Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Genesi 28


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Vocavit itaque Isaac Iacob et benedixit eum praecepit que ei dicens: “ Noli accipere coniugem de filiabus Chanaan;1 Και προσκαλεσας ο Ισαακ τον Ιακωβ ευλογησεν αυτον, και παρηγγειλε προς αυτον λεγων, δεν θελεις λαβει γυναικα εκ των θυγατερων Χανααν?
2 surge, vade in Paddanaram ad domum Bathuel patris matris tuae et accipe tibi inde uxorem de filiabus Laban avunculi tui.2 σηκωθεις υπαγε εις Παδαν-αραμ, εις την οικιαν Βαθουηλ του πατρος της μητρος σου? και εκειθεν λαβε εις σεαυτον γυναικα, εκ των θυγατερων Λαβαν του αδελφου της μητρος σου?
3 Deus autem omnipotens benedicat tibi et crescere te faciat atque multiplicet, ut sis in multitudinem populorum;3 και ο Θεος ο Παντοδυναμος να σε ευλογηση και να σε αυξηση και να σε πληθυνη, ωστε να γεινης εις πληθος λαων?
4 et det tibi benedictiones Abraham tibi et semini tuo tecum, ut possideas terram peregrinationis tuae, quam pollicitus est Deus avo tuo ”.4 και να σοι δωση την ευλογιαν του Αβρααμ, εις σε και εις το σπερμα σου μετα σε, δια να κληρονομησης την γην της παροικησεως σου, την οποιαν εδωκεν ο Θεος εις τον Αβρααμ.
5 Cumque dimisisset eum Isaac, profectus est in Paddanaram ad Laban filium Bathuel Aramaei fratrem Rebeccae matris Iacob et Esau.
5 Και εξαπεστειλεν ο Ισαακ τον Ιακωβ? και υπηγεν εις Παδαν-αραμ προς Λαβαν, τον υιον του Βαθουηλ του Συρου, τον αδελφον Ρεβεκκας της μητρος του Ιακωβ και του Ησαυ.
6 Videns autem Esau quod benedixisset pater suus Iacob et misisset eum in Paddanaram, ut inde uxorem duceret, et quod post benedictionem praecepisset ei dicens: “ Non accipies uxorem de filiabus Chanaan ”,6 Ιδων δε ο Ησαυ οτι ευλογησεν ο Ισαακ τον Ιακωβ και εξαπεστειλεν αυτον εις Παδαν-αραμ, δια να λαβη εις εαυτον γυναικα εκειθεν, και οτι, ενω ευλογει αυτον, παρηγγειλεν εις αυτον, λεγων, δεν θελεις λαβει γυναικα εκ των θυγατερων Χανααν?
7 quodque oboediens Iacob parentibus suis isset in Paddanaram;7 και οτι υπηκουσεν ο Ιακωβ εις τον πατερα αυτου και την μητερα αυτου? και υπηγεν εις Παδαν-αραμ?
8 probans quoque quod non libenter aspiceret filias Chanaan pater suus,
8 και ιδων ο Ησαυ οτι αι θυγατερες Χανααν ειναι μισηται εις τους οφθαλμους του πατρος αυτου Ισαακ,
9 ivit ad Ismaelem et duxit uxorem, absque iis, quas habebat, Mahalath filiam Ismael filii Abraham sororem Nabaioth.
9 υπηγεν ο Ησαυ προς τον Ισμαηλ, και εκτος των αλλων γυναικων αυτου ελαβεν εις εαυτον γυναικα την Μαελεθ, θυγατερα Ισμαηλ του υιου του Αβρααμ, την αδελφην του Ναβαιωθ.
10 Igitur egressus Iacob de Bersabee pergebat Charran.10 Και εξηλθεν ο Ιακωβ απο Βηρ-σαβεε, και υπηγεν εις Χαρραν.
11 Cumque venisset ad quendam locum et vellet in eo requiescere post solis occubitum, tulit de lapidibus, qui iacebant, et supponens capiti suo dormivit in eodem loco.11 Και εφθασεν εις τινα τοπον και διενυκτερευσεν εκει, διοτι ειχε δυσει ο ηλιος? και ελαβεν εκ των λιθων του τοπου και εθεσε προσκεφαλαιον αυτου, και εκοιμηθη εν τω τοπω εκεινω.
