Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Ezechiele 34


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Et factum est verbum Do mini ad me dicens:1 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
2 “ Fili ho minis, prophetade pastoribus Israel, propheta et dices pastoribus: Haec dicit Dominus Deus: Vaepastoribus Israel, qui pascebant semetipsos! Nonne greges pascuntur apastoribus?2 Υιε ανθρωπου, προφητευσον επι τους ποιμενας του Ισραηλ? προφητευσον και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος προς τους ποιμενας? Ουαι εις τους ποιμενας του Ισραηλ, οιτινες βοσκουσιν εαυτους? οι ποιμενες δεν βοσκουσι τα ποιμνια;
3 Lac comedebatis et lana operiebamini et, quod crassum erat,occidebatis, gregem autem non pascebatis;3 Σεις τρωγετε το παχος και ενδυεσθε το μαλλιον, σφαζετε τα παχεα? δεν βοσκετε τα ποιμνια.
4 quod infirmum fuit, nonconsolidastis et, quod aegrotum, non sanastis; quod fractum est, non alligastiset, quod eiectum est, non reduxistis et, quod perierat, non quaesistis et superforte imperabatis cum violentia.4 Δεν ενισχυσατε το ασθενες και δεν ιατρευσατε το κακως εχον και δεν εκαμετε επιδεσμα εις το συντετριμμενον και δεν επανεφερατε το πεπλανημενον και δεν εζητησατε το απολωλος? αλλα εν βια και εν σκληροτητι εδεσποζετε επ' αυτα.
5 Et dispersae sunt oves meae, eo quod nonesset pastor; et factae sunt in devorationem omnium bestiarum agri et dispersaesunt.5 Και διεσκορπισθησαν, επειδη δεν υπηρχε ποιμην, και εγειναν καταβρωμα εις παντα τα θηρια του αγρου και διεσκορπισθησαν.
6 Erraverunt greges mei in cunctis montibus et in universo colle excelso,et super omnem faciem terrae dispersi sunt greges mei; et non erat quirequireret, non erat qui requireret.
6 Τα προβατα μου περιεπλανωντο επι παν ορος και επι παντα λοφον υψηλον, και επι παν το προσωπον της γης ησαν διεσκορπισμενα τα προβατα μου, και δεν υπηρχεν ο ερευνων ουδε ο ζητων.
7 Propterea, pastores, audite verbum Domini:7 Δια τουτο, ακουσατε, ποιμενες, τον λογον του Κυριου?
8 Vivo ego, dicit Dominus Deus, proeo quod factus est grex meus in rapinam et oves meae in devorationem omniumbestiarum agri, eo quod non esset pastor, neque enim quaesierunt pastores meigregem meum, sed pascebant pastores semetipsos et gregem meum non pascebant,8 Ζω εγω, λεγει Κυριος ο Θεος, εξαπαντος, επειδη τα προβατα μου εγειναν λαφυρον και τα προβατα μου εγειναν καταβρωμα παντων των θηριων του αγρου δι' ελλειψιν ποιμενος, και δεν εζητησαν οι ποιμενες μου τα προβατα μου αλλ' οι ποιμενες εβοσκησαν εαυτους και δεν εβοσκησαν τα προβατα μου,
9 propterea, pastores, audite verbum Domini.9 δια τουτο, ακουσατε, ποιμενες, τον λογον του Κυριου?
10 Haec dicit Dominus Deus: Ecce egoipse super pastores requiram gregem meum de manu eorum et cessare eos faciam, utultra non pascant gregem nec pascant amplius pastores semetipsos; et liberabogregem meum de ore eorum, et non erit ultra eis in escam.10 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? Ιδου, εγω ειμαι εναντιον των ποιμενων, και θελω εκζητησει τα προβατα μου εκ της χειρος αυτων και θελω παυσει αυτους απο του να ποιμαινωσι τα προβατα? και δεν θελουσι πλεον βοσκει εαυτους οι ποιμενες, διοτι θελω ελευθερωσει εκ του στοματος αυτων τα προβατα μου και δεν θελουσιν εισθαι καταβρωμα εις αυτους.
