Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Lamentazioni 1


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 (Alef) Come sta solitaria
la città un tempo ricca di popolo!
È divenuta come una vedova,
la grande fra le nazioni;
la signora tra le province
è sottoposta a lavori forzati.
1 Πως εκαθησε μονη η πολις η πεπληθυμμενη λαων. Κατεστη ως χηρα η πεπληθυμμενη εν εθνεσιν, η αρχουσα εν ταις επαρχιαις? εγεινεν υποτελης.
2 (Bet) Piange amaramente nella notte,
le sue lacrime sulle sue guance.
Nessuno la consola,
fra tutti i suoi amanti.
Tutti i suoi amici l’hanno tradita,
le sono divenuti nemici.
2 Ακαταπαυστως κλαιει την νυκτα και τα δακρυα αυτης καταρρεουσιν επι τας σιαγονας αυτης? εκ παντων των αγαπωντων αυτην δεν υπαρχει ο παρηγορων αυτην? παντες οι φιλοι αυτης εφερθησαν προς αυτην απιστως? εχθροι εγειναν εις αυτην.
3 (Ghimel) Giuda è deportato
in miseria e in dura schiavitù.
Abita in mezzo alle nazioni,
e non trova riposo;
tutti i suoi persecutori l’hanno raggiunto
fra le angosce.
3 Ηχμαλωτισθη ο Ιουδας υπο θλιψεως και υπο βαρειας δουλειας? καθηται εν τοις εθνεσι? δεν ευρισκει αναπαυσιν? παντες οι διωκται αυτου κατελαβον αυτον εν μεσω των στενων.
4 (Dalet) Le strade di Sion sono in lutto,
nessuno si reca più alle sue feste;
tutte le sue porte sono deserte,
i suoi sacerdoti sospirano,
le sue vergini sono afflitte
ed essa è nell’amarezza.
4 Αι οδοι της Σιων πενθουσι, διοτι ουδεις ερχεται εις τας εορτας? πασαι αι πυλαι αυτης ειναι ερημοι οι ιερεις αυτης αναστεναζουσιν? αι παρθενοι αυτης ειναι περιλυποι και αυτη πληρης πικριας.
5 (He) I suoi avversari sono suoi padroni,
i suoi nemici prosperano,
perché il Signore l’ha afflitta
per i suoi misfatti senza numero;
i suoi bambini sono andati in esilio,
sospinti dal nemico.
5 Οι εναντιοι αυτης εγειναν κεφαλη, οι εχθροι αυτης ευημερουσι? διοτι ο Κυριος κατεθλιψεν αυτην δια το πληθος των ανομιων αυτης? τα νηπια αυτης επορευθησαν εις αιχμαλωσιαν εμπροσθεν του εχθρου.
6 (Vau) Dalla figlia di Sion
è scomparso ogni splendore.
I suoi capi sono diventati come cervi
che non trovano pascolo;
camminano senza forze
davanti agli inseguitori.
6 Και εφυγεν απο της θυγατρος Σιων πασα η δοξα αυτης? οι αρχοντες αυτης εγειναν ως ελαφοι μη ευρισκουσαι βοσκην, και εβαδιζον χωρις δυναμεως εμπροσθεν του διωκοντος.
7 (Zain) Gerusalemme ricorda
i giorni della sua miseria e del suo vagare,
tutti i suoi beni preziosi
dal tempo antico,
quando il suo popolo cadeva per mano del nemico
e nessuno le porgeva aiuto.
I suoi nemici la guardavano
e ridevano della sua rovina.
7 Ενεθυμηθη η Ιερουσαλημ εν ταις ημεραις της θλιψεως αυτης και της εξωσεως αυτης παντα τα επιθυμητα αυτης, τα οποια ειχεν απο χρονων αρχαιων, οτε επεσεν ο λαος αυτης εις την χειρα του εχθρου και δεν υπηρχεν ο βοηθων αυτην? ειδον αυτην οι εχθροι, εγελασαν επι τη καταπαυσει αυτης.
8 (Het) Gerusalemme ha peccato gravemente
ed è divenuta un abominio.
