Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Neemia 13


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - In quel tempo, fu letto pubblicamente il libro di Mosè; e si trovò scritto che gli Ammoniti ed i Moabiti non dovevano mai in eterno aver parte col popolo di Dio,1 Εν τη ημερα εκεινη ανεγνωσθη εν τω βιβλιω του Μωυσεως εις τα ωτα του λαου? και ευρεθη γεγραμμενον εν αυτω, οτι οι Αμμωνιται και οι Μωαβιται δεν επρεπε να εισελθωσιν εις την συναγωγην του Θεου εως αιωνος?
2 perchè non soccorsero di pane e d'acqua i figli d'Israele, e stipendiarono contro a loro Balaam perchè li maledicesse; ma il nostro Dio convertì in benedizione quella maledizione.2 διοτι δεν προυπηντησαν τους υιους Ισραηλ μετα αρτου και μετα υδατος, αλλ' εμισθωσαν τον Βαλααμ εναντιον αυτων, δια να καταρασθη αυτους? πλην ο Θεος ημων ετρεψε την καταραν εις ευλογιαν.
3 Perciò, udita la legge, mandaron via da Israele tutti gli stranieri.3 Και ως ηκουσαν τον νομον, εχωρισαν απο του Ισραηλ παντα αλλογενη.
4 A ciò fu deputato Eliasib sacerdote, che era stato sopraintendente al tesoro nella casa del Dio nostro, ed era parente di Tobia.4 Προ τουτου δε Ελιασειβ ο ιερευς, οστις ειχε την επιστασιαν των οικηματων του οικου του Θεου ημων, ειχε συγγενευσει μετα του Τωβια?
5 E gli aveva fatto fare una gran camera, nella quale si portavano avanti a lui le offerte, l'incenso, i vasi, le decime del grano, del vino e dell'olio, la parte dei leviti, dei cantori e degli ostiarii, e le primizie sacerdotali.5 και ειχεν ετοιμασει δι' αυτον μεγα οικημα, οπου προτερον εθετον τας εξ αλφιτων προσφορας, το λιβανιον και τα σκευη και τα δεκατα του σιτου, του οινου και του ελαιου, το διατεταγμενον των Λευιτων και των ψαλτωδων και των πυλωρων και τας προσφορας των ιερεων.
6 Quando tutto ciò avvenne, io non ero in Gerusalemme; perchè, l'anno trentadue di Artaserse re di Babilonia, io ero tornato presso il re, e dopo assai tempo ebbi da lui licenza.6 Πλην εν πασι τουτοις εγω δεν ημην εν Ιερουσαλημ? διοτι εν τω τριακοστω δευτερω ετει Αρταξερξου του βασιλεως της Βαβυλωνος ηλθον προς τον βασιλεα και μεθ' ημερας τινας εζητησα παρα του βασιλεως,
7 Allora tornai a Gerusalemme, e conobbi il male che Eliasib aveva fatto riguardo a Tobia, allestendogli una camera nel recinto della casa di Dio.7 και ηλθον εις Ιερουσαλημ και εμαθον το κακον, το οποιον ο Ελιασειβ εκαμε χαριν του Τωβια, ετοιμασας εις αυτον οικημα εν ταις αυλαις του οικου του Θεου.
8 Ciò mi parve un gran male, e gettai fuori della camera tutti gli arredi della casa di Tobia;8 Και δυσηρεστηθην πολυ? και ερριψα εξω του οικηματος παντα τα σκευη του οικου του Τωβια.
9 ed ordinai che quelle stanze fossero purificate, e vi riportai i vasi della casa di Dio, le offerte e l'incenso.9 Και προσεταξα, και εκαθαρισαν τα οικηματα? και επανεφερα εκει τα σκευη του οικου του Θεου, τας εξ αλφιτων προσφορας και το λιβανιον.
10 Seppi ancora che i leviti non avevano ricevuto le porzioni a loro dovute, e che dei leviti e dei cantori e dei ministri del tempio eran fuggiti, ciascuno nel proprio paese.10 Και εμαθον οτι τα μεριδια των Λευιτων δεν εδοθησαν εις αυτους? διοτι οι Λευιται και οι ψαλτωδοι, οι ποιουντες το εργον, εφυγον εκαστος εις τον αγρον αυτου.
