Proverbios 30
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBLIA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Palabras de Agur, hijo de Yaqué, de Massá. Oráculo de este hombre para Itiel, para Itiel y para Ukal. | 1 Οι λογοι του Αγουρ, υιου του Ιακαι? τουτεστιν ο χρησμος, τον οποιον ο ανθρωπος ελαλησε προς τον Ιθιηλ, προς τον Ιθιηλ και τον Ουκαλ. |
2 ¡Soy el más estúpido de los hombres! No tengo inteligencia humana. | 2 Βεβαιως εγω ειμαι ο αφρονεστερος των ανθρωπων, και φρονησις ανθρωπου δεν υπαρχει εν εμοι? |
3 No he aprendido la sabiduría, ¿y voy a conocer la ciencia de los santos? | 3 και δεν εμαθον την σοφιαν, ουτε εξευρω την γνωσιν των αγιων. |
4 ¿Quién subió a los cielos y volvió a bajar? ¿quién ha recogido viento en sus palmas? ¿quién retuvo las aguas en su manto? ¿quién estableció los linderos de la tierra? ¿Cuál es su nombre y el nombre de su hijo, si es que lo sabes? | 4 Τις ανεβη εις τον ουρανον και κατεβη; τις συνηγαγε τον ανεμον εν ταις χερσιν αυτου; τις εδεσμευσε τα υδατα εν ιματιω; τις εστερεωσε παντα τα ακρα της γης; τι το ονομα αυτου; και τι το ονομα του υιου αυτου, εαν εξευρης; |
5 Probadas son todas las palabras de Dios; él es un escudo para cuantos a él se acogen. | 5 Πας λογος Θεου ειναι δεδοκιμασμενος? ειναι ασπις εις τους πεποιθοτας επ' αυτον. |
6 No añadas nada a sus palabras, no sea que te reprenda y pases por mentiroso. | 6 Μη προσθεσης εις τους λογους αυτου? μηποτε σε εξελεγξη, και ευρεθης ψευστης. |
7 Dos cosas te pido. no me las rehúses antes de mi muerte: | 7 Δυο ζητω παρα σου? μη αρνηθης ταυτα εις εμε πριν αποθανω. |
8 Aleja de mí la mentira y la palabra engañosa; no me des pobreza ni riqueza, déjame gustar mi bocado de pan, | 8 Ματαιοτητα και λογον ψευδη απομακρυνε απ' εμου? πτωχειαν και πλουτον μη δωσης εις εμε? τρεφε με με αυταρκη τροφην. |
9 no sea que llegue a hartarme y reniegue, y diga: «¿Quién es Yahveh?». o no sea que, siendo pobre, me dé al robo, e injurie el nombre de mi Dios. | 9 Μηποτε χορτασθω και σε αρνηθω και ειπω, Τις ειναι ο Κυριος; η μηποτε ευρεθεις πτωχος κλεψω και λαβω το ονομα του Θεου μου επι ματαιω. |
10 No calumnies a un siervo ante su amo no sea que te maldiga y tengas que pagar la pena. | 10 Μη καταλαλει υπηρετην προς τον κυριον αυτου? μηποτε σε καταρασθη και ευρεθης ενοχος. |
11 Hay gente que maldice a su padre, y a su madre no bendice, | 11 Υπαρχει γενεα, ητις καταραται τον πατερα αυτης και δεν ευλογει την μητερα αυτης? |
12 gente que se cree pura y no está limpia de su mancha, | 12 Υπαρχει γενεα καθαρα εις τους οφθαλμους αυτης, αλλα δεν ειναι πεπλυμενη απο της ακαθαρσιας αυτης. |
13 ¡gente de qué altivos ojos, cuyos párpados se alzan!; | 13 Υπαρχει γενεα, της οποιας ποσον υψηλοι ειναι οι οφθαλμοι και τα βλεφαρα αυτης επηρμενα. |
14 gente cuyos dientes son espadas, y sus mandíbulas cuchillos, para devorar a los desvalidos echándolos del país y a los pobres de entre los hombres. | 14 Υπαρχει γενεα, της οποιας οι οδοντες ειναι ρομφαιαι και οι μυλοδοντες μαχαιραι, δια να κατατρωγωσι τους πτωχους της γης και τους ενδεεις εκ μεσου των ανθρωπων. |
15 La sanguijuela tiene dos hijas: «¡Daca, daca!» Hay tres cosas insaciables y cuatro que no dicen: «¡Basta!» | 15 Η βδελλα εχει δυο θυγατερας, αιτινες φωναζουσι, Φερε, φερε. Τα τρια ταυτα δεν χορταινουσι ποτε, μαλιστα τεσσαρα δεν λεγουσι ποτε, Αρκει. |