11 Quia haec dicit Dominus Deus: Ecce ego ipse requiram oves meas et visitaboeas.11 Διοτι ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? Ιδου, εγω, εγω θελω και αναζητησει τα προβατα μου και επισκεφθη αυτα.
12 Sicut visitat pastor gregem suum in die, quando fuerit in medio oviumsuarum dissipatarum, sic visitabo oves meas et liberabo eas de omnibus locis, inquibus dispersae fuerant in die nubis et caliginis.12 Καθως ο ποιμην επισκεπτεται το ποιμνιον αυτου, καθ' ην ημεραν ευρισκεται εν μεσω των προβατων αυτου διεσκορπισμενων, ουτω θελω επισκεφθη τα προβατα μου και θελω ελευθερωσει αυτα εκ παντων των τοπων, οπου ησαν διεσκορπισμενα, εν ημερα νεφωδει και ζοφερα.
13 Et educam eas de populiset congregabo eas de terris et inducam eas in terram suam et pascam eas inmontibus Israel, in rivis et in cunctis sedibus terrae.13 Και θελω εξαγαγει αυτα εκ των λαων και συναξει αυτα εκ των τοπων και φερει αυτα εις την γην αυτων και βοσκησει αυτα επι τα ορη του Ισραηλ, πλησιον των ποταμων και επι παντα τα κατοικουμενα της γης.
14 In pascuis uberrimispascam eas, et in montibus excelsis Israel erunt pascua earum; ibi requiescentin herbis virentibus et in pascuis pinguibus pascentur super montes Israel.14 Θελω βοσκησει αυτα εν αγαθη νομη, και η μανδρα αυτων θελει εισθαι επι των υψηλων ορεων του Ισραηλ? εκει θελουσιν αναπαυεσθαι εν μανδρα καλη, και θελουσι βοσκεσθαι εν παχεια νομη επι των ορεων του Ισραηλ.
15 Ego pascam oves meas et ego eas accubare faciam, dicit Dominus Deus.15 Εγω θελω βοσκησει τα προβατα μου και εγω θελω αναπαυσει αυτα, λεγει Κυριος ο Θεος.
16 Quodperierat, requiram et, quod eiectum erat, reducam et, quod confractum fuerat,alligabo et, quod infirmum erat, consolidabo et, quod pingue et forte, custodiamet pascam illas in iudicio.16 Θελω εκζητησει το απολωλος και επαναφερει το πεπλανημενον και επιδεσει το συντετριμμενον και ενισχυσει το ασθενες? το παχυ ομως και το ισχυρον θελω καταστρεψει? εν δικαιοσυνη θελω βοσκησει αυτα.
17 Vos autem, grex meus, haec dicit Dominus Deus: Ecce ego iudico inter pecus etpecus, inter arietes et hircos.17 Και περι υμων, ποιμνιον μου, ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? Ιδου, εγω θελω κρινει αναμεσον προβατου και προβατου, αναμεσον κριων και τραγων.
18 Nonne satis vobis erat pascuam bonam depasci?Insuper et reliquias pascuarum vestrarum conculcastis pedibus vestris et, cumpurissimam aquam biberetis, reliquam pedibus vestris turbabatis;18 Μικρον ειναι εις εσας, οτι εβοσκησατε την καλην βοσκην, το δε επιλοιπον της βοσκης σας κατεπατειτε με τους ποδας σας; και οτι επινετε καθαρον υδωρ, το δε επιλοιπον εταραττετε με τους ποδας σας;
19 et oves meaehis, quae conculcata pedibus vestris fuerant, pascebantur et, quae pedes vestriturbaverant, haec bibebant.
19 τα δε προβατα μου εβοσκον το καταπεπατημενον με τους ποδας σας και επινον το τεταραγμενον με τους ποδας σας.
20 Propterea haec dicit Dominus Deus ad eos: Ecce ego ipse iudico inter pecuspingue et macilentum;20 Δια τουτο ουτω λεγει προς αυτα Κυριος ο Θεος? Ιδου, εγω, εγω θελω η κρινει αναμεσον προβατου παχεος και αναμεσον προβατου ισχνου.
