Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 25


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 προσθεμενος δε αβρααμ ελαβεν γυναικα η ονομα χεττουρα1 Ábrahám pedig másik feleséget vett, akit Keturának hívtak.
2 ετεκεν δε αυτω τον ζεμραν και τον ιεξαν και τον μαδαν και τον μαδιαμ και τον ιεσβοκ και τον σωυε2 Ő Zámránt, Jeksánt, Mádánt, Mádiánt, Jesbokot és Súát szülte neki.
3 ιεξαν δε εγεννησεν τον σαβα και τον θαιμαν και τον δαιδαν υιοι δε δαιδαν εγενοντο ραγουηλ και ναβδεηλ και ασσουριιμ και λατουσιιμ και λοωμιμ3 Jeksán aztán Sábát és Dedánt nemzette. Dedán fiai az assuriták, a letusiták és a leummiták voltak,
4 υιοι δε μαδιαμ γαιφα και αφερ και ενωχ και αβιρα και ελραγα παντες ουτοι ησαν υιοι χεττουρας4 Mádiántól pedig Éfa, Éfer, Hénok, Abida és Eldáa származott. Ezek Ketura fiai.
5 εδωκεν δε αβρααμ παντα τα υπαρχοντα αυτου ισαακ τω υιω αυτου5 Ábrahám Izsáknak adta mindenét, amije volt,
6 και τοις υιοις των παλλακων αυτου εδωκεν αβρααμ δοματα και εξαπεστειλεν αυτους απο ισαακ του υιου αυτου ετι ζωντος αυτου προς ανατολας εις γην ανατολων6 a mellékfeleségek fiait pedig megajándékozta, s még életében elküldte fia, Izsák mellől a Keleti vidékre.
7 ταυτα δε τα ετη ημερων ζωης αβρααμ οσα εζησεν εκατον εβδομηκοντα πεντε ετη7 Ábrahám életének napjai százhetvenöt esztendőt tettek ki.
8 και εκλιπων απεθανεν αβρααμ εν γηρει καλω πρεσβυτης και πληρης ημερων και προσετεθη προς τον λαον αυτου8 Aztán elhunyt, meghalt késő öregségben, élemedett korban, napokkal telten, és népéhez tért.
9 και εθαψαν αυτον ισαακ και ισμαηλ οι υιοι αυτου εις το σπηλαιον το διπλουν εις τον αγρον εφρων του σααρ του χετταιου ο εστιν απεναντι μαμβρη9 Erre fiai, Izsák és Izmael eltemették a Makpéla barlangjában, amely Mamréval szemben a hetita Cohár fiának, Efronnak mezején van,
10 τον αγρον και το σπηλαιον ο εκτησατο αβρααμ παρα των υιων χετ εκει εθαψαν αβρααμ και σαρραν την γυναικα αυτου10 amelyet Ábrahám megvásárolt Hét fiaitól. Ott temették el őt, és a feleségét, Sárát.
11 εγενετο δε μετα το αποθανειν αβρααμ ευλογησεν ο θεος ισαακ τον υιον αυτου και κατωκησεν ισαακ παρα το φρεαρ της ορασεως11 Halála után Isten megáldotta fiát, Izsákot, aki az úgynevezett ‘Élő és látó kútja’ mellett lakott.
12 αυται δε αι γενεσεις ισμαηλ του υιου αβρααμ ον ετεκεν αγαρ η παιδισκη σαρρας τω αβρααμ12 Ábrahám fiának, Izmaelnek, akit az egyiptomi Hágár, Sára szolgálója szült neki, a következő a nemzetsége.
13 και ταυτα τα ονοματα των υιων ισμαηλ κατ' ονομα των γενεων αυτου πρωτοτοκος ισμαηλ ναβαιωθ και κηδαρ και ναβδεηλ και μασσαμ13 Izmael fiainak neve, nevük és származásuk szerint a következő: Izmael elsőszülötte, Nebajót, aztán Kedár, Adbeél, Mibszám,
14 και μασμα και ιδουμα και μασση14 Másma, Dúma, Mássza,
15 και χοδδαδ και θαιμαν και ιετουρ και ναφες και κεδμα15 Hádár, Tema, Jetur, Náfis és Kedma.
16 ουτοι εισιν οι υιοι ισμαηλ και ταυτα τα ονοματα αυτων εν ταις σκηναις αυτων και εν ταις επαυλεσιν αυτων δωδεκα αρχοντες κατα εθνη αυτων16 Ezek Izmael fiai, és ez a nevük, szállásaik és lakóhelyeik szerint; tizenkét fejedelem, törzseik szerint.
17 και ταυτα τα ετη της ζωης ισμαηλ εκατον τριακοντα επτα ετη και εκλιπων απεθανεν και προσετεθη προς το γενος αυτου17 Izmael életkora százharminchét esztendő volt, amikor elhunyt, meghalt, és népéhez tért.
18 κατωκησεν δε απο ευιλατ εως σουρ η εστιν κατα προσωπον αιγυπτου εως ελθειν προς ασσυριους κατα προσωπον παντων των αδελφων αυτου κατωκησεν18 Hevilától Súrig laktak, amely az asszírokhoz menet, Egyiptommal átellenben van. Minden testvérét megelőzve hunyt el.
