1 ιδουσα δε ραχηλ οτι ου τετοκεν τω ιακωβ και εζηλωσεν ραχηλ την αδελφην αυτης και ειπεν τω ιακωβ δος μοι τεκνα ει δε μη τελευτησω εγω | 1 Amikor Ráchel látta, hogy ő meddő, féltékeny lett a nővérére. Azt mondta a férjének: »Adj nekem gyermekeket, különben meghalok!« |
2 εθυμωθη δε ιακωβ τη ραχηλ και ειπεν αυτη μη αντι θεου εγω ειμι ος εστερησεν σε καρπον κοιλιας | 2 Jákob ezért megharagudott rá, és azt felelte: »Hát én vagyok az Isten, aki megtagadta tőled méhed gyümölcsét?« |
3 ειπεν δε ραχηλ τω ιακωβ ιδου η παιδισκη μου βαλλα εισελθε προς αυτην και τεξεται επι των γονατων μου και τεκνοποιησομαι καγω εξ αυτης | 3 Erre Ráchel így szól: »Itt van a szolgálóm, Bilha, menj be hozzá! Szüljön ő a térdemen, és legyenek fiaim általa!« |
4 και εδωκεν αυτω βαλλαν την παιδισκην αυτης αυτω γυναικα εισηλθεν δε προς αυτην ιακωβ | 4 Feleségül adta tehát neki Bilhát, aki, |
5 και συνελαβεν βαλλα η παιδισκη ραχηλ και ετεκεν τω ιακωβ υιον | 5 miután a férfi bement hozzá, fogant, és fiút szült. |
6 και ειπεν ραχηλ εκρινεν μοι ο θεος και επηκουσεν της φωνης μου και εδωκεν μοι υιον δια τουτο εκαλεσεν το ονομα αυτου δαν | 6 Ráchel ekkor azt mondta: »Igazságot szolgáltatott nekem Isten! Meghallgatta szavamat, és fiút adott nekem!« Ezért elnevezte Dánnak. |
7 και συνελαβεν ετι βαλλα η παιδισκη ραχηλ και ετεκεν υιον δευτερον τω ιακωβ | 7 Aztán ismét fogant Bilha, Ráchel szolgálója, és szült Jákobnak egy másik fiút. |
8 και ειπεν ραχηλ συνελαβετο μοι ο θεος και συνανεστραφην τη αδελφη μου και ηδυνασθην και εκαλεσεν το ονομα αυτου νεφθαλι | 8 Ráchel erre azt mondta: »Az Úr harcát vívtam a nénémmel, és győztem!« Elnevezte tehát Naftalinak. |
9 ειδεν δε λεια οτι εστη του τικτειν και ελαβεν ζελφαν την παιδισκην αυτης και εδωκεν αυτην τω ιακωβ γυναικα | 9 Amikor Lea látta, hogy ő nem szül, odaadta a férjének szolgálóját, Zelfát. |
10 εισηλθεν δε προς αυτην ιακωβ και συνελαβεν ζελφα η παιδισκη λειας και ετεκεν τω ιακωβ υιον | 10 Amikor az fogant és fiút szült, |
11 και ειπεν λεια εν τυχη και επωνομασεν το ονομα αυτου γαδ | 11 így szólt: »Szerencsére!« Elnevezte tehát Gádnak. |
12 και συνελαβεν ζελφα η παιδισκη λειας και ετεκεν ετι τω ιακωβ υιον δευτερον | 12 Másikat is szült Zelfa, |
13 και ειπεν λεια μακαρια εγω οτι μακαριζουσιν με αι γυναικες και εκαλεσεν το ονομα αυτου ασηρ | 13 s ekkor Lea azt mondta: »Ő a boldogságomra szolgál, mert boldognak mondanak engem az asszonyok!« Ezért elnevezte Ásernek. |
14 επορευθη δε ρουβην εν ημεραις θερισμου πυρων και ευρεν μηλα μανδραγορου εν τω αγρω και ηνεγκεν αυτα προς λειαν την μητερα αυτου ειπεν δε ραχηλ τη λεια δος μοι των μανδραγορων του υιου σου | 14 Amikor Rúben egyszer búzaaratás idején kiment a mezőre, mandragórát talált, és elvitte anyjának, Leának. Ráchel azt mondta neki: »Adj nekem fiad mandragórájából!« |
15 ειπεν δε λεια ουχ ικανον σοι οτι ελαβες τον ανδρα μου μη και τους μανδραγορας του υιου μου λημψη ειπεν δε ραχηλ ουχ ουτως κοιμηθητω μετα σου την νυκτα ταυτην αντι των μανδραγορων του υιου σου | 15 Az így felelt: »Kevésnek találod, hogy a férjemet elvetted tőlem, még a fiam mandragóráját is elvennéd?« Ráchel erre azt mondta: »Veled alhat ma éjjel a fiad mandragórájáért!« |
16 εισηλθεν δε ιακωβ εξ αγρου εσπερας και εξηλθεν λεια εις συναντησιν αυτω και ειπεν προς με εισελευση σημερον μεμισθωμαι γαρ σε αντι των μανδραγορων του υιου μου και εκοιμηθη μετ' αυτης την νυκτα εκεινην | 16 Amikor aztán Jákob estefelé megjött a mezőről, Lea kiment elé, és így szólt: »Hozzám kell bejönnöd, mert bérbe vettelek a fiam mandragórájáért.« Vele aludt tehát azon az éjszakán. |
