Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Atti degli Apostoli 7


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Dixit autem princeps sacerdo tum: “ Si haec ita se habent? ”.1 Ειπε δε ο αρχιερευς? Τωοντι ουτως εχουσι ταυτα;
2 Quiait: “ Viri fratres et patres, audite. Deus gloriae apparuit patri nostroAbraham, cum esset in Mesopotamia, priusquam moraretur in Charran,2 Ο δε ειπεν? Ανδρες αδελφοι και πατερες, ακουσατε. Ο Θεος της δοξης εφανη εις τον πατερα ημων Αβρααμ οτε ητο εν τη Μεσοποταμια, πριν κατοικηση εν Χαρραν,
3 et dixit adillum: “Exi de terra tua et de cognatione tua et veni in terram, quam tibimonstravero”.3 και ειπε προς αυτον? Εξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενειας σου, και ελθε εις γην, την οποιαν θελω σοι δειξει.
4 Tunc egressus de terra Chaldaeorum habitavit in Charran. Etinde, postquam mortuus est pater eius, transtulit illum in terram istam, in quanunc vos habitatis;4 Τοτε εξελθων εκ της γης των Χαλδαιων κατωκησεν εν Χαρραν? και εκειθεν μετα τον θανατον του πατρος αυτου μετωκισεν αυτον εις την γην ταυτην, εις την οποιαν σεις κατοικειτε τωρα?
5 et non dedit illi hereditatem in ea nec passum pedis etrepromisit dare illi eam in possessionem et semini eius post ipsum, cum nonhaberet filium.5 και δεν εδωκεν εις αυτον κληρονομιαν εν αυτη ουδε βημα ποδος, υπεσχεθη δε οτι θελει δωσει αυτην κτημα εις αυτην και εις το σπερμα αυτου μετ' αυτον, ενω δεν ειχε τεκνον.
6 Locutus est autem sic Deus: “Erit semen eius accola in terraaliena, et servituti eos subicient et male tractabunt annis quadringentis;6 Ελαλησε δε προς αυτον ο Θεος ουτως, οτι το σπερμα αυτου θελει εισθαι παροικον εν γη ξενη, και θελουσι δουλωσει αυτο και καταθλιψει τετρακοσια ετη?
7 etgentem, cui servierint, iudicabo ego, dixit Deus; et post haec exibunt etdeservient mihi in loco isto”.7 και το εθνος, εις το οποιον θελουσι δουλωθη, εγω θελω κρινει, ειπεν ο Θεος? και μετα ταυτα θελουσιν εξελθει και θελουσι με λατρευσει εν τω τοπω τουτω.
8 Et dedit illi testamentum circumcisionis; etsic genuit Isaac et circumcidit eum die octava, et Isaac Iacob, et Iacobduodecim patriarchas.8 Και εδωκεν εις αυτον διαθηκην περιτομης? και ουτως εγεννησε τον Ισαακ και περιετεμεν αυτον τη ογδοη ημερα, και ο Ισαακ εγεννησε τον Ιακωβ, και ο Ιακωβ τους δωδεκα πατριαρχας.
9 Et patriarchae aemulantes Ioseph vendiderunt inAegyptum; et erat Deus cum eo9 Και οι πατριαρχαι, φθονησαντες τον Ιωσηφ, επωλησαν εις την Αιγυπτον. Ο Θεος ομως ητο μετ' αυτου,
10 et eripuit eum ex omnibus tribulationibus eiuset dedit ei gratiam et sapientiam in conspectu pharaonis regis Aegypti; etconstituit eum praepositum super Aegyptum et super omnem domum suam.10 και ηλευθερωσεν αυτον εκ πασων των θλιψεων αυτου και εδωκεν εις αυτον χαριν και σοφιαν ενωπιον Φαραω του βασιλεως της Αιγυπτου, οστις κατεστησεν αυτον κυβερνητην επι της Αιγυπτου και ολου του οικου αυτου.
11 Venitautem fames in universam Aegyptum et Chanaan et tribulatio magna, et noninveniebant cibos patres nostri.11 Ηλθε δε πεινα εφ' ολην την γην της Αιγυπτου και Χανααν και θλιψις μεγαλη, και δεν ευρισκον τροφας οι πατερες ημων.
