Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 42


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 ιδων δε ιακωβ οτι εστιν πρασις εν αιγυπτω ειπεν τοις υιοις αυτου ινα τι ραθυμειτε1 Amikor aztán Jákob meghallotta, hogy Egyiptomban lehet kapni eleséget, azt mondta fiainak: »Miért késlekedtek?
2 ιδου ακηκοα οτι εστιν σιτος εν αιγυπτω καταβητε εκει και πριασθε ημιν μικρα βρωματα ινα ζωμεν και μη αποθανωμεν2 Hallottam, hogy Egyiptomban lehet kapni gabonát; menjetek le, vegyetek, amennyire szükségünk van, hogy életben maradjunk, és el ne pusztítson bennünket az ínség.«
3 κατεβησαν δε οι αδελφοι ιωσηφ οι δεκα πριασθαι σιτον εξ αιγυπτου3 Lement tehát József tíz testvére, hogy gabonát vegyen Egyiptomban.
4 τον δε βενιαμιν τον αδελφον ιωσηφ ουκ απεστειλεν μετα των αδελφων αυτου ειπεν γαρ μηποτε συμβη αυτω μαλακια4 Benjamint, József testvérét azonban otthon tartotta Jákob. Azt mondta a testvéreinek: »Nehogy valami baja történjen az úton!«
5 ηλθον δε οι υιοι ισραηλ αγοραζειν μετα των ερχομενων ην γαρ ο λιμος εν γη χανααν5 Bementek tehát Izrael fiai Egyiptom földjére, másokkal együtt, akik szintén odamentek vásárolni, mert éhség pusztított Kánaán földjén.
6 ιωσηφ δε ην αρχων της γης ουτος επωλει παντι τω λαω της γης ελθοντες δε οι αδελφοι ιωσηφ προσεκυνησαν αυτω επι προσωπον επι την γην6 József volt tehát a kormányzó Egyiptom földjén, és az ő engedélyével adták el a gabonát a népeknek. Amikor aztán testvérei leborultak előtte,
7 ιδων δε ιωσηφ τους αδελφους αυτου επεγνω και ηλλοτριουτο απ' αυτων και ελαλησεν αυτοις σκληρα και ειπεν αυτοις ποθεν ηκατε οι δε ειπαν εκ γης χανααν αγορασαι βρωματα7 megismerte őket, de mintha idegenek lettek volna, keményen szólt hozzájuk, és megkérdezte tőlük: »Honnan jöttetek?« Azok azt felelték: »Kánaán földjéről, hogy ennivalót vegyünk.«
8 επεγνω δε ιωσηφ τους αδελφους αυτου αυτοι δε ουκ επεγνωσαν αυτον8 Ő felismerte testvéreit, de azok nem ismerték fel őt.
9 και εμνησθη ιωσηφ των ενυπνιων ων ειδεν αυτος και ειπεν αυτοις κατασκοποι εστε κατανοησαι τα ιχνη της χωρας ηκατε9 Ekkor eszébe jutottak az álmok, amelyeket egykor látott, és azt mondta nekik: »Kémek vagytok! Azért jöttetek, hogy megnézzétek, hol gyenge ez az ország!«
10 οι δε ειπαν ουχι κυριε οι παιδες σου ηλθομεν πριασθαι βρωματα10 Azok azt mondták: »Nem, uram! Azért jöttek szolgáid, hogy eleséget vegyenek.
11 παντες εσμεν υιοι ενος ανθρωπου ειρηνικοι εσμεν ουκ εισιν οι παιδες σου κατασκοποι11 Mindannyian egy ember fiai vagyunk, békességesen jöttünk, semmi gonoszat nem forralnak szolgáid.«
12 ειπεν δε αυτοις ουχι αλλα τα ιχνη της γης ηλθατε ιδειν12 Ő azt felelte nekik: »Nem úgy van az! Azért jöttetek, hogy kifürkésszétek, hol védtelen ez az ország!«
13 οι δε ειπαν δωδεκα εσμεν οι παιδες σου αδελφοι εν γη χανααν και ιδου ο νεωτερος μετα του πατρος ημων σημερον ο δε ετερος ουχ υπαρχει13 De azok erősítették: »Tizenketten vagyunk mi, szolgáid, testvérek, egy embernek fiai, Kánaán földjén; a legkisebb az apánknál van, a másik pedig nincs többé.«
14 ειπεν δε αυτοις ιωσηφ τουτο εστιν ο ειρηκα υμιν λεγων οτι κατασκοποι εστε14 Ő azonban azt mondta: »Úgy van, ahogy mondtam: kémek vagytok!