19 και αυται αι γενεσεις ισαακ του υιου αβρααμ αβρααμ εγεννησεν τον ισαακ19 Izsáknak, Ábrahám fiának nemzetségtörténete a következő. Izsákot Ábrahám nemzette.
20 ην δε ισαακ ετων τεσσαρακοντα οτε ελαβεν την ρεβεκκαν θυγατερα βαθουηλ του συρου εκ της μεσοποταμιας αδελφην λαβαν του συρου εαυτω γυναικα20 Amikor negyvenesztendős volt, feleségül vette Rebekkát, a mezopotámiai szír Bátuel lányát, az arám Lábán nővérét.
21 εδειτο δε ισαακ κυριου περι ρεβεκκας της γυναικος αυτου οτι στειρα ην επηκουσεν δε αυτου ο θεος και ελαβεν εν γαστρι ρεβεκκα η γυνη αυτου21 Izsáknak azonban könyörögnie kellett az Úrhoz feleségéért, mivel meddő volt. Az Úr meg is hallgatta, és megadta Rebekkának, hogy foganjon.
22 εσκιρτων δε τα παιδια εν αυτη ειπεν δε ει ουτως μοι μελλει γινεσθαι ινα τι μοι τουτο επορευθη δε πυθεσθαι παρα κυριου22 A magzatok azonban viaskodtak méhében, mire ő azt mondta: »Ha így kellett járnom, mi szükség volt fogannom?« Elment tehát, hogy megkérdezze az Urat.
23 και ειπεν κυριος αυτη δυο εθνη εν τη γαστρι σου εισιν και δυο λαοι εκ της κοιλιας σου διασταλησονται και λαος λαου υπερεξει και ο μειζων δουλευσει τω ελασσονι23 Az Úr azt felelte: »Két nemzet van méhedben, és két nép válik el öledből: az egyik nép a másik fölé kerekedik, és az idősebb szolgálni fog a fiatalabbnak.«
24 και επληρωθησαν αι ημεραι του τεκειν αυτην και τηδε ην διδυμα εν τη κοιλια αυτης24 Amikor aztán eljött a szülés napja, íme, kiderült, hogy ikrek voltak a méhében.
25 εξηλθεν δε ο υιος ο πρωτοτοκος πυρρακης ολος ωσει δορα δασυς επωνομασεν δε το ονομα αυτου ησαυ25 Az, aki elsőként született meg, vöröses volt és egészen szőrös, mint az állat prémje; elnevezték tehát Ézsaunak. Mindjárt megszületett a másik is, kezével a bátyja sarkát fogva. Elnevezték ezért Jákobnak.
26 και μετα τουτο εξηλθεν ο αδελφος αυτου και η χειρ αυτου επειλημμενη της πτερνης ησαυ και εκαλεσεν το ονομα αυτου ιακωβ ισαακ δε ην ετων εξηκοντα οτε ετεκεν αυτους ρεβεκκα26 Hatvanesztendős volt Izsák, amikor ezek a gyermekek születtek neki.
27 ηυξηθησαν δε οι νεανισκοι και ην ησαυ ανθρωπος ειδως κυνηγειν αγροικος ιακωβ δε ην ανθρωπος απλαστος οικων οικιαν27 Amikor felnövekedtek, Ézsauból ügyes vadász és mezőt járó ember lett, Jákobból pedig csendes, sátorban lakó ember.
28 ηγαπησεν δε ισαακ τον ησαυ οτι η θηρα αυτου βρωσις αυτω ρεβεκκα δε ηγαπα τον ιακωβ28 Izsák Ézsaut szerette, mert jóízűeket evett vadászatából, Rebekka viszont Jákobot szerette.
29 ηψησεν δε ιακωβ εψεμα ηλθεν δε ησαυ εκ του πεδιου εκλειπων29 Amikor Jákob egyszer főzeléket főzött, Ézsau, aki akkor jött meg fáradtan a mezőről,
30 και ειπεν ησαυ τω ιακωβ γευσον με απο του εψεματος του πυρρου τουτου οτι εκλειπω δια τουτο εκληθη το ονομα αυτου εδωμ30 így szólt hozzá: »Adj nekem ebből a vörös főzetből, mert szörnyen fáradt vagyok!« – Emiatt nevezték el őt Edomnak (azaz Vörösnek). –
31 ειπεν δε ιακωβ τω ησαυ αποδου μοι σημερον τα πρωτοτοκια σου εμοι31 Jákob azt mondta neki: »Add el nekem érte az elsőszülöttségedet!«
32 ειπεν δε ησαυ ιδου εγω πορευομαι τελευταν και ινα τι μοι ταυτα τα πρωτοτοκια32 Ézsau azt felelte: »Íme, úgyis meghalok, mit használ nekem az elsőszülöttség!«
33 και ειπεν αυτω ιακωβ ομοσον μοι σημερον και ωμοσεν αυτω απεδοτο δε ησαυ τα πρωτοτοκια τω ιακωβ33 Jákob erre azt mondta: »Akkor esküdj is meg nekem!« Ézsau megesküdött neki, és eladta az elsőszülöttséget.
34 ιακωβ δε εδωκεν τω ησαυ αρτον και εψεμα φακου και εφαγεν και επιεν και αναστας ωχετο και εφαυλισεν ησαυ τα πρωτοτοκια34 Miután így kenyeret, és lencsefőzeléket kapott, evett és ivott, aztán elment, és csekélységnek tartotta, hogy eladta az elsőszülöttséget.