Quanti la onoravano la disprezzano,
perché hanno visto la sua nudità.
Anch’essa sospira
e si volge per nasconderla.
8 Αμαρτιαν ημαρτησεν η Ιερουσαλημ? δια τουτο εγεινεν ως ακαθαρτος? παντες οι δοξαζοντες αυτην κατεφρονησαν αυτην, διοτι ειδον την ασχημοσυνην αυτης? αυτη δε ανεστεναζε και απεστραφη εις τα οπισω.
9 (Tet) La sua sozzura è nei lembi della sua veste,
non pensava alla sua fine;
è caduta in modo inatteso
e nessuno la consola.
«Guarda, Signore, la mia miseria,
perché il nemico trionfa».
9 Η ακαθαρσια αυτης ητο εις τα κρασπεδα αυτης? δεν ενεθυμηθη τα τελη αυτης? οθεν εταπεινωθη εξαισιως? δεν υπηρχεν ο παρηγορων αυτην. Ιδε, Κυριε, την θλιψιν μου, διοτι εμεγαλυνθη ο εχθρος.
10 (Iod) L’avversario ha steso la mano
su tutte le sue cose più preziose;
ha visto penetrare
nel suo santuario i pagani,
mentre tu, Signore, avevi loro proibito
di entrare nella tua assemblea.
10 Ο εχθρος εξηπλωσε την χειρα αυτου επι παντα τα επιθυμητα αυτης? διοτι αυτη ειδε τα εθνη εισερχομενα εις το αγιαστηριον αυτης, τα οποια προσεταξας να μη εισελθωσιν εις την συναγωγην σου.
11 (Caf) Tutto il suo popolo sospira
in cerca di pane;
danno gli oggetti più preziosi in cambio di cibo,
per sostenersi in vita.
«Osserva, Signore, e considera
come sono disprezzata!
11 Πας ο λαος αυτης καταστεναζει, ζητων αρτον? εδωκαν τα επιθυμητα αυτων αντι τροφης, δια να επανελθη η ψυχη αυτων. Ιδε, Κυριε, και επιβλεψον? διοτι εγεινα εξουθενημενη.
12 (Lamed) Voi tutti che passate per la via,
considerate e osservate
se c’è un dolore simile al mio dolore,
al dolore che ora mi tormenta,
e con cui il Signore mi ha afflitta
nel giorno della sua ira ardente.
12 Ω, προς υμας, παντες οι διαβαινοντες την οδον? επιβλεψατε και ιδετε, αν ηναι πονος κατα τον πονον μου, οστις εγεινεν εις εμε, με τον οποιον με εθλιψεν ο Κυριος εν τη ημερα της οργης του θυμου αυτου.
13 (Mem) Dall’alto egli ha scagliato un fuoco,
nelle mie ossa lo ha fatto penetrare.
Ha teso una rete ai miei piedi,
mi ha fatto tornare indietro.
Mi ha reso desolata,
affranta da languore per sempre.
13 Εξαπεστειλεν εξ υψους πυρ επι τα οστα μου και κατεκρατησεν αυτα? ηπλωσε δικτυον εις τους ποδας μου? με εστρεψεν εις τα οπισω? με κατεστησεν ηφανισμενην, ολην την ημεραν οδυνωμενην.
14 (Nun) S’è aggravato il giogo delle mie colpe,
dalla sua mano sono annodate.
Sono cresciute fin sul mio collo
e hanno fiaccato la mia forza.
Il Signore mi ha messo nelle loro mani,
non posso alzarmi.
14 Ο ζυγος των ασεβηματων μου συνεσφιγχθη δια της χειρος αυτου? περιεπλεχθησαν, ανεβησαν επι τον τραχηλον μου, κατελυσε την δυναμιν μου? ο Κυριος με παρεδωκεν εις χειρας, εξ ων δεν δυναμαι να εγερθω.
15 (Samec) Il Signore in mezzo a me
ha ripudiato tutti i miei prodi,
ha chiamato a raccolta contro di me
per fiaccare i miei giovani;
il Signore ha pigiato nel torchio
la vergine figlia di Giuda.