12 Cum audisset autem Iacob esse frumentum inAegypto, misit patres nostros primum;12 Ακουσας δε ο Ιακωβ οτι υπηρχε σιτος εν Αιγυπτω, εξαπεστειλε πρωτην φοραν τους πατερας ημων?
13 et in secundo cognitus est Ioseph afratribus suis, et manifestatum est pharaoni genus Ioseph.13 και εν τη δευτερα ανεγνωρισθη ο Ιωσηφ εις τους αδελφους αυτου, και εφανερωθη εις τον Φαραω το γενος του Ιωσηφ.
14 Mittens autemIoseph accersivit Iacob patrem suum et omnem cognationem in animabus septuagintaquinque;14 Αποστειλας δε ο Ιωσηφ, εκαλεσε προς εαυτον τον πατερα αυτου Ιακωβ και πασαν την συγγενειαν αυτου εβδομηκοντα πεντε ψυχας.
15 et descendit Iacob in Aegyptum. Et defunctus est ipse et patresnostri;15 Και κατεβη ο Ιακωβ εις Αιγυπτον και ετελευτησεν εκει αυτος και οι πατερες ημων,
16 et translati sunt in Sichem et positi sunt in sepulcro, quod emitAbraham pretio argenti a filiis Hemmor in Sichem.
16 και μετεκομισθησαν εις Συχεμ και ετεθησαν εν τω μνηματι, το οποιον ηγορασεν ο Αβρααμ με τιμην αργυριου παρα των υιων του Εμμωρ πατρος του Συχεμ.
17 Cum appropinquaret autem tempus repromissionis, quam confessus erat DeusAbrahae, crevit populus et multiplicatus est in Aegypto,17 Καθως δε επλησιαζεν ο καιρος της επαγγελιας, την οποιαν ωμοσεν ο Θεος προς τον Αβρααμ, ηυξησεν ο λαος και επληθυνθη εν Αιγυπτω,
18 quoadusque surrexitrex alius super Aegypto, qui non sciebat Ioseph.18 εωσου εσηκωθη βασιλευς αλλος, οστις δεν ηξευρε τον Ιωσηφ.
19 Hic circumveniens genusnostrum, afflixit patres, ut exponerent infantes suos, ne vivi servarentur.19 Ουτος δολιευθεις το γενος ημων, κατεθλιψε τους πατερας ημων, ωστε να καμη να ριπτωνται τα βρεφη αυτων, δια να μη ζωογονωνται?
20 Eodem tempore natus est Moyses et erat formosus coram Deo; qui nutritus esttribus mensibus in domo patris.20 εν τουτω τω καιρω εγεννηθη ο Μωυσης, και ειχε θειον καλλος? οστις ανετραφη τρεις μηνας εν τω οικω του πατρος αυτου.
21 Exposito autem illo, sustulit eum filiapharaonis et enutrivit eum sibi in filium;21 Αφου δε ερριφθη, ανελαβεν αυτον η θυγατηρ του Φαραω και ανεθρεψεν αυτον δια να ηναι υιος αυτης.
22 et eruditus est Moyses in omnisapientia Aegyptiorum; et erat potens in verbis et in operibus suis.22 Και εδιδαχθη ο Μωυσης πασαν την σοφιαν των Αιγυπτιων και ητο δυνατος εν λογοις και εν εργοις.
23 Cumautem impleretur ei quadraginta annorum tempus, ascendit in cor eius, utvisitaret fratres suos filios Israel.23 Ενω δε ετελειονε το τεσσαρακοστον ετος της ηλικιας αυτου, ηλθεν εις την καρδιαν αυτου να επισκεφθη τους αδελφους αυτου, τους υιους Ισραηλ.
24 Et cum vidisset quendam iniuriampatientem, vindicavit et fecit ultionem ei, qui opprimebatur, percusso Aegyptio.
24 Και ιδων τινα αδικουμενον, υπερησπισθη αυτον και εκαμεν εκδικησιν υπερ του καταθλιβομενου, παταξας τον Αιγυπτιον.
