Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Esodo 17


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Tutta la comunità degli Israeliti levò le tende dal deserto di Sin, camminando di tappa in tappa, secondo l’ordine del Signore, e si accampò a Refidìm. Ma non c’era acqua da bere per il popolo.1 Και εσηκωθη πασα η συναγωγη των υιων Ισραηλ εκ της ερημου Σιν, ακολουθουντες τας οδοιπορειας αυτων κατα την προσταγην του Κυριου, και εστρατοπεδευσαν εν Ραφιδειν? οπου δεν ητο υδωρ δια να πιη ο λαος.
2 Il popolo protestò contro Mosè: «Dateci acqua da bere!». Mosè disse loro: «Perché protestate con me? Perché mettete alla prova il Signore?».2 Και ελοιδορει ο λαος κατα του Μωυσεως, λεγοντες, Δος εις ημας υδωρ δια να πιωμεν. Και ειπε προς αυτους ο Μωυσης, Δια τι λοιδορειτε κατ' εμου; δια τι πειραζετε τον Κυριον;
3 In quel luogo il popolo soffriva la sete per mancanza di acqua; il popolo mormorò contro Mosè e disse: «Perché ci hai fatto salire dall’Egitto per far morire di sete noi, i nostri figli e il nostro bestiame?».3 Και εδιψησεν ο λαος εκει δια υδωρ? και εγογγυζεν ο λαος κατα του Μωυσεως, λεγοντες, Δια τι τουτο; ανεβιβασας ημας εξ Αιγυπτου, δια να θανατωσης ημας και τα τεκνα ημων και τα κτηνη ημων με την διψαν;
4 Allora Mosè gridò al Signore, dicendo: «Che cosa farò io per questo popolo? Ancora un poco e mi lapideranno!».4 Και εβοησεν ο Μωυσης προς τον Κυριον, λεγων, Τι να καμω εις τουτον τον λαον; ολιγον λειπει να με λιθοβολησωσι.
5 Il Signore disse a Mosè: «Passa davanti al popolo e prendi con te alcuni anziani d’Israele. Prendi in mano il bastone con cui hai percosso il Nilo, e va’!5 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Διαβα εμπροσθεν του λαου, και λαβε μετα σεαυτου εκ των πρεσβυτερων του Ισραηλ? και την ραβδον, σου, με την οποιαν εκτυπησας τον ποταμον, λαβε εν τη χειρι σου και υπαγε?
6 Ecco, io starò davanti a te là sulla roccia, sull’Oreb; tu batterai sulla roccia: ne uscirà acqua e il popolo berrà». Mosè fece così, sotto gli occhi degli anziani d’Israele.6 ιδου, εγω θελω σταθη εκει εμπροσθεν σου επι της πετρας εν Χωρηβ, και θελεις κτυπησει την πετραν και θελει εξελθει υδωρ εξ αυτης δια να πιη ο λαος. Και εκαμεν ουτως ο Μωυσης ενωπιον των πρεσβυτερων του Ισραηλ.
7 E chiamò quel luogo Massa e Merìba, a causa della protesta degli Israeliti e perché misero alla prova il Signore, dicendo: «Il Signore è in mezzo a noi sì o no?».
7 Και εκαλεσε το ονομα του τοπου Μασσα, και Μεριβα, δια την λοιδοριαν των υιων Ιαραηλ, και διοτι επειρασαν τον Κυριον, λεγοντες, Ειναι ο Κυριος μεταξυ ημων η ουχι;
8 Amalèk venne a combattere contro Israele a Refidìm.8 Τοτε ηλθεν ο Αμαληκ και επολεμησε με τον Ισραηλ εν Ραφιδειν.
9 Mosè disse a Giosuè: «Scegli per noi alcuni uomini ed esci in battaglia contro Amalèk. Domani io starò ritto sulla cima del colle, con in mano il bastone di Dio».9 Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Ιησουν, Εκλεξον εις ημας ανδρας και εξελθων πολεμησον με τον Αμαληκ? αυριον εγω θελω σταθη επι της κορυφης του βουνου, κρατων εν τη χειρι μου την ραβδον του Θεου.
10 Giosuè eseguì quanto gli aveva ordinato Mosè per combattere contro Amalèk, mentre Mosè, Aronne e Cur salirono sulla cima del colle.10 Και εκαμεν ο Ιησους καθως ειπε προς αυτον ο Μωυσης και επολεμησε με τον Αμαληκ? ο δε Μωυσης, ο Ααρων και ο Ωρ ανεβησαν επι την κορυφην του βουνου.
11 Quando Mosè alzava le mani, Israele prevaleva; ma quando le lasciava cadere, prevaleva Amalèk.11 Και οποτε ο Μωυσης υψονε την χειρα αυτου, ενικα ο Ισραηλ? οποτε δε κατεβιβαζε την χειρα αυτου, ενικα ο Αμαληκ.
12 Poiché Mosè sentiva pesare le mani, presero una pietra, la collocarono sotto di lui ed egli vi si sedette, mentre Aronne e Cur, uno da una parte e l’altro dall’altra, sostenevano le sue mani. Così le sue mani rimasero ferme fino al tramonto del sole.12 Αι χειρες δε του Μωυσεως ησαν βεβαρημεναι? οθεν λαβοντες λιθον, εθεσαν υποκατω αυτου και εκαθισεν επ' αυτου? ο δε Ααρων και ο Ωρ, εις εκ του ενος μερους και εις εκ του αλλου, υπεστηριζον τας χειρας αυτου? και αι χειρες αυτου εμενον εστηριγμεναι μεχρι δυσεως ηλιου.
13 Giosuè sconfisse Amalèk e il suo popolo, passandoli poi a fil di spada.
13 Και κατεστρεψεν ο Ιησους τον Αμαληκ και τον λαον αυτου, εν στοματι μαχαιρας.
14 Allora il Signore disse a Mosè: «Scrivi questo per ricordo nel libro e mettilo negli orecchi di Giosuè: io cancellerò del tutto la memoria di Amalèk sotto il cielo!».14 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Γραψον τουτο εν βιβλιω προς μνημοσυνον, και παραδος εις τα ωτα του Ιησου? οτι θελω εξαλειψει εξαπαντος την μνημην του Αμαληκ εκ της υπο τον ουρανον.
15 Allora Mosè costruì un altare, lo chiamò “Il Signore è il mio vessillo”15 Και ωκοδομησεν εκει ο Μωυσης θυσιαστηριον και εκαλεσε το ονομα αυτου Ιεοβα-Νισσι?
16 e disse:
«Una mano contro il trono del Signore!
Vi sarà guerra per il Signore contro Amalèk,
di generazione in generazione!».
16 και ειπεν, Επειδη χειρ υψωθη κατα του θρονου του Κυριου, θελει εισθαι πολεμος του Κυριου προς τον Αμαληκ απο γενεας εις γενεαν.