Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Secondo libro di Samuele 13


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Dopo queste cose, accadde che, avendo Assalonne figlio di Davide, una sorella molto bella, chiamata Tamàr, Amnòn figlio di Davide si innamorò di lei.1 Μετα δε ταυτα Αβεσσαλωμ ο υιος του Δαβιδ ειχεν αδελφην ωραιαν, ονοματι Θαμαρ, και ηγαπησεν αυτην Αμνων ο υιος του Δαβιδ.
2 Amnòn ne ebbe una tal passione, da cadere malato a causa di Tamàr sua sorella; poiché essa era vergine pareva impossibile ad Amnòn di poterle fare qualcosa.2 Και επασχε τοσον ο Αμνων, ωστε ηρρωστησε δια την αδελφην αυτου Θαμαρ? διοτι ητο παρθενος, και εφαινετο εις τον Αμνων δυσκολωτατον να πραξη τι εις αυτην.
3 Ora Amnòn aveva un amico, chiamato Ionadàb figlio di Simeà, fratello di Davide e Ionadàb era un uomo molto astuto.3 ειχε δε ο Αμνων φιλον, ονομαζομενον Ιωναδαβ, υιον του Σαμαα, αδελφου του Δαβιδ? ητο δε ο Ιωναδαβ ανθρωπος πανουργος σφοδρα.
4 Egli disse: "Perché, figlio del re, tu diventi sempre più magro di giorno in giorno? Non me lo vuoi dire?". Amnòn gli rispose: "Sono innamorato di Tamàr, sorella di mio fratello Assalonne".4 Και ειπε προς αυτον, Δια τι συ, υιε του βασιλεως, αδυνατεις τοσον απο ημερας εις ημεραν; δεν θελεις φανερωσει τουτο προς εμε; Και ειπε προς αυτον ο Αμνων, Αγαπω Θαμαρ, την αδελφην Αβεσσαλωμ του αδελφου μου.
5 Ionadàb gli disse: "Mettiti a letto e fingiti malato; quando tuo padre verrà a vederti, gli dirai: Permetti che mia sorella Tamàr venga a darmi da mangiare e a preparare la vivanda sotto i miei occhi, così che io veda; allora prenderò il cibo dalle sue mani".
5 Και ο Ιωναδαβ ειπε προς αυτον, Πλαγιασον επι της κλινης σου και προσποιηθητι τον αρρωστον? και οταν ο πατηρ σου ελθη να σε ιδη, ειπε προς αυτον, Ας ελθη, παρακαλω, Θαμαρ η αδελφη μου, και ας μοι δωση να φαγω, και ας ετοιμαση εμπροσθεν μου το φαγητον, δια να ιδω και να φαγω εκ της χειρος αυτης.
6 Amnòn si mise a letto e si finse malato; quando il re lo venne a vedere, Amnòn gli disse: "Permetti che mia sorella Tamàr venga e faccia un paio di frittelle sotto i miei occhi e allora prenderò il cibo dalle sue mani".6 Και επλαγιασεν ο Αμνων και προσεποιηθη τον αρρωστον? και οτε ηλθεν ο βασιλευς να ιδη αυτον, ειπεν ο Αμνων προς τον βασιλεα, Ας ελθη, παρακαλω, Θαμαρ η αδελφη μου, και ας καμη εμπροσθεν μου δυο κολλυρια, δια να φαγω εκ της χειρος αυτης.
7 Allora Davide mandò a dire a Tamàr, in casa: "Va' a casa di Amnòn tuo fratello e prepara una vivanda per lui".7 Και απεστειλεν ο Δαβιδ εις τον οικον προς την Θαμαρ, λεγων, Υπαγε τωρα εις τον οικον του αδελφου σου Αμνων, και ετοιμασον εις αυτον φαγητον.
8 Tamàr andò a casa di Amnòn suo fratello, che giaceva a letto. Essa prese farina stemperata, la impastò, ne fece frittelle sotto i suoi occhi e le fece cuocere.8 Και υπηγεν η Θαμαρ εις τον οικον του αδελφου αυτης Αμνων, οστις ητο πλαγιασμενος? και ελαβε το αλευρον και εζυμωσε και εκαμε κολλυρια εμπροσθεν αυτου και εψησε τα κολλυρια.
9 Poi prese la padella e versò le frittelle davanti a lui; ma egli rifiutò di mangiare e disse: "Allontanate tutti dalla mia presenza". Tutti uscirono.9 Επειτα ελαβε το τηγανιον και εκενωσεν αυτα εμπροσθεν αυτου? πλην δεν ηθελησε να φαγη. Και ειπεν ο Αμνων, Εκβαλετε παντα ανθρωπον απ' εμπροσθεν μου. Και εξηλθον απ' αυτου παντες.