25 Existimabat autem intellegere fratres, quoniam Deus per manum ipsius daretsalutem illis; at illi non intellexerunt.25 Ενομιζε δε οτι οι αδελφοι αυτου ηθελον νοησει οτι ο Θεος δια της χειρος αυτου διδει εις αυτους σωτηριαν? εκεινοι ομως δεν ενοησαν.
26 Atque sequenti die apparuit illislitigantibus et reconciliabat eos in pacem dicens: “Viri, fratres estis; utquid nocetis alterutrum?”.26 Την δε ακολουθον ημεραν εφανη εις αυτους, ενω εμαχοντο, και παρεκινησεν αυτους εις ειρηνην, ειπων? Ανθρωποι, αδελφοι εισθε σεις? δια τι αδικειτε αλληλους;
27 Qui autem iniuriam faciebat proximo, reppuliteum dicens: “Quis te constituit principem et iudicem super nos?27 Ο δε αδικων τον πλησιον απεσπρωξεν αυτον, ειπων? Τις σε κατεστησεν αρχοντα και δικαστην εφ' ημας;
28 Numquidinterficere me tu vis, quemadmodum interfecisti heri Aegyptium?”.28 Μηπως θελεις συ να με φονευσης, καθ' ον τροπον εφονευσας χθες τον Αιγυπτιον;
29 Fugitautem Moyses propter verbum istud; et factus est advena in terra Madian, ubigeneravit filios duos.
29 Τοτε ο Μωυσης εφυγε δια τον λογον τουτον και εγεινε παροικος εν γη Μαδιαμ, οπου εγεννησε δυο υιους.
30 Et expletis annis quadraginta, apparuit illi in deserto montis Sinai angelusin ignis flamma rubi.30 Και αφου συνεπληρωθησαν τεσσαρακοντα ετη, εφανη εις αυτον αγγελος Κυριου εν τη ερημω του ορους Σινα εν μεσω φλογος καιομενης βατου.
31 Moyses autem videns admirabatur visum; accedente autemillo, ut consideraret, facta est vox Domini:31 Ο δε Μωυσης ιδων εθαυμασε δια το οραμα? και ενω επλησιαζε δια να παρατηρηση, ηλθε φωνη Κυριου προς αυτον?
32 “Ego Deus patrum tuorum, DeusAbraham et Isaac et Iacob”. Tremefactus autem Moyses non audebat considerare.
32 Εγω ειμαι ο Θεος των πατερων σου, ο Θεος του Αβρααμ και ο Θεος του Ισαακ και ο Θεος του Ιακωβ. Εντρομος δε γενομενος ο Μωυσης, δεν ετολμα να παρατηρηση.
33 Dixit autem illi Dominus: “Solve calceamentum pedum tuorum; locus enim, inquo stas, terra sancta est.33 Και ειπε προς αυτον ο Κυριος? Λυσον το υποδημα των ποδων σου? διοτι ο τοπος, επι του οποιου ιστασαι, ειναι γη αγια.
34 Videns vidi afflictionem populi mei, qui est inAegypto, et gemitum eorum audivi et descendi liberare eos; et nunc veni, mittamte in Aegyptum”.
34 Ειδον, ειδον την ταλαιπωριαν του λαου μου του εν Αιγυπτω και ηκουσα τον στεναγμον αυτων και κατεβην δια να ελευθερωσω αυτους? και τωρα ελθε, θελω σε αποστειλει εις Αιγυπτον.
35 Hunc Moysen, quem negaverunt dicentes: “Quis te constituit principem etiudicem?”, hunc Deus et principem et redemptorem misit cum manu angeli, quiapparuit illi in rubo.35 Τουτον τον Μωυσην τον οποιον ηρνηθησαν ειποντες? Τις σε κατεστησεν αρχοντα και δικαστην; τουτον ο Θεος απεστειλεν αρχηγον και λυτρωτην δια χειρος του αγγελου του φανεντος εις αυτον εν τη βατω.
36 Hic eduxit illos faciens prodigia et signa in terraAegypti et in Rubro mari et in deserto annis quadraginta.36 Ουτος εξηγαγεν αυτους, αφου εκαμε τερατα και σημεια εν γη Αιγυπτου και εν τη Ερυθρα θαλασση και εν τη ερημω τεσσαρακοντα ετη.