12 Viditque in somnio scalam stantem super terram et cacumen illius tangens caelum, angelos quoque Dei ascendentes et descendentes per eam12 Και ειδεν ενυπνιον, και ιδου, κλιμαξ εστηριγμενη εις την γην, της οποιας η κορυφη εφθανεν εις τον ουρανον? και ιδου, οι αγγελοι του Θεου ανεβαινον και κατεβαινον επ' αυτης.
13 et Dominum innixum scalae dicentem sibi: “ Ego sum Dominus, Deus Abraham patris tui et Deus Isaac. Terram, in qua dormis, tibi dabo et semini tuo.13 Και ιδου, ο Κυριος ιστατο επανωθεν αυτης και ειπεν, Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος του Αβρααμ του πατρος σου, και ο Θεος του Ισαακ? την γην, επι της οποιας κοιμασαι, εις σε θελω δωσει αυτην και εις το σπερμα σου.
14 Eritque semen tuum quasi pulvis terrae; dilataberis ad occidentem et orientem et septentrionem et meridiem; et benedicentur in te et in semine tuo cunctae tribus terrae.14 και θελει εισθαι το σπερμα σου ως η αμμος της γης, και θελεις εξαπλωθη προς δυσιν και προς ανατολην και προς βορραν και προς νοτον? και θελουσιν ευλογηθη εν σοι, και εν τω σπερματι σου πασαι αι φυλαι της γης?
15 Et ecce, ego tecum sum et custodiam te, quocumque perrexeris, et reducam te in terram hanc; nec dimittam te, nisi complevero quae dixi tibi ”.
15 και ιδου, εγω ειμαι μετα σου, και θελω σε διαφυλαττει πανταχου, οπου αν υπαγης, και θελω σε επαναφερει εις την γην ταυτην? διοτι δεν θελω σε εγκαταλειψει, εωσου καμω οσα ελαλησα προς σε.
16 Cumque evigilasset Iacob de somno, ait: “ Vere Dominus est in loco isto, et ego nesciebam ”.16 Και εξεγερθεις ο Ιακωβ εκ του υπνου αυτου, ειπε, Βεβαια ο Κυριος ειναι εν τω τοπω τουτω, και εγω δεν ηξευρον.
17 Pavensque: “ Quam terribilis est, inquit, locus iste! Non est hic aliud nisi domus Dei et porta caeli ”.17 Και εφοβηθη και ειπε, Ποσον φοβερος ειναι ο τοπος ουτος? δεν ειναι τουτο, ειμη οικος Θεου, και αυτη η πυλη του ουρανου.
18 Surgens ergo Iacob mane tulit lapidem, quem supposuerat capiti suo, et erexit in titulum fundens oleum desuper.18 Και σηκωθεις ο Ιακωβ ενωρις το πρωι, ελαβε τον λιθον τον οποιον ειχε θεσει προσκεφαλαιον αυτου, και εστησεν αυτον δια στηλην και εχυσεν ελαιον επι την κορυφην αυτης.
19 Appellavitque nomen loci illius Bethel; prius autem urbs vocabatur Luza.
19 Και εκαλεσε το ονομα του τοπου εκεινου, Βαιθηλ? το δε ονομα της πολεως εκεινης ητο προτερον Λουζ.
20 Vovit Iacob etiam votum dicens: “ Si fuerit Deus mecum et custodierit me in via hac, per quam ambulo, et dederit mihi panem ad vescendum et vestimentum ad induendum,20 Και ευχηθη ο Ιακωβ ευχην, λεγων, Αν ο Θεος ηναι μετ' εμου και με διαφυλαξη εν τη οδω ταυτη εις την οποιαν υπαγω, και μοι δωση αρτον να φαγω και ενδυμα να ενδυθω,
21 reversusque fuero prospere ad domum patris mei, erit mihi Dominus in Deum,21 και επιστρεψω εν ειρηνη εις τον οικον του πατρος μου, τοτε ο Κυριος θελει εισθαι Θεος μου?
22 et lapis iste, quem erexi in titulum, erit domus Dei; cunctorumque, quae dederis mihi, decimas offeram tibi ”.
22 και ο λιθος ουτος, τον οποιον εστησα δια στηλην, θελει εισθαι οικος Θεου? και εκ παντων οσα μοι δωσης, το δεκατον θελω προσφερει εις σε.