16 El seol, el seno estéril, la tierra que no se sacia de agua, y el fuego que no dice: «¡Basta!» | 16 Ο αδης, και η στειρα μητρα? η γη, ητις δεν χορταινει απο υδατος, και το πυρ, το οποιον δεν λεγει, Αρκει. |
17 Al ojo que se ríe del padre y desprecia la obediencia de una madre, lo picotearán los cuervos del torrente, los aguiluchos lo devorarán. | 17 Τον οφθαλμον, οστις εμπαιζει τον πατερα αυτου και καταφρονει να υπακουση εις την μητερα αυτου, οι κορακες της φαραγγος θελουσιν εκβαλει και οι νεοσσοι των αετων θελουσι φαγει. |
18 Tres cosas hay que me desbordan y cuatro que no conozco: | 18 Τα τρια ταυτα ειναι θαυμαστα εις εμε, μαλιστα τεσσαρα δεν εννοω? |
19 el camino del águila en el cielo, el camino de la serpiente por la roca, el camino del navío en alta mar, el camino del hombre en la doncella. | 19 Τα ιχνη του αετου εις τον ουρανον? τα ιχνη του οφεως επι του βραχου? τα ιχνη του πλοιου εν μεσω της θαλασσης? και τα ιχνη του ανθρωπου εν τη νεοτητι. |
20 Este es el camino de la mujer adúltera: come, se limpia la boca y dice: «¡No he hecho nada de malo ¡» | 20 Τοιαυτη ειναι η οδος της μοιχαλιδος γυναικος? τρωγει και σπογγιζει το στομα αυτης, και λεγει, Δεν επραξα ανομιαν. |
21 Por tres cosas tiembla la tierra y cuatro no puede soportar: | 21 Δια τρια η γη ταραττεται, μαλιστα δια τεσσαρα, τα οποια δεν δυναται να υποφερη? |
22 Por esclavo que llega a rey, por idiota que se ahíta de comer, | 22 Δια τον δουλον, οταν βασιλευση? και τον αφρονα, οταν χορτασθη αρτον? |
23 por mujer odiada que se casa, por esclava que hereda a su señora. | 23 δια την μισητην γυναικα, οταν υπανδρευθη? και την δουλην, οταν εκδιωξη την κυριαν αυτης. |
24 Hay cuatro seres los más pequeños de la tierra, pero que son más sabios que los sabios: | 24 Τα τεσσαρα ταυτα ειναι ελαχιστα επι της γης, ειναι ομως σοφωτατα? |
25 las hormigas - multitud sin fuerza - que preparan en verano su alimento; | 25 οι μυρμηκες, οιτινες ειναι λαος αδυνατος αλλ' εν τω θερει ετοιμαζουσι την τροφην αυτων? |
26 los damanes - multitud sin poder -, que ponen sus casas en la roca; | 26 οι χοιρογρυλλιοι, οιτινες ειναι λαος ανισχυρος αλλα καμνουσι τους οικους αυτων επι βραχου? |
27 las langostas, que sin tener rey, salen todas en orden; | 27 αι ακριδες, αιτινες δεν εχουσι βασιλεα αλλ' εκβαινουσι πασαι ομου κατα ταγματα? |
28 el lagarto, al que se agarra con la mano y está en los palacios de los reyes. | 28 ο ασκαλαβος, οστις βασταζεται εν ταις χερσιν αυτου, και διατριβει εν τοις παλατιοις των βασιλεων. |
29 Hay tres cosas de paso gallardo y cuatro de elegante marcha: | 29 Τα τρια ταυτα βαδιζουσι καλως, μαλιστα τεσσαρα περιπατουσιν ευπρεπως? |
30 el león - fuerte entre los animales -, que ante nada retrocede, | 30 Ο λεων, οστις ειναι ο ισχυροτερος των ζωων, και δεν στρεφει απο προσωπου τινος? |
31 el esbelto gallo o el macho cabrío, y el rey que arenga a su pueblo. | 31 Ο αλεκτωρ, ο τραγος ετι? και ο βασιλευς, περικεκυκλωμενος υπο του λαου αυτου. |
32 Si hiciste el necio, envalentonándote, y has reflexionado, pon mano en boca, | 32 Εαν επραξας αφρονως υψονων σεαυτον, και εαν εβουλευθης κακον, βαλε χειρα επι στοματος. |
33 pues apretando la leche se saca mantequilla apretando la nariz se saca sangre y apretando la ira, se saca querella. | 33 Διοτι οστις κτυπα το γαλα, εκβαλλει βουτυρον? και οστις εκθλιβει την ρινα, εκβαλλει αιμα? και οστις ερεθιζει οργην, εξαγει μαχας. |