37 Hic est Moyses, quidixit filiis Israel: “Prophetam vobis suscitabit Deus de fratribus vestristamquam me”.37 Ουτος ειναι ο Μωυσης, οστις ειπε προς τους υιους του Ισραηλ? προφητην εκ των αδελφων σας θελει σας αναστησει Κυριος ο Θεος σας, ως εμε? αυτου θελετε ακουσει.
38 Hic est qui fuit in ecclesia in solitudine cum angelo, quiloquebatur ei in monte Sinai, et cum patribus nostris; qui accepit verba vivadare nobis;38 Ουτος ειναι οστις εν τη εκκλησια εν τη ερημω εσταθη μετα του αγγελου του λαλουντος προς αυτον εν τω ορει Σινα και μετα των πατερων ημων, και παρελαβε λογια ζωοποια δια να δωση εις ημας.
39 cui noluerunt oboedire patres nostri, sed reppulerunt et aversisunt in cordibus suis in Aegyptum39 Εις τον οποιον οι πατερες ημων δεν ηθελησαν να υπακουσωσιν, αλλ' απεβαλον και εστραφησαν εν ταις καρδιαις αυτων εις Αιγυπτον
40 dicentes ad Aaron: “Fac nobis deos, quipraecedant nos; Moyses enim hic, qui eduxit nos de terra Aegypti, nescimus quidfactum sit ei”.40 ειποντες προς τον Ααρων? Καμε εις ημας θεους, οιτινες θελουσι προπορευεσθαι ημων? διοτι ουτος ο Μωυσης, οστις εξηγαγεν ημας εξ Αιγυπτου, δεν εξευρομεν τι συνεβη εις αυτον.
41 Et vitulum fecerunt in illis diebus et obtulerunt hostiamsimulacro et laetabantur in operibus manuum suarum.41 Και κατεσκευασαν μοσχον εν ταις ημεραις εκειναις και προσεφεραν θυσιαν εις το ειδωλον και ευφραινοντο εις τα εργα των χειρων αυτων.
42 Convertit autem Deus ettradidit eos servire militiae caeli, sicut scriptum est in libro Prophetarum:
“Numquid victimas et hostias obtulistis mihi
annis quadraginta in deserto, domus Israel?
42 Οθεν εστραφη ο Θεος και παρεδωκεν αυτους εις το να λατρευσωσι την στρατιαν του ουρανου, καθως ειναι γεγραμμενον εν τω βιβλιω των προφητων. Μηπως προσεφερατε εις εμε σφαγια και θυσιας τεσσαρακοντα ετη εν τη ερημω, οικος Ισραηλ;
43 Et suscepistis tabernaculum Moloch
et sidus dei vestri Rhaephan,
figuras, quas fecistis ad adorandum eas.
Et transferam vos trans Babylonem”.
43 Μαλιστα ανελαβετε την σκηνην του Μολοχ και το αστρον του Θεου σας Ρεμφαν, τους τυπους, τους οποιους εκαμετε δια να προσκυνητε αυτους? δια τουτο θελω σας μετοικισει επεκεινα της Βαβυλωνος.
44 Tabernaculum testimonii erat patribus nostris in deserto, sicut disposuit,qui loquebatur ad Moysen, ut faceret illud secundum formam, quam viderat;44 Η σκηνη του μαρτυριου ητο μετα των πατερων ημων εν τη ερημω, καθως διεταξεν εκεινος, οστις ελαλει προς τον Μωυσην, να κατασκευαση αυτην κατα τον τυπον τον οποιον ειχεν ιδει?
45 quod et induxerunt suscipientes patres nostri cum Iesu in possessionem gentium,quas expulit Deus a facie patrum nostrorum, usque in diebus David,45 την οποιαν και παραλαβοντες οι πατερες ημων, εφεραν μετα του Ιησου εις την κατακτηθεισαν γην των εθνων, τα οποια ο Θεος εξωσεν απ' εμπροσθεν των πατερων ημων, εως των ημερων του Δαβιδ?
46 quiinvenit gratiam ante Deum et petiit, ut inveniret tabernaculum domui Iacob.46 οστις ευρε χαριν ενωπιον του Θεου και ηυχηθη να ευρη κατοικιαν δια τον Θεον του Ιακωβ.