10 Allora Amnòn disse a Tamàr: "Portami la vivanda in camera e prenderò il cibo dalle tue mani". Tamàr prese le frittelle che aveva fatte e le portò in camera ad Amnòn suo fratello.10 Και ειπεν ο Αμνων προς την Θαμαρ, Φερε το φαγητον εις τον κοιτωνα, δια να φαγω εκ της χειρος σου. Και η Θαμαρ ελαβε τα κολλυρια, τα οποια εκαμε, και εφερεν εις τον κοιτωνα προς Αμνων τον αδελφον αυτης.
11 Ma mentre gliele dava da mangiare, egli l'afferrò e le disse: "Vieni, unisciti a me, sorella mia".11 Και οτε προσεφερε προς αυτον δια να φαγη, επιασεν αυτην και ειπε προς αυτην, Ελθε, κοιμηθητι μετ' εμου, αδελφη μου.
12 Essa gli rispose: "No, fratello mio, non farmi violenza; questo non si fa in Israele; non commettere questa infamia!12 Η δε ειπε προς αυτον, Μη, αδελφε μου, μη με ταπεινωσης? διοτι δεν πρεπει τοιουτον πραγμα να γεινη εν τω Ισραηλ? μη καμης την αφροσυνην ταυτην?
13 Io dove andrei a portare il mio disonore? Quanto a te, tu diverresti come un malfamato in Israele. Parlane piuttosto al re, egli non mi rifiuterà a te".13 και εγω πως θελω απαλειψει το ονειδος μου; αλλα και συ θελεις εισθαι ως εις εκ των αφρονων εν τω Ισραηλ? τωρα λοιπον, παρακαλω, λαλησον προς τον βασιλεα? διοτι δεν θελει με αρνηθη εις σε.
14 Ma egli non volle ascoltarla: fu più forte di lei e la violentò unendosi a lei.14 Δεν ηθελησεν ομως να εισακουση της φωνης αυτης? αλλ' υπερισχυσας εκεινης, εβιασεν αυτην και εκοιμηθη μετ' αυτης.
15 Poi Amnòn concepì verso di lei un odio grandissimo: l'odio verso di lei fu più grande dell'amore con cui l'aveva prima amata. Le disse:15 Τοτε ο Αμνων εμισησεν αυτην μισος μεγα σφοδρα? ωστε το μισος, με το οποιον εμισησεν αυτην, ητο μεγαλητερον παρα την αγαπην, με την οποιαν ηγαπησεν αυτην. Και ειπε προς αυτην ο Αμνων, Σηκωθητι, υπαγε.
16 "Alzati, vattene!". Gli rispose: "O no! Questo torto che mi fai cacciandomi è peggiore dell'altro che mi hai già fatto". Ma egli non volle ascoltarla.16 Η δε ειπε προς αυτον, Δεν ειναι αιτια? το κακον τουτο, το να μη αποβαλης, ειναι μεγαλητερον του αλλου, το οποιον επραξας εις εμε. Δεν ηθελησεν ομως να εισακουση αυτης.
17 Anzi, chiamato il giovane che lo serviva, gli disse: "Cacciami fuori costei e sprangale dietro il battente".17 Και εκραξε τον νεον αυτου τον υπηρετουντα αυτον και ειπεν, Εκβαλε τωρα ταυτην απ' εμου εξω, και μοχλωσον την θυραν κατοπιν αυτης.
18 Essa indossava una tunica con le maniche, perché così vestivano, da molto tempo, le figlie del re ancora vergini. Il servo di Amnòn dunque la mise fuori e le sprangò il battente dietro.18 Ητο δε ενδεδυμενη χιτωνα ποικιλοχρουν? διοτι αι θυγατερες του βασιλεως, αι παρθενοι, τοιαυτα επενδυματα ενεδυοντο. Και εξεβαλεν αυτην εξω ο υπηρετης αυτου και εμοχλωσε την θυραν κατοπιν αυτης.
19 Tamàr si sparse polvere sulla testa, si stracciò la tunica dalle lunghe maniche che aveva indosso, si mise le mani sulla testa e se ne andò camminando e gridando.19 Λαβουσα δε η Θαμαρ στακτην επι της κεφαλης αυτης, και διασχισασα τον εφ' αυτης χιτωνα τον ποικιλοχρουν, και βαλουσα τας χειρας αυτης επι της κεφαλης αυτης, απηρχετο, πορευομενη και κραζουσα.
