Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 4


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 αδαμ δε εγνω ευαν την γυναικα αυτου και συλλαβουσα ετεκεν τον καιν και ειπεν εκτησαμην ανθρωπον δια του θεου1 Az ember aztán megismerte feleségét, Évát. Az fogant, megszülte Káint, és így szólt: »Embert kaptam Istentől!«
2 και προσεθηκεν τεκειν τον αδελφον αυτου τον αβελ και εγενετο αβελ ποιμην προβατων καιν δε ην εργαζομενος την γην2 Majd ismét szült: az öccsét, Ábelt. Ábel juhpásztor volt, Káin pedig földműves.
3 και εγενετο μεθ' ημερας ηνεγκεν καιν απο των καρπων της γης θυσιαν τω κυριω3 Történt pedig számos nap múltán, hogy Káin ajándékot mutatott be az Úrnak a föld gyümölcséből.
4 και αβελ ηνεγκεν και αυτος απο των πρωτοτοκων των προβατων αυτου και απο των στεατων αυτων και επειδεν ο θεος επι αβελ και επι τοις δωροις αυτου4 Ábel is áldozott nyája elsőszülötteiből és azok kövérjéből. Az Úr rátekintett Ábelre és ajándékaira,
5 επι δε καιν και επι ταις θυσιαις αυτου ου προσεσχεν και ελυπησεν τον καιν λιαν και συνεπεσεν τω προσωπω5 de Káinra és ajándékaira nem tekintett. Nagy haragra gerjedt erre Káin, és lehorgasztotta a fejét.
6 και ειπεν κυριος ο θεος τω καιν ινα τι περιλυπος εγενου και ινα τι συνεπεσεν το προσωπον σου6 Ám az Úr azt mondta neki: »Miért gerjedtél haragra, s miért horgasztod le a fejed?
7 ουκ εαν ορθως προσενεγκης ορθως δε μη διελης ημαρτες ησυχασον προς σε η αποστροφη αυτου και συ αρξεις αυτου7 Nemde ha jól cselekszel, jutalmat nyersz, de ha rosszul, legott az ajtóban leselkedik a bűn! Kíván téged, de te uralkodj rajta!«
8 και ειπεν καιν προς αβελ τον αδελφον αυτου διελθωμεν εις το πεδιον και εγενετο εν τω ειναι αυτους εν τω πεδιω και ανεστη καιν επι αβελ τον αδελφον αυτου και απεκτεινεν αυτον8 Mindazonáltal Káin azt mondta Ábelnek, a testvérének: »Menjünk ki!« Amikor kint voltak a mezőn, Káin rátámadt testvérére, Ábelre, és megölte.
9 και ειπεν ο θεος προς καιν που εστιν αβελ ο αδελφος σου ο δε ειπεν ου γινωσκω μη φυλαξ του αδελφου μου ειμι εγω9 Azt mondta ekkor az Úr Káinnak: »Hol van Ábel, a testvéred?« Ő így felelt: »Nem tudom. Talán bizony őrzője vagyok én a testvéremnek?«
10 και ειπεν ο θεος τι εποιησας φωνη αιματος του αδελφου σου βοα προς με εκ της γης10 Azt mondta erre neki: »Mit műveltél? Testvéred vérének szava hozzám kiált a földről.
11 και νυν επικαταρατος συ απο της γης η εχανεν το στομα αυτης δεξασθαι το αιμα του αδελφου σου εκ της χειρος σου11 Ezért légy átkozott e földön, amely megnyitotta száját, s befogadta öcséd vérét kezedből!
12 οτι εργα την γην και ου προσθησει την ισχυν αυτης δουναι σοι στενων και τρεμων εση επι της γης12 Ha műveled, ne adja meg neked gyümölcsét! Kóbor bujdosó légy a földön!«
13 και ειπεν καιν προς τον κυριον μειζων η αιτια μου του αφεθηναι με13 Azt mondta erre Káin az Úrnak: »Nagyobb az én gonoszságom, hogysem viselhetném.