15 Ο Κυριος κατεστρωσε παντας τους δυνατους μου εν τω μεσω μου? εκαλεσεν επ' εμε ωρισμενον καιρον δια να συντριψη τους εκλεκτους μου? ο Κυριος επατησεν εν ληνω την παρθενον, την θυγατερα Ιουδα.
16 (Ain) Per questo piango,
e dal mio occhio scorrono lacrime,
perché lontano da me è chi consola,
chi potrebbe ridarmi la vita;
i miei figli sono desolati,
perché il nemico ha prevalso».
16 Δια ταυτα εγω θρηνω? οι οφθαλμοι μου, οι οφθαλμοι μου καταρρεουσιν υδατα? διοτι απεμακρυνθη απ' εμου ο παρηγορητης ο αναζωοποιων την ψυχην μου? οι υιοι μου ηφανισθησαν, διοτι υπερισχυσεν ο εχθρος.
17 (Pe) Sion protende le mani,
nessuno la consola.
Contro Giacobbe il Signore ha mandato
da tutte le parti i suoi nemici.
Gerusalemme è divenuta
per loro un abominio.
17 Η Σιων εκτεινει τας χειρας αυτης, δεν υπαρχει ο παρηγορων αυτην? ο Κυριος προσεταξε περι του Ιακωβ? οι εχθροι αυτου περιεκυκλωσαν αυτον? η Ιερουσαλημ εγεινε μεταξυ αυτων ως ακαθαρτος.
18 (Sade) «Giusto è il Signore,
poiché mi sono ribellata alla sua parola.
Ascoltate, vi prego, popoli tutti,
e osservate il mio dolore!
Le mie vergini e i miei giovani
sono andati in schiavitù.
18 Δικαιος ειναι ο Κυριος διοτι απεστατησα απο του λογου αυτου. Ακουσατε, παρακαλω, παντες οι λαοι, και ιδετε τον πονον μου? αι παρθενοι μου και οι νεανισκοι μου επορευθησαν εις αιχμαλωσιαν.
19 (Kof) Ho chiamato i miei amanti,
ma mi hanno tradita;
i miei sacerdoti e i miei anziani
sono spirati in città,
mentre cercavano cibo
per sostenersi in vita.
19 Εκαλεσα τους αγαπωντας με, αλλ' αυτοι με ηπατησαν? οι ιερεις μου και οι πρεσβυτεροι μου εξεπνευσαν εν τη πολει, διοτι εζητησαν τροφην υπερ εαυτων δια να επανελθη η ψυχη αυτων.
20 (Res) Guarda, Signore, quanto sono in angoscia;
le mie viscere si agitano,
dentro di me è sconvolto il mio cuore,
poiché sono stata veramente ribelle.
Di fuori la spada mi priva dei figli,
dentro c’è la morte.
20 Ιδε, Κυριε, διοτι θλιβομαι? τα εντοσθια μου ταραττονται, η καρδια μου αναστρεφεται εντος μου, διοτι μεγαλως απεστατησα? εξωθεν ητεκνωσεν η μαχαιρα? εν τω οικω ο θανατος.
21 (Sin)Senti come gemo,
e nessuno mi consola.
Tutti i miei nemici hanno saputo della mia sventura,
hanno gioito, perché tu l’hai fatto.
Manda il giorno che hai decretato
ed essi siano simili a me!
21 Ηκουσαν, διοτι στεναζω? δεν υπαρχει ο παρηγορων με? παντες οι εχθροι μου ηκουσαν την συμφοραν μου? εχαρησαν οτι συ εκαμες τουτο ? οταν φερης την ημεραν, την οποιαν εκαλεσας, αυτοι θελουσι γεινει ως εγω.
22 (Tau) Giunga davanti a te tutta la loro malvagità,
trattali come hai trattato me
per tutti i miei peccati.
Sono molti i miei gemiti
e il mio cuore si consuma»
22 Ας ελθη ενωπιον σου πασα η κακια αυτων? και καμε εις αυτους ως εκαμες εις εμε δια παντα τα αμαρτηματα μου? διοτι πολλοι ειναι οι στεναγμοι μου και η καρδια μου εξελιπε.