20 Assalonne suo fratello le disse: "Forse Amnòn tuo fratello è stato con te? Per ora taci, sorella mia; è tuo fratello; non disperarti per questa cosa". Tamàr desolata rimase in casa di Assalonne, suo fratello.20 Και ειπε προς αυτην Αβεσσαλωμ ο αδελφος αυτης, Μηπως Αμνων ο αδελφος σου ευρεθη μετα σου; πλην τωρα σιωπησον, αδελφη μου? αδελφος σου ειναι μη καταθλιβε την καρδιαν σου δια το πραγμα τουτο. Η Θαμαρ λοιπον εκαθητο χηρευουσα εν τω οικω του αδελφου αυτης Αβεσσαλωμ.
21 Il re Davide seppe tutte queste cose e ne fu molto irritato, ma non volle urtare il figlio Amnòn, perché aveva per lui molto affetto; era infatti il suo primogenito.21 Ακουσας δε ο βασιλευς Δαβιδ παντα ταυτα τα πραγματα, εθυμωθη σφοδρα.
22 Assalonne non disse una parola ad Amnòn né in bene né in male; odiava Amnòn perché aveva violato Tamàr sua sorella.
22 Ο δε Αβεσσαλωμ δεν ελαλησε μετα του Αμνων ουτε καλον ουτε κακον? διοτι εμισει ο Αβεσσαλωμ τον Αμνων, επειδη εταπεινωσε την αδελφην αυτου Θαμαρ.
23 Due anni dopo Assalonne, avendo i tosatori a Baal-Cazòr, presso Èfraim, invitò tutti i figli del re.23 Και μετα δυο ολοκληρα ετη, ο Αβεσσαλωμ ειχε κουρευτας εν Βααλ-ασωρ, ητις ειναι πλησιον του Εφραιμ, και προσεκαλεσεν ο Αβεσσαλωμ παντας τους υιους του βασιλεως.
24 Andò dunque Assalonne dal re e disse: "Ecco il tuo servo ha i tosatori presso di sé. Venga dunque anche il re con i suoi ministri a casa del tuo servo!".24 Και ηλθεν ο Αβεσσαλωμ προς τον βασιλεα και ειπεν, Ιδου, τωρα, ο δουλος σου εχει κουρευτας? ας ελθη, παρακαλω, ο βασιλευς και οι δουλοι αυτου μετα του δουλου σου.
25 Ma il re disse ad Assalonne: "No, figlio mio, non si venga noi tutti, perché non ti siamo di peso". Sebbene insistesse, il re non volle andare; ma gli diede la sua benedizione.25 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Αβεσσαλωμ, Ουχι, υιε μου, ας μη ελθωμεν τωρα παντες, δια να μη ημεθα βαρος εις σε. Και εβιασεν αυτον, πλην δεν ηθελησε να υπαγη, αλλ' ευλογησεν αυτον.
26 Allora Assalonne disse: "Se non vuoi venire tu, permetti ad Amnòn mio fratello di venire con noi". Il re gli rispose: "Perché dovrebbe venire con te?".26 Τοτε ειπεν ο Αβεσσαλωμ, Αν οχι, ας ελθη καν μεθ' ημων Αμνων, ο αδελφος μου. Και ειπεν ο βασιλευς προς αυτον, Δια τι να ελθη μετα σου;
27 Ma Assalonne tanto insisté che Davide lasciò andare con lui Amnòn e tutti i figli del re. Assalonne fece un banchetto come un banchetto da re.27 πλην ο Αβεσσαλωμ εβιασεν αυτον, ωστε απεστειλε μετ' αυτου τον Αμνων και παντας τους υιους του βασιλεως.
28 Ma Assalonne diede quest'ordine ai servi: "Badate, quando Amnòn avrà il cuore riscaldato dal vino e io vi dirò: Colpite Amnòn!, voi allora uccidetelo e non abbiate paura. Non ve lo comando io? Fatevi coraggio e comportatevi da forti!".28 Τοτε προσεταξεν ο Αβεσσαλωμ τους υπηρετας αυτου λεγων. Ιδετε τωρα οταν ευφρανθη η καρδια του Αμνων εκ του οινου, και ειπω προς εσας, Παταξατε τον Αμνων, τοτε θανατωσατε αυτον? μη φοβεισθε? δεν ειμαι εγω οστις σας προσταζω; ανδριζεσθε και γινεσθε υιοι δυναμεως.
29 I servi di Assalonne fecero ad Amnòn come Assalonne aveva comandato. Allora tutti i figli del re si alzarono, montarono ciascuno sul suo mulo e fuggirono.29 Και εκαμον οι υπηρεται του Αβεσσαλωμ προς τον Αμνων, ως προσεταξεν ο Αβεσσαλωμ. Τοτε σηκωθεντες παντες οι υιοι του βασιλεως, εκαθησαν εκαστος επι της ημιονου αυτου και εφυγον.