17 και επηκουσεν ο θεος λειας και συλλαβουσα ετεκεν τω ιακωβ υιον πεμπτον | 17 Isten pedig meghallgatta könyörgését. Fogant, megszülte az ötödik fiút, |
18 και ειπεν λεια εδωκεν ο θεος τον μισθον μου ανθ' ου εδωκα την παιδισκην μου τω ανδρι μου και εκαλεσεν το ονομα αυτου ισσαχαρ ο εστιν μισθος | 18 és azt mondta: »Megadta Isten a béremet, mert odaadtam szolgálómat az uramnak!« – Elnevezte tehát Isszakárnak. |
19 και συνελαβεν ετι λεια και ετεκεν υιον εκτον τω ιακωβ | 19 Lea azután megint fogant, megszülte Jákobnak a hatodik fiút, |
20 και ειπεν λεια δεδωρηται μοι ο θεος δωρον καλον εν τω νυν καιρω αιρετιει με ο ανηρ μου ετεκον γαρ αυτω υιους εξ και εκαλεσεν το ονομα αυτου ζαβουλων | 20 és azt mondta: »Jó ajándékkal ajándékozott meg engem Isten: ezután is velem lesz az uram, mivel hat fiút szültem neki.« Ezért elnevezte a fiát Zebulonnak. |
21 και μετα τουτο ετεκεν θυγατερα και εκαλεσεν το ονομα αυτης δινα | 21 Ezután egy lányt szült, név szerint Dínát. |
22 εμνησθη δε ο θεος της ραχηλ και επηκουσεν αυτης ο θεος και ανεωξεν αυτης την μητραν | 22 Az Úr azonban megemlékezett Ráchelről is: meghallgatta őt, és megnyitotta a méhét. |
23 και συλλαβουσα ετεκεν τω ιακωβ υιον ειπεν δε ραχηλ αφειλεν ο θεος μου το ονειδος | 23 Fogant tehát, fiút szült, és azt mondta: »Elvette Isten a gyalázatomat.« – |
24 και εκαλεσεν το ονομα αυτου ιωσηφ λεγουσα προσθετω ο θεος μοι υιον ετερον | 24 Elnevezte a gyermeket Józsefnek, mondván: »Adjon hozzá az Úr egy másik fiút is nekem.« |
25 εγενετο δε ως ετεκεν ραχηλ τον ιωσηφ ειπεν ιακωβ τω λαβαν αποστειλον με ινα απελθω εις τον τοπον μου και εις την γην μου | 25 József születése után Jákob így szólt Lábánhoz: »Bocsáss el engem, hadd térjek vissza hazámba és földemre! |
26 αποδος τας γυναικας μου και τα παιδια περι ων δεδουλευκα σοι ινα απελθω συ γαρ γινωσκεις την δουλειαν ην δεδουλευκα σοι | 26 Add ide feleségeimet és gyermekeimet, akikért szolgáltam neked, hadd menjek! Hiszen ismered a szolgálat feltételeit, amellyel szolgáltam neked.« |
27 ειπεν δε αυτω λαβαν ει ευρον χαριν εναντιον σου οιωνισαμην αν ευλογησεν γαρ με ο θεος τη ση εισοδω | 27 Lábán azt mondta neki: »Bárcsak kegyelmet találnék a szemedben! Jóslatból tudom, hogy miattad áldott meg engem az Isten. |
28 διαστειλον τον μισθον σου προς με και δωσω | 28 Határozd meg béredet, amelyet adnom kell neked!« |
29 ειπεν δε αυτω ιακωβ συ γινωσκεις α δεδουλευκα σοι και οσα ην κτηνη σου μετ' εμου | 29 Erre ő így felelt: »Tudod, hogyan szolgáltam neked, és mennyire gyarapodott jószágod a kezemben. |
30 μικρα γαρ ην οσα σοι ην εναντιον εμου και ηυξηθη εις πληθος και ηυλογησεν σε κυριος επι τω ποδι μου νυν ουν ποτε ποιησω καγω εμαυτω οικον | 30 Alig volt valamid, mielőtt hozzád jöttem, s most pedig gazdaggá lettél, mert megáldott az Úr téged a lábam nyomában. De mikor gondoskodhatok már végre a magam házáról is?« |
31 και ειπεν αυτω λαβαν τι σοι δωσω ειπεν δε αυτω ιακωβ ου δωσεις μοι ουθεν εαν ποιησης μοι το ρημα τουτο παλιν ποιμανω τα προβατα σου και φυλαξω | 31 Lábán erre megkérdezte: »Mit adjak hát neked?« Ő azt válaszolta: »Semmit, hanem csak tedd meg, amit kérek, akkor megint legeltetem és őrzöm juhaidat. |
32 παρελθατω παντα τα προβατα σου σημερον και διαχωρισον εκειθεν παν προβατον φαιον εν τοις αρνασιν και παν διαλευκον και ραντον εν ταις αιξιν εσται μοι μισθος | 32 Ma körüljárom minden nyájadat. Különíts el minden tarka és pettyes szőrű juhot! Ha aztán lesz a juhok között fekete, a kecskék között pedig pettyes vagy tarka, legyen az az én bérem. |