21 pro eo quod lateribus et umeris impingebatis etcornibus vestris ventilabatis omnia infirma pecora, donec dispergerentur foras,21 Επειδη απωθειτε με πλευρα και με ωμους και κερατιζετε δια των κερατων σας παντα τα ασθενη, εωσου διεσκορπισατε αυτα εις τα εξω,
22 salvabo gregem meum, et non erit ultra in rapinam, et iudicabo inter pecus etpecus.22 δια τουτο θελω σωσει τα προβατα μου και δεν θελουσιν εισθαι πλεον λαφυρον? και θελω κρινει αναμεσον προβατου και προβατου.
23 Et suscitabo super eas pastorem unum, qui pascat eas, servum meumDavid; ipse pascet eas et ipse erit eis in pastorem.23 Και θελω καταστησει επ' αυτα ενα ποιμενα και θελει ποιμαινει αυτα, τον δουλον μου Δαβιδ? αυτος θελει ποιμαινει αυτα και αυτος θελει εισθαι ποιμην αυτων.
24 Ego autem Dominus eroeis in Deum, et servus meus David princeps in medio eorum. Ego Dominus locutussum.24 Και εγω ο Κυριος θελω εισθαι Θεος αυτων και ο δουλος μου Δαβιδ αρχων εν μεσω αυτων? εγω ο Κυριος ελαλησα.
25 Et faciam cum eis pactum pacis et cessare faciam bestias pessimas deterra, et habitabunt in deserto securi et dormient in saltibus;25 Και θελω καμει προς αυτα διαθηκην ειρηνης? και θελω αφανισει απο της γης τα πονηρα θηρια? και θελουσι κατοικησει ασφαλως εν τη ερημω και κοιμασθαι εν τοις δρυμοις.
26 et ponam eoset, quae sunt in circuitu collis mei, benedictionem et deducam imbrem in temporesuo: pluviae benedictionis erunt.26 Και θελω καταστησει ευλογιαν αυτα και τα περιξ του ορους μου, και θελω καταβιβαζει την βροχην εν τω καιρω αυτης? βροχη ευλογιας θελει εισθαι.
27 Et dabit lignum agri fructum suum, et terradabit germen suum, et erunt in terra sua absque timore et scient quia egoDominus, cum contrivero vectes iugi eorum et eruero eos de manu imperantiumsibi.27 Και τα δενδρα του αγρου θελουσιν αποδιδει τον καρπον αυτων και η γη θελει διδει το προιον αυτης και θελουσιν εισθαι ασφαλεις εν τη γη αυτων? και θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος, οταν συντριψω τα δεσμα του ζυγου αυτων και ελευθερωσω αυτους εκ της χειρος των καταδουλωσαντων αυτους.
28 Et non erunt ultra in rapinam gentibus, neque bestiae terrae devorabunteos, sed habitabunt confidenter absque ullo terrore.28 Και δεν θελουσιν εισθαι πλεον λαφυρον εις τα εθνη, και τα θηρια της γης δεν θελουσι κατατρωγει αυτους? αλλα θελουσι κατοικει ασφαλως και δεν θελει υπαρχει ο εκφοβων.
29 Et suscitabo eis germennominatum, et non erunt ultra imminuti fame in terra neque portabunt ultraopprobrium gentium;29 Και θελω αναστησει εις αυτους φυτον ονομαστον, και δεν θελουσι πλεον φθειρεσθαι υπο πεινης εν τη γη και δεν θελουσι φερει πλεον την υβριν των εθνων.
30 et scient quia ego Dominus Deus eorum cum eis, et ipsipopulus meus domus Israel, ait Dominus Deus.30 Και θελουσι γνωρισει οτι εγω Κυριος ο Θεος αυτων ειμαι μετ' αυτων και αυτοι, ο οικος Ισραηλ, λαος μου, λεγει Κυριος ο Θεος.
31 Vos autem grex meus, grexpascuae meae vos, et ego Dominus Deus vester ”, dicit Dominus Deus.
31 Και σεις, προβατα μου, τα προβατα της βοσκης μου, σεις εισθε ανθρωποι, και εγω ο Θεος σας, λεγει Κυριος ο Θεος.