Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Esodo 15


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Tunc cecinit Moyses et filii Israel carmen hoc Domino, et dixerunt:
“ Cantemus Domino,
gloriose enim magnificatus est:
equum et ascensorem eius
deiecit in mare!
1 Τοτε εψαλεν ο Μωυσης και οι υιοι Ισραηλ την ωδην ταυτην προς τον Κυριον, και ειπον λεγοντες, Ας ψαλλω προς τον Κυριον? διοτι εδοξασθη ενδοξως? τον ιππον και τον αναβατην αυτου ερριψεν εις την θαλασσαν.
2 Fortitudo mea et robur meum Dominus,
et factus est mihi in salutem.
Iste Deus meus,
et glorificabo eum;
Deus patris mei,
et exaltabo eum!
2 Ο Κυριος ειναι η δυναμις μου και το ασμα μου, και εσταθη η σωτηρια μου? αυτος ειναι Θεος μου και θελω δοξασει αυτον? Θεος του πατρος μου, και θελω υψωσει αυτον.
3 Dominus quasi vir pugnator;
Dominus nomen eius!
3 Ο Κυριος ειναι δυνατος πολεμιστης? Κυριος το ονομα αυτου.
4 Currus pharaonis et exercitum eius
proiecit in mare;
electi bellatores eius
submersi sunt in mari Rubro.
4 Του Φαραω τας αμαξας και το στρατευμα αυτου ερριψεν εις την θαλασσαν? και εκλεκτοι πολεμαρχοι αυτου κατεποντισθησαν εν τη Ερυθρα θαλασση.
5 Abyssi operuerunt eos,
descenderunt in profundum quasi lapis.
5 Αι αβυσσοι εσκεπασαν αυτους? ως πετρα κατεβυθισθησαν εις τα βαθη.
6 Dextera tua, Domine,
magnifice in fortitudine,
dextera tua, Domine,
percussit inimicum.
6 Η δεξια σου, Κυριε, εδοξασθη εις δυναμιν? η δεξια σου, Κυριε, συνετριψε τον εχθρον.
7 Et in multitudine gloriae tuae
deposuisti adversarios tuos;
misisti iram tuam,
quae devoravit eos sicut stipulam.
7 Και με το μεγεθος της υπεροχης σου εξωλοθρευσας τους υπεναντιους σου? εξαπεστειλας την οργην σου και κατεφαγεν αυτους ως καλαμην.
8 Et in spiritu furoris tui
congregatae sunt aquae;
stetit ut agger
unda fluens,
coagulatae sunt abyssi
in medio mari.
8 Και με την πνοην του θυμου σου τα υδατα επεσωρευθησαν ομου? τα κυματα εσταθησαν ως σωρος, αι αβυσσοι επηξαν εν τω μεσω της θαλασσης.
9 Dixit inimicus:
"Persequar, comprehendam,
dividam spolia,
implebitur anima mea;
evaginabo gladium meum,
interficiet eos manus mea!".
9 Ο εχθρος ειπε, Θελω καταδιωξει, θελω καταφθασει, θελω διαμοιρασθη τα λαφυρα? η ψυχη μου θελει χορτασθη επ' αυτους? θελω συρει την μαχαιραν μου, η χειρ μου θελει αφανισει αυτους.
10 Flavit spiritus tuus,
et operuit eos mare;
submersi sunt quasi plumbum
in aquis vehementibus.
10 Εφυσησας με τον ανεμον σου και η θαλασσα εσκεπασεν αυτους? κατεβυθισθησαν ως μολυβδος εις τα φοβερα υδατα.
11 Quis similis tui
in diis, Domine?
Quis similis tui,
magnificus in sanctitate,
terribilis atque laudabilis,
faciens mirabilia?
11 Τις ομοιος σου Κυριε, μεταξυ των θεων; Τις ομοιος σου, ενδοξος εις αγιοτητα, θαυμαστος εις υμνους, ενεργων τεραστια;
12 Extendisti manum tuam,
devoravit eos terra.
12 Εξετεινας την δεξιαν σου, και η γη κατεπιεν αυτους.
13 Dux fuisti in misericordia tua
populo, quem redemisti,
et portasti eum in fortitudine tua
ad habitaculum sanctum tuum.
13 Με το ελεος σου ωδηγησας τον λαον τουτον, τον οποιον ελυτρωσας? ωδηγησας αυτον με την δυναμιν σου προς την κατοικιαν της αγιοτητος σου.
14 Attenderunt populi et commoti sunt,
dolores obtinuerunt habitatores Philisthaeae.
14 Οι λαοι θελουσιν ακουσει και φριξει? πονοι θελουσι κατακυριευσει τους κατοικους της Παλαιστινης.
15 Tunc conturbati sunt principes Edom,
potentes Moab obtinuit tremor,
obriguerunt omnes habitatores Chanaan.
15 Τοτε θελουσιν εκπλαγη οι ηγεμονες Εδωμ? τρομος θελει καταλαβει τους αρχοντας του Μωαβ? παντες οι κατοικοι της Χανααν θελουσιν αναλυθη.
16 Irruit super eos
formido et pavor;
in magnitudine brachii tui
fiunt immobiles quasi lapis,
donec pertranseat populus tuus, Domine,
donec pertranseat populus tuus iste,
quem possedisti.