14 ει εκβαλλεις με σημερον απο προσωπου της γης και απο του προσωπου σου κρυβησομαι και εσομαι στενων και τρεμων επι της γης και εσται πας ο ευρισκων με αποκτενει με14 Íme, ma kivetsz engem e föld színéről, el kell takarodnom színed elől, s kóbor bujdosó lesz belőlem a földön: így bárki megölhet, aki rám talál!«
15 και ειπεν αυτω κυριος ο θεος ουχ ουτως πας ο αποκτεινας καιν επτα εκδικουμενα παραλυσει και εθετο κυριος ο θεος σημειον τω καιν του μη ανελειν αυτον παντα τον ευρισκοντα αυτον15 Azt mondta erre az Úr neki: »Korántsem lesz úgy, sőt bárki, aki megöli Káint, hétszeresen bűnhődik!« Jelt is tett az Úr Káinra, hogy meg ne ölje senki sem, aki rátalál.
16 εξηλθεν δε καιν απο προσωπου του θεου και ωκησεν εν γη ναιδ κατεναντι εδεμ16 Eltávozott erre Káin az Úr színe elől, és bujdosóként lakott Nód földjén, Édentől keletre.
17 και εγνω καιν την γυναικα αυτου και συλλαβουσα ετεκεν τον ενωχ και ην οικοδομων πολιν και επωνομασεν την πολιν επι τω ονοματι του υιου αυτου ενωχ17 Káin aztán megismerte feleségét, s az fogant, és megszülte Hénokot. Majd várost épített, s azt elnevezte a fia nevéről Hénoknak.
18 εγενηθη δε τω ενωχ γαιδαδ και γαιδαδ εγεννησεν τον μαιηλ και μαιηλ εγεννησεν τον μαθουσαλα και μαθουσαλα εγεννησεν τον λαμεχ18 Hénok aztán nemzette Irádot, Irád pedig nemzette Mehujaélt, Mehujaél pedig nemzette Matuzsálemet, Matuzsálem pedig nemzette Lámeket.
19 και ελαβεν εαυτω λαμεχ δυο γυναικας ονομα τη μια αδα και ονομα τη δευτερα σελλα19 Ez két feleséget vett: az egyiknek a neve Áda, a másiknak a neve Cilla.
20 και ετεκεν αδα τον ιωβελ ουτος ην ο πατηρ οικουντων εν σκηναις κτηνοτροφων20 Áda megszülte Jábelt: ez lett a sátorlakók és a pásztorok atyja.
21 και ονομα τω αδελφω αυτου ιουβαλ ουτος ην ο καταδειξας ψαλτηριον και κιθαραν21 Öccsét Jubálnak hívták: ez lett a lantosok és a furulyások atyja.
22 σελλα δε ετεκεν και αυτη τον θοβελ και ην σφυροκοπος χαλκευς χαλκου και σιδηρου αδελφη δε θοβελ νοεμα22 Cilla is szült: Tubálkaint, aki kovács lett, és mindenféle réz- és vasmunkának művese. Tubálkain nővére Noéma volt.
23 ειπεν δε λαμεχ ταις εαυτου γυναιξιν αδα και σελλα ακουσατε μου της φωνης γυναικες λαμεχ ενωτισασθε μου τους λογους οτι ανδρα απεκτεινα εις τραυμα εμοι και νεανισκον εις μωλωπα εμοι23 Lámek azt mondta a feleségeinek: »Áda és Cilla, halljátok szavamat Lámek feleségei, hallgassátok szózatomat: Megöltem sebemért egy férfit, Sérülésemért egy ifjút:
24 οτι επτακις εκδεδικηται εκ καιν εκ δε λαμεχ εβδομηκοντακις επτα24 Hétszeres a bosszú Káinért: De hetvenhétszeres Lámekért!«
25 εγνω δε αδαμ ευαν την γυναικα αυτου και συλλαβουσα ετεκεν υιον και επωνομασεν το ονομα αυτου σηθ λεγουσα εξανεστησεν γαρ μοι ο θεος σπερμα ετερον αντι αβελ ον απεκτεινεν καιν25 Ádám megismerte még a feleségét, s az fiút szült, és elnevezte Szetnek, mondván: »Másik magzatot adott nekem Isten Ábel helyett, akit megölt Káin!«
26 και τω σηθ εγενετο υιος επωνομασεν δε το ονομα αυτου ενως ουτος ηλπισεν επικαλεισθαι το ονομα κυριου του θεου26 Szetnek szintén született fia, ezt Enósnak nevezte el; ő kezdte segítségül hívni az Úr nevét.