15 εν τουτω φανεισθε νη την υγιειαν φαραω ου μη εξελθητε εντευθεν εαν μη ο αδελφος υμων ο νεωτερος ελθη ωδε15 Mindjárt próbára is teszlek titeket! Úgy éljen a fáraó, hogy el nem mentek innen, amíg el nem jön legkisebb öcsétek is.
16 αποστειλατε εξ υμων ενα και λαβετε τον αδελφον υμων υμεις δε απαχθητε εως του φανερα γενεσθαι τα ρηματα υμων ει αληθευετε η ου ει δε μη νη την υγιειαν φαραω η μην κατασκοποι εστε16 Küldjetek el valakit közületek, hogy hozza el! Ti pedig fogságban maradtok, amíg kiderül, hogy amit mondtatok, igaz-e, vagy hamis. Különben, úgy éljen a fáraó, kémek vagytok!«
17 και εθετο αυτους εν φυλακη ημερας τρεις17 Azzal fogságba vetette őket, három napra.
18 ειπεν δε αυτοις τη ημερα τη τριτη τουτο ποιησατε και ζησεσθε τον θεον γαρ εγω φοβουμαι18 Harmadnapon azonban kihozatta őket a börtönből, és így szólt hozzájuk: »Tegyétek meg, amit mondok, s akkor életben maradtok! Hiszen félem én Istent!
19 ει ειρηνικοι εστε αδελφος υμων εις κατασχεθητω εν τη φυλακη αυτοι δε βαδισατε και απαγαγετε τον αγορασμον της σιτοδοσιας υμων19 Ha békességes emberek vagytok, maradjon egyik testvéretek megkötözve a börtönben! Ti pedig menjetek, vigyétek el házatoknak a gabonát, amelyet vettetek!
20 και τον αδελφον υμων τον νεωτερον αγαγετε προς με και πιστευθησονται τα ρηματα υμων ει δε μη αποθανεισθε εποιησαν δε ουτως20 Aztán hozzátok el hozzám legkisebbik öcséteket, hogy meggyőződhessem szavaitokról, és meg ne haljatok!« Úgy tettek tehát, amint mondta.
21 και ειπεν εκαστος προς τον αδελφον αυτου ναι εν αμαρτια γαρ εσμεν περι του αδελφου ημων οτι υπερειδομεν την θλιψιν της ψυχης αυτου οτε κατεδεετο ημων και ουκ εισηκουσαμεν αυτου ενεκεν τουτου επηλθεν εφ' ημας η θλιψις αυτη21 Egymás közt azonban így szóltak: »Méltán szenvedjük ezeket, mert vétkeztünk öcsénk ellen! Láttuk lelke szorongását, amikor rimánkodott nekünk, de nem hallgattuk meg, azért jött ránk ez a nyomorúság!«
22 αποκριθεις δε ρουβην ειπεν αυτοις ουκ ελαλησα υμιν λεγων μη αδικησητε το παιδαριον και ουκ εισηκουσατε μου και ιδου το αιμα αυτου εκζητειται22 Egyikük, Rúben, így szólt: »Nem megmondtam-e nektek, hogy ne vétkezzetek a gyermek ellen? De ti nem hallgattatok rám! Lám, most számon kérik a vérét!«
23 αυτοι δε ουκ ηδεισαν οτι ακουει ιωσηφ ο γαρ ερμηνευτης ανα μεσον αυτων ην23 Nem tudták ugyanis, hogy József érti őket, mert tolmács segítségével beszélt velük.
24 αποστραφεις δε απ' αυτων εκλαυσεν ιωσηφ και παλιν προσηλθεν προς αυτους και ειπεν αυτοις και ελαβεν τον συμεων απ' αυτων και εδησεν αυτον εναντιον αυτων24 Erre ő egy kissé elfordult és sírt. Aztán visszafordult, és beszélt velük,
25 ενετειλατο δε ιωσηφ εμπλησαι τα αγγεια αυτων σιτου και αποδουναι το αργυριον εκαστου εις τον σακκον αυτου και δουναι αυτοις επισιτισμον εις την οδον και εγενηθη αυτοις ουτως25 majd fogta Simeont, és megkötöztette előttük. A szolgáknak pedig megparancsolta, hogy töltsék meg a zsákjukat gabonával, tegyék vissza mindegyikük pénzét a zsákjába, és adjanak nekik élelmet is az útra. Azok úgy tettek, ahogy meghagyta nekik.
26 και επιθεντες τον σιτον επι τους ονους αυτων απηλθον εκειθεν26 Erre ők feltették a gabonát a szamaraikra, és elmentek.
27 λυσας δε εις τον μαρσιππον αυτου δουναι χορτασματα τοις ονοις αυτου ου κατελυσαν ειδεν τον δεσμον του αργυριου αυτου και ην επανω του στοματος του μαρσιππου27 Amikor aztán egyikük kinyitotta a zsákját, hogy abrakot adjon a jószágnak a szálláson, meglátta a pénzt a zsák szájában.