47 Salomon autem aedificavit illi domum.47 Ο Σολομων δε ωκοδομησεν εις αυτον οικον.
48 Sed non Altissimus in manufactishabitat, sicut propheta dicit:
48 Αλλ' ο Υψιστος δεν κατοικει εν χειροποιητοις ναοις, καθως ο προφητης λεγει?
49 “Caelum mihi thronus est,
terra autem scabellum pedum meorum.
Quam domum aedificabitis mihi, dicit Dominus,
aut quis locus requietionis meae?
49 Ο ουρανος ειναι θρονος μου, η δε γη υποποδιον των ποδων μου? ποιον οικον θελετε οικοδομησει δι' εμε, λεγει Κυριος, η ποιος ο τοπος της αναπαυσεως μου;
50 Nonne manus mea fecit haec omnia?”.
50 Η χειρ μου δεν εκαμε ταυτα παντα;
51 Duri cervice et incircumcisi cordibus et auribus, vos semper Spiritui Sanctoresistitis; sicut patres vestri, et vos.51 Σκληροτραχηλοι και απεριτμητοι την καρδιαν και τα ωτα, σεις παντοτε αντιφερεσθε κατα του Πνευματος του Αγιου? καθως οι πατερες σας, ουτω και σεις.
52 Quem prophetarum non sunt persecutipatres vestri? Et occiderunt eos, qui praenuntiabant de adventu Iusti, cuius vosnunc proditores et homicidae fuistis,52 Τινα των προφητων δεν εδιωξαν οι πατερες σας; μαλιστα εφονευσαν εκεινους, οιτινες προκατηγγειλαν περι της ελευσεως του δικαιου, του οποιου σεις εγεινατε τωρα προδοται και φονεις?
53 qui accepistis legem in dispositionibusangelorum et non custodistis ”.
53 οιτινες ελαβετε τον νομον εκ διαταγων αγγελων και δεν εφυλαξατε.
54 Audientes autem haec, dissecabantur cordibus suis et stridebant dentibus ineum.54 Ακουοντες δε ταυτα, κατεκοπτοντο τας καρδιας αυτων και ετριζον τους οδοντας κατ' αυτου.
55 Cum autem esset plenus Spiritu Sancto, intendens in caelum vidit gloriamDei et Iesum stantem a dextris Dei55 Ο δε Στεφανος, πληρης ων Πνευματος Αγιου, ατενισας εις τον ουρανον, ειδε την δοξαν του Θεου και τον Ιησουν ισταμενον εκ δεξιων του Θεου
56 et ait: “ Ecce video caelos apertos etFilium hominis a dextris stantem Dei ”.56 και ειπεν? Ιδου, θεωρω τους ουρανους ανεωγμενους και τον Υιον του ανθρωπου ισταμενον εκ δεξιων του Θεου.
57 Exclamantes autem voce magnacontinuerunt aures suas et impetum fecerunt unanimiter in eum57 Τοτε φωναξαντες μετα φωνης μεγαλης, εφραξαν τα ωτα αυτων και ωρμησαν ομοθυμαδον επ' αυτον,
58 et eicientesextra civitatem lapidabant. Et testes deposuerunt vestimenta sua secus pedesadulescentis, qui vocabatur Saulus.58 και εκβαλοντες εξω της πολεως ελιθοβολουν. Και οι μαρτυρες απεθεσαν τα ιματια αυτων εις τους ποδας νεανιου τινος ονομαζομενου Σαυλου.
59 Et lapidabant Stephanum invocantem etdicentem: “ Domine Iesu, suscipe spiritum meum ”.59 Και ελιθοβολουν τον Στεφανον, επικαλουμενον και λεγοντα? Κυριε Ιησου, δεξαι το πνευμα μου.
60 Positis autem genibusclamavit voce magna: “ Domine, ne statuas illis hoc peccatum ”; et cum hocdixisset, obdormivit.
60 Και γονατισας εφωναξε μετα φωνης μεγαλης? Κυριε, μη λογαριασης εις αυτους την αμαρτιαν ταυτην. Και τουτο ειπων εκοιμηθη.