16 Φοβος και τρομος θελει επιπεσει επ' αυτους? απο του μεγεθους του βραχιονος σου θελουσιν απολιθωθη, εωσου περαση ο λαος σου, Κυριε, εωσου περαση ο λαος ουτος, τον οποιον απεκτησας.
17 Introduces eos et plantabis
in monte hereditatis tuae,
firmissimo habitaculo tuo,
quod operatus es, Domine,
sanctuario, Domine,
quod firmaverunt manus tuae.
17 Θελεις εισαγαγει αυτους και φυτευσει αυτους εις το ορος της κληρονομιας σου, τον τοπον, Κυριε, τον οποιον ητοιμασας δια κατοικιαν σου, το αγιαστηριον, Κυριε, το οποιον αι χειρες σου εστησαν.
18 Dominus regnabit
in aeternum et ultra! ”.
18 Ο Κυριος θελει βασιλευει εις τους αιωνας των αιωνων.
19 Ingressi sunt enim equi pharaonis cum curribus et equitibus eius in mare, et reduxit super eos Dominus aquas maris; filii autem Israel ambu laverunt per siccum in medio eius.19 Διοτι εισηλθον οι ιπποι του Φαραω εις την θαλασσαν μετα των αμαξων αυτου και μετα των ιππεων αυτου, και ο Κυριος εστρεψεν επ' αυτους τα υδατα της θαλασσης? οι δε υιοι Ισραηλ επερασαν δια ξηρας εν τω μεσω της θαλασσης.
20 Sumpsit ergo Maria prophetissa soror Aaron tympanum in manu sua; egressaeque sunt omnes mulieres post eam cum tympanis et choris,20 Μαριαμ δε η προφητις, η αδελφη του Ααρων ελαβε το τυμπανον εν τη χειρι αυτης και πασαι αι γυναικες εξηλθον κατοπιν αυτης μετα τυμπανων και χορων.
21 quibus praecinebat dicens:
“ Cantemus Domino,
gloriose enim magnificatus est:
equum et ascensorem eius
deiecit in mare! ”.
21 Και η Μαριαμ ανταπεκρινετο προς αυτους, λεγουσα, Ψαλλετε εις τον Κυριον? διοτι εδοξασθη ενδοξως? τον ιππον και τον αναβατην αυτου ερριψεν εις θαλασσαν.
22 Tulit autem Moyses Israel de mari Rubro, et egressi sunt in desertum Sur; ambulaveruntque tribus diebus per solitudinem et non inveniebant aquam.22 Τοτε εσηκωσεν ο Μωυσης τους Ισραηλιτας απο της Ερυθρας θαλασσης, και εξηλθον εις την ερημον Σουρ? και περιεπατουν τρεις ημερας εν τη ερημω και δεν ευρισκον υδωρ.
23 Et venerunt in Mara nec poterant bibere aquas de Mara, eo quod essent amarae; unde vocatum est nomen eius Mara (id est Amaritudo).23 Και εκειθεν ηλθον εις Μερραν? δεν ηδυναντο ομως να πιωσιν εκ των υδατων της Μερρας, διοτι ησαν πικρα? δια τουτο και επωνομασθη Μερρα.
24 Et murmuravit populus contra Moysen dicens: “ Quid bibemus? ”.24 Και εγογγυζεν ο λαος κατα του Μωυσεως, λεγων, Τι θελομεν πιει;
25 At ille clamavit ad Dominum, qui ostendit ei lignum; quod cum misisset in aquas, in dulcedinem versae sunt. Ibi constituit ei praecepta atque iudicia et ibi tentavit eum25 Ο δε Μωυσης εβοησε προς τον Κυριον? και εδειξεν εις αυτον ο Κυριος ξυλον, το οποιον οτε ερριψεν εις τα υδατα, τα υδατα εγλυκανθησαν. Εκει εδωκεν εις αυτους παραγγελιαν και διαταγμα, και εκει εδοκιμασεν αυτους?
26 dicens: “ Si audieris vocem Domini Dei tui et, quod rectum est coram eo, feceris et oboedieris mandatis eius custodierisque omnia praecepta illius, cunctum languorem, quem posui in Aegypto, non inducam super te: Ego enim Dominus sanator tuus ”.
26 και ειπεν, Εαν ακουσης επιμελως την φωνην Κυριου του Θεου σου και πραττης το αρεστον εις τους οφθαλμους αυτου και δωσης ακροασιν εις τας εντολας αυτου και φυλαξης παντα τα προσταγματα αυτου, δεν θελω φερει επι σε ουδεμιαν εκ των νοσων, τας οποιας εφερα κατα των Αιγυπτιων? διοτι εγω ειμαι ο Κυριος ο θεραπευων σε.
27 Venerunt autem in Elim, ubi erant duodecim fontes aquarum et septuaginta palmae; et castrametati sunt iuxta aquas.
27 Επειτα ηλθον εις Αιλειμ, οπου ησαν δωδεκα πηγαι υδατων και εβδομηκοντα δενδρα φοινικων? και εκει εστρατοπεδευσαν πλησιον των υδατων.