παντα | 3 Minden, ami mozog és él, eledelül szolgáljon nektek: mint a zöld növényzetet, íme, ezeket is mind odaadtam nektek, |
4 πλην κρεας εν αιματι ψυχης ου φαγεσθε | 4 csak a húst a vérével ne egyétek. |
5 και γαρ το υμετερον αιμα των ψυχων υμων εκζητησω εκ χειρος παντων των θηριων εκζητησω αυτο και εκ χειρος ανθρωπου αδελφου εκζητησω την ψυχην του ανθρωπου | 5 A ti életetek vérét is számon kérem minden állattól és az embertől: számon kérem az ember életét az embertől, a testvérétől. |
6 ο εκχεων αιμα ανθρωπου αντι του αιματος αυτου εκχυθησεται οτι εν εικονι θεου εποιησα τον ανθρωπον | 6 Aki embervért ont, ember ontsa ki annak vérét, mert az ember Isten képére alkottatott. |
7 υμεις δε αυξανεσθε και πληθυνεσθε και πληρωσατε την γην και πληθυνεσθε επ' αυτης | 7 Ti pedig szaporodjatok és sokasodjatok: járjatok-keljetek a földön, és uralkodjatok rajta!« |
8 και ειπεν ο θεος τω νωε και τοις υιοις αυτου μετ' αυτου λεγων | 8 Majd ezt mondta Isten Noénak, s vele fiainak: |
9 εγω ιδου ανιστημι την διαθηκην μου υμιν και τω σπερματι υμων μεθ' υμας | 9 »Íme, szövetséget kötök veletek és utódaitokkal, |
10 και παση ψυχη τη ζωση μεθ' υμων απο ορνεων και απο κτηνων και πασι τοις θηριοις της γης οσα μεθ' υμων απο παντων των εξελθοντων εκ της κιβωτου | 10 és minden élőlénnyel, amely veletek van, a madarakkal, a lábasjószággal és a mező minden vadjával, amely kijött a bárkából, s a föld minden állatával. |
11 και στησω την διαθηκην μου προς υμας και ουκ αποθανειται πασα σαρξ ετι απο του υδατος του κατακλυσμου και ουκ εσται ετι κατακλυσμος υδατος του καταφθειραι πασαν την γην | 11 Szövetséget kötök veletek, hogy nem pusztul el többé minden test az özönvíz által, s nem lesz többé vízözön, amely elpusztítja a földet.« |
12 και ειπεν κυριος ο θεος προς νωε τουτο το σημειον της διαθηκης ο εγω διδωμι ανα μεσον εμου και υμων και ανα μεσον πασης ψυχης ζωσης η εστιν μεθ' υμων εις γενεας αιωνιους | 12 Azután Isten azt mondta: »Ez lesz a jele annak a szövetségnek, amelyet megkötök velem és veletek, és minden élőlénnyel, amely veletek van, örök időkre: |
13 το τοξον μου τιθημι εν τη νεφελη και εσται εις σημειον διαθηκης ανα μεσον εμου και της γης | 13 szivárványomat a felhőkbe helyezem, s az lesz a jele a szövetségnek közöttem és a föld között. |
14 και εσται εν τω συννεφειν με νεφελας επι την γην οφθησεται το τοξον μου εν τη νεφελη | 14 Amikor ugyanis felhőkbe borítom az eget, feltűnik a felhőkben szivárványom, |
15 και μνησθησομαι της διαθηκης μου η εστιν ανα μεσον εμου και υμων και ανα μεσον πασης ψυχης ζωσης εν παση σαρκι και ουκ εσται ετι το υδωρ εις κατακλυσμον ωστε εξαλειψαι πασαν σαρκα | 15 és megemlékezem szövetségemről, amelyet veletek kötöttem, és az összes testet éltető élő lélekkel kötöttem, s nem lesz többé özönvíz, hogy eltöröljön minden testet. |