28 και ειπεν τοις αδελφοις αυτου απεδοθη μοι το αργυριον και ιδου τουτο εν τω μαρσιππω μου και εξεστη η καρδια αυτων και εταραχθησαν προς αλληλους λεγοντες τι τουτο εποιησεν ο θεος ημιν28 Erre azt mondta a testvéreinek: »Visszaadták a pénzemet, itt van a zsákban!« Álmélkodva és döbbenten mondták erre egymásnak: »Lám, mit cselekedett velünk az Isten!«
29 ηλθον δε προς ιακωβ τον πατερα αυτων εις γην χανααν και απηγγειλαν αυτω παντα τα συμβαντα αυτοις λεγοντες29 Amikor aztán megérkeztek apjukhoz, Jákobhoz Kánaán földjére, elbeszélték neki mindazt, ami velük történt, és azt mondták:
30 λελαληκεν ο ανθρωπος ο κυριος της γης προς ημας σκληρα και εθετο ημας εν φυλακη ως κατασκοπευοντας την γην30 »Keményen beszélt velünk annak a földnek az ura! Az ország kémeinek gondolt minket.«
31 ειπαμεν δε αυτω ειρηνικοι εσμεν ουκ εσμεν κατασκοποι31 De mi megmondtuk neki: »Békességes emberek vagyunk, és nem akarunk kifürkészni semmit.
32 δωδεκα αδελφοι εσμεν υιοι του πατρος ημων ο εις ουχ υπαρχει ο δε μικροτερος μετα του πατρος ημων σημερον εν γη χανααν32 Tizenketten vagyunk, testvérek, és egy apától származunk. Egyikünk nincs többé, a legkisebb pedig apánknál van, Kánaán földjén.
33 ειπεν δε ημιν ο ανθρωπος ο κυριος της γης εν τουτω γνωσομαι οτι ειρηνικοι εστε αδελφον ενα αφετε ωδε μετ' εμου τον δε αγορασμον της σιτοδοσιας του οικου υμων λαβοντες απελθατε33 Az az ember, annak a földnek az ura, erre azt mondta nekünk: ‘Ebből fogom megítélni, hogy békességesek vagytok-e: egyik testvérteket hagyjátok itt nálam, ti meg vegyétek a házatoknak szükséges élelmet, menjetek,
34 και αγαγετε προς με τον αδελφον υμων τον νεωτερον και γνωσομαι οτι ου κατασκοποι εστε αλλ' οτι ειρηνικοι εστε και τον αδελφον υμων αποδωσω υμιν και τη γη εμπορευεσθε34 és hozzátok el hozzám legkisebb öcséteket! Akkor tudni fogom, hogy nem vagytok kémek, és őt, aki fogságban van, visszakaphatjátok. Azontúl pedig, amit csak akartok, szabadon vásárolhattok.’«
35 εγενετο δε εν τω κατακενουν αυτους τους σακκους αυτων και ην εκαστου ο δεσμος του αργυριου εν τω σακκω αυτων και ειδον τους δεσμους του αργυριου αυτων αυτοι και ο πατηρ αυτων και εφοβηθησαν35 Ezt mondták. Amikor aztán kitöltötték a gabonát, ott találta mindegyik a zsákja szájában egybekötve a pénzét. Meg is ijedt valamennyi egyaránt.
36 ειπεν δε αυτοις ιακωβ ο πατηρ αυτων εμε ητεκνωσατε ιωσηφ ουκ εστιν συμεων ουκ εστιν και τον βενιαμιν λημψεσθε επ' εμε εγενετο παντα ταυτα36 Apjuk, Jákob azonban így szólt: »Megfosztotok engem minden gyermekemtől: József nincs többé, Simeon fogságban van, Benjamint is elvinnétek! Rám szakad az összes baj!«
37 ειπεν δε ρουβην τω πατρι αυτου λεγων τους δυο υιους μου αποκτεινον εαν μη αγαγω αυτον προς σε δος αυτον εις την χειρα μου καγω αναξω αυτον προς σε37 Rúben azt felelte neki: »Az én két fiamat öld meg, ha vissza nem hozom neked! Bízd az én kezemre, és én visszahozom neked!«
38 ο δε ειπεν ου καταβησεται ο υιος μου μεθ' υμων οτι ο αδελφος αυτου απεθανεν και αυτος μονος καταλελειπται και συμβησεται αυτον μαλακισθηναι εν τη οδω η αν πορευησθε και καταξετε μου το γηρας μετα λυπης εις αδου38 Ám ő azt mondta: »Nem megy le veletek a fiam; a testvére meghalt, ő maradt meg egyedül. Ha valami baja történnék az úton, ősz fejemet bánatával juttatnátok az alvilágba.«