33 και επακουσεται μοι η δικαιοσυνη μου εν τη ημερα τη αυριον οτι εστιν ο μισθος μου ενωπιον σου παν ο εαν μη η ραντον και διαλευκον εν ταις αιξιν και φαιον εν τοις αρνασιν κεκλεμμενον εσται παρ' εμοι | 33 A becsületemmel felelek azért, hogy ezentúl, amikor eljössz, meglátod a béremet. Mindaz ugyanis, ami nem lesz tarka vagy pettyes a kecskék között, vagy fekete a juhok között, lopásról vádoljon engem!« |
34 ειπεν δε αυτω λαβαν εστω κατα το ρημα σου | 34 Azt mondta erre Lábán: »Szívesen elfogadom, amit kívánsz!« |
35 και διεστειλεν εν τη ημερα εκεινη τους τραγους τους ραντους και τους διαλευκους και πασας τας αιγας τας ραντας και τας διαλευκους και παν ο ην λευκον εν αυτοις και παν ο ην φαιον εν τοις αρνασιν και εδωκεν δια χειρος των υιων αυτου | 35 Még aznap el is különítette a csíkos és a foltos bakokat, és minden tarka és foltos kecskét mindattól, ami fehér volt, és minden fekete szőrű juhot. Átadta azokat a fiai kezébe, |
36 και απεστησεν οδον τριων ημερων ανα μεσον αυτων και ανα μεσον ιακωβ ιακωβ δε εποιμαινεν τα προβατα λαβαν τα υπολειφθεντα | 36 és háromnapi járóföld távolságot hagyott maga és Jákob között, aki Lábán többi nyáját legeltette. |
37 ελαβεν δε εαυτω ιακωβ ραβδον στυρακινην χλωραν και καρυινην και πλατανου και ελεπισεν αυτας ιακωβ λεπισματα λευκα περισυρων το χλωρον εφαινετο δε επι ταις ραβδοις το λευκον ο ελεπισεν ποικιλον | 37 Erre Jákob zöld nyárfa-, mandulafa- és juharfavesszőket vett, részben meghántotta őket úgy, hogy azokon, amelyeket meghámozott, előtűnt a fehérség. |
38 και παρεθηκεν τας ραβδους ας ελεπισεν εν ταις ληνοις των ποτιστηριων του υδατος ινα ως αν ελθωσιν τα προβατα πιειν ενωπιον των ραβδων ελθοντων αυτων εις το πιειν | 38 Aztán a vesszőket, amelyeket részben meghántott, berakta az itatóvályúba, ahova a vizet szokták önteni, hogy amikor inni jönnek a nyájak, szemük előtt legyenek a vesszők, s azokra nézzenek, amikor fogannak. |
39 εγκισσησωσιν τα προβατα εις τας ραβδους και ετικτον τα προβατα διαλευκα και ποικιλα και σποδοειδη ραντα | 39 Így azután az történt, hogy a párzás hevében a juhok a vesszőkre néztek, és csíkosakat, tarkákat és pettyeseket ellettek. |
40 τους δε αμνους διεστειλεν ιακωβ και εστησεν εναντιον των προβατων κριον διαλευκον και παν ποικιλον εν τοις αμνοις και διεχωρισεν εαυτω ποιμνια καθ' εαυτον και ουκ εμιξεν αυτα εις τα προβατα λαβαν | 40 Jákob aztán különválasztotta a bárányokat, a nyájat pedig külön terelte mindattól, ami csíkos és fekete volt Lábán nyájában. Külön itatta a saját nyájait, és nem tartotta őket Lábán nyájával együtt. |
41 εγενετο δε εν τω καιρω ω ενεκισσησεν τα προβατα εν γαστρι λαμβανοντα εθηκεν ιακωβ τας ραβδους εναντιον των προβατων εν ταις ληνοις του εγκισσησαι αυτα κατα τας ραβδους | 41 Valahányszor erős juhok párosodtak, Jákob odatette a vesszőket a vályúkba a juhok szeme elé, hogy azokra nézzenek, amikor fogannak. |
42 ηνικα δ' αν ετεκον τα προβατα ουκ ετιθει εγενετο δε τα ασημα του λαβαν τα δε επισημα του ιακωβ | 42 Amikor azonban gyenge juhok voltak ott, nem tette oda őket. Így aztán, ami gyenge volt, Lábáné lett, ami pedig erős volt, Jákobé lett. |
43 και επλουτησεν ο ανθρωπος σφοδρα σφοδρα και εγενετο αυτω κτηνη πολλα και βοες και παιδες και παιδισκαι και καμηλοι και ονοι | 43 Jól meg is gazdagodott ez az ember, lett neki sok nyája, szolgálója és rabszolgája, tevéje meg szamara. |