30 Mentre essi erano ancora per strada, giunse a Davide questa notizia: "Assalonne ha ucciso tutti i figli del re e neppure uno è scampato".30 Ενω δε ουτοι ησαν καθ' οδον, η φημη εφθασε προς τον Δαβιδ, λεγουσα, Ο Αβεσσαλωμ επαταξε παντας τους υιους του βασιλεως, και δεν εναπελειφθη εξ αυτων ουδε εις.
31 Allora il re si alzò, si stracciò le vesti e si gettò per terra; tutti i suoi ministri che gli stavano intorno, stracciarono le loro vesti.31 Τοτε σηκωθεις ο βασιλευς διεσχισε τα ιματια αυτου και επλαγιασε κατα γης? και παντες οι δουλοι αυτου οι περιεστωτες διεσχισαν τα ιματια αυτων.
32 Ma Ionadàb figlio di Simeà, fratello di Davide, disse: "Non dica il mio signore che tutti i giovani, figli del re, sono stati uccisi; il solo Amnòn è morto; per Assalonne era cosa decisa fin da quando Amnòn aveva fatto violenza a sua sorella Tamàr.32 Και απεκριθη Ιωναδαβ, ο υιος του Σαμαα, αδελφου του Δαβιδ, και ειπεν, Ας μη λεγη ο κυριος μου οτι εθανατωθησαν παντες οι νεοι, οι υιοι του βασιλεως? διοτι ο Αμνων μονος απεθανεν? επειδη ο Αβεσσαλωμ ειχεν αποφασισει τουτο, αφ' ης ημερας εταπεινωσε Θαμαρ την αδελφην αυτου?
33 Ora non si metta in cuore il mio signore una tal cosa, come se tutti i figli del re fossero morti; il solo Amnòn è morto33 τωρα λοιπον ας μη βαλη ο κυριος μου ο βασιλευς το πραγμα εν τη καρδια αυτου, λεγων οτι παντες οι υιοι του βασιλεως απεθανον? διοτι ο Αμνων μονος απεθανεν.
34 e Assalonne è fuggito". Il giovane che stava di sentinella alzò gli occhi, guardò ed ecco una gran turba di gente veniva per la strada di Bacurìm, dal lato del monte, sulla discesa. La sentinella venne ad avvertire il re e disse: "Ho visto uomini scendere per la strada di Bacurìm, dal lato del monte".34 Ο δε Αβεσσαλωμ εφυγε. Και υψωσας ο νεος, ο σκοπος, τους οφθαλμους αυτου, ειδε, και ιδου, λαος πολυς επορευετο δια της οδου οπισθεν αυτου κατα το πλευρον του ορους.
35 Allora Ionadàb disse al re: "Ecco i figli del re arrivano; la cosa sta come il tuo servo ha detto".35 Και ειπεν ο Ιωναδαβ προς τον βασιλεα, Ιδου, οι υιοι του βασιλεως ερχονται κατα τον λογον του δουλου σου, ουτως εγεινε.
36 Come ebbe finito di parlare, ecco giungere i figli del re, i quali alzarono grida e piansero; anche il re e tutti i suoi ministri fecero un gran pianto.36 Και ως ετελειωσε λαλων, ιδου, οι υιοι του βασιλεως ηλθον και υψωσαν την φωνην αυτων και εκλαυσαν? και ο βασιλευς ετι, και παντες οι δουλοι αυτου εκλαυσαν κλαυθμον μεγαν σφοδρα.
37 Quanto ad Assalonne, era fuggito ed era andato da Talmài, figlio di Ammiùd, re di Ghesùr. Il re fece il lutto per il suo figlio per lungo tempo.
37 Ο δε Αβεσσαλωμ εφυγε και υπηγε προς τον Θαλμαι, υιον του Αμμιουδ, βασιλεα της Γεσσουρ? και επενθησεν ο Δαβιδ δια τον υιον αυτου πασας τας ημερας.
38 Assalonne rimase tre anni a Ghesùr, dove era andato dopo aver preso la fuga.38 Ο Αβεσσαλωμ λοιπον εφυγε και υπηγεν εις Γεσσουρ, και ητο εκει τρια ετη.
39 Poi lo spirito del re Davide cessò di sfogarsi contro Assalonne, perché si era placato il dolore per la morte di Amnòn.39 Επεποθησε δε ο βασιλευς Δαβιδ να υπαγη προς τον Αβεσσαλωμ, διοτι ειχε παρηγορηθη δια τον θανατον του Αμνων.