16 και εσται το τοξον μου εν τη νεφελη και οψομαι του μνησθηναι διαθηκην αιωνιον ανα μεσον εμου και ανα μεσον πασης ψυχης ζωσης εν παση σαρκι η εστιν επι της γης | 16 A felhőkben lesz tehát a szivárvány, s én látni fogom, és megemlékezem arról az örök szövetségről, amely Isten között és a földön lévő minden testet éltető lélek között létrejött.« |
17 και ειπεν ο θεος τω νωε τουτο το σημειον της διαθηκης ης διεθεμην ανα μεσον εμου και ανα μεσον πασης σαρκος η εστιν επι της γης | 17 Majd azt mondta Isten Noénak: »Ez lesz a jele annak a szövetségnek, amelyet közöttem és a földön levő minden test között szereztem.« |
18 ησαν δε οι υιοι νωε οι εξελθοντες εκ της κιβωτου σημ χαμ ιαφεθ χαμ ην πατηρ χανααν | 18 Noé fiai tehát, akik a bárkából kijöttek, Szem, Kám és Jáfet voltak; Kám ősatyja lett Kánaánnak. |
19 τρεις ουτοι εισιν οι υιοι νωε απο τουτων διεσπαρησαν επι πασαν την γην | 19 Ők hárman voltak Noé fiai, s ezektől terjedt el minden emberi nemzetség az egész földön. |
20 και ηρξατο νωε ανθρωπος γεωργος γης και εφυτευσεν αμπελωνα | 20 Noé aztán, mint földművelő ember, elkezdett szőlőt ültetni. |
21 και επιεν εκ του οινου και εμεθυσθη και εγυμνωθη εν τω οικω αυτου | 21 Ivott a borból, lerészegedett, és meztelenül feküdt a sátrában. |
22 και ειδεν χαμ ο πατηρ χανααν την γυμνωσιν του πατρος αυτου και εξελθων ανηγγειλεν τοις δυσιν αδελφοις αυτου εξω | 22 Amikor ezt Kánaán apja, Kám meglátta, azt ugyanis, hogy apja szemérme ki van takarva, hírül adta kint levő két testvérének. |
23 και λαβοντες σημ και ιαφεθ το ιματιον επεθεντο επι τα δυο νωτα αυτων και επορευθησαν οπισθοφανως και συνεκαλυψαν την γυμνωσιν του πατρος αυτων και το προσωπον αυτων οπισθοφανες και την γυμνωσιν του πατρος αυτων ουκ ειδον | 23 Ám Szem és Jáfet vállukra terítették a palástot, és hátrafelé haladva betakarták apjuk szemérmét. Arcukat elfordították, így nem látták apjuk szégyenét. |
24 εξενηψεν δε νωε απο του οινου και εγνω οσα εποιησεν αυτω ο υιος αυτου ο νεωτερος | 24 Amikor aztán Noé felébredt a részegségből, s megtudta, mit tett vele a kisebbik fia, |
25 και ειπεν επικαταρατος χανααν παις οικετης εσται τοις αδελφοις αυτου | 25 így szólt: »Átkozott legyen Kánaán, legyen utolsó szolgája testvéreinek!« |
26 και ειπεν ευλογητος κυριος ο θεος του σημ και εσται χανααν παις αυτου | 26 Majd ezt mondta: »Áldott legyen az Úr, Szem Istene, és legyen Kánaán a szolgája! |
27 πλατυναι ο θεος τω ιαφεθ και κατοικησατω εν τοις οικοις του σημ και γενηθητω χανααν παις αυτων | 27 Terjessze ki Isten Jáfetet, lakozzék Szem sátraiban, s Kánaán legyen a szolgája!« |
28 εζησεν δε νωε μετα τον κατακλυσμον τριακοσια πεντηκοντα ετη | 28 Noé a vízözön után háromszázötven esztendeig élt még. |
29 και εγενοντο πασαι αι ημεραι νωε εννακοσια πεντηκοντα ετη και απεθανεν | 29 Aztán beteltek napjai, amelyek összesen kilencszázötven esztendőt tettek ki, és meghalt. |