11 Ne feci rimostranza ai magistrati, e dissi: «Perchè abbandoniamo noi la casa di Dio?». E li rimisi insieme e li feci stare ciascuno al suo posto.11 Και επεπληξα τους προεστωτας και ειπα, Δια τι εγκατελειφθη ο οικος του Θεου; Και εσυναξα αυτους και αποκατεστησα αυτους εις την θεσιν αυτων.
12 E tutto Giuda portava al granaio la decima del frumento, del vino e dell'olio.12 Τοτε εφερε πας ο Ιουδας εις τας αποθηκας το δεκατον του σιτου και του οινου και του ελαιου.
13 E deputammo a sopraintendere ai granai Selemia sacerdote, Sadoc scriba, Fadaiam dei leviti , e insieme a loro Anan figlio di Zacur, figlio di Matania, che erano stati conosciuti a prova come fedeli; a loro furono affidate le porzioni pei loro fratelli.13 Και κατεστησα φυλακας επι των αποθηκων, Σελεμιαν τον ιερεα και Σαδωκ τον γραμματεα και εκ των Λευιτων? τον Φεδαιαν? και πλησιον αυτων, Αναν τον υιον του Ζακχουρ, υιου του Ματθανια? διοτι ελογιζοντο πιστοι? το εργον δε αυτων ητο να διανεμωσιν εις τους αδελφους αυτων.
14 Ricordati di me, Dio mio, in vista di ciò; e non scancellare [dalla tua memoria] il bene che feci per la casa del mio Dio, e per le sue relative osservanze.14 Μνησθητι μου, Θεε μου, περι τουτου, και μη εξαλειψης τα ελεη μου, τα οποια εκαμα εις τον οικον του Θεου μου και εις τας τελετας αυτου.
15 In quei giorni, vidi in Giuda alcuni che pestavano l'uva di sabato, portavano pesi, caricavano sugli asini vino ed uva e fichi ed altri generi, e li portavano a Gerusalemme in giorno di sabato; ordinai loro che vendessero in quei giorni nei quali è permesso.15 Εν εκειναις ταις ημεραις ειδον τινας εν Ιουδα ληνοπατουντας εν σαββατω και εισφεροντας δραγματα και επιφορτιζοντας επι ονους, και οινον, σταφυλια και συκα και παν ειδος φορτιων, τα οποια εφερον εις Ιερουσαλημ την ημεραν του σαββατου? και διεμαρτυρηθην εν τη ημερα, καθ' ην επωλουν τροφιμα.
16 E v'erano in città alcuni di Tiro, che portavano in Gerusalemme il pesce ed altre mercanzie, e lo vendevano ai Giudei anche al sabato.16 Και οι Τυριοι, οι κατοικουντες εν αυτη, εφερον ιχθυας και παν ειδος ωνιων και επωλουν εν σαββατω εις τους υιους Ιουδα και εν Ιερουσαλημ.
17 Sgridai i maggiorenti di Giuda, e dissi loro: «Che male è mai questo che voi fate, profanando così il giorno del sabato?17 Και επεπληξα τους προκριτους του Ιουδα και ειπα προς αυτους, Τι ειναι το πραγμα τουτο το κακον, το οποιον σεις καμνετε, βεβηλουντες την ημεραν του σαββατου;
18 Non han fatto così anche i padri nostri, e perciò il Dio nostro mandò addosso a noi ed a questa città ogni malanno? Voi accrescete il suo sdegno contro Israele, violando il sabato».18 δεν εκαμνον ουτως οι πατερες σας, και εφερεν ο Θεος ημων παντα ταυτα τα κακα εφ' ημας και επι την πολιν ταυτην; αλλα σεις επαναφερετε οργην επι τον Ισραηλ, βεβηλουντες το σαββατον.
19 Ora quando alle porte di Gerusalemme cominciò ad esserci quiete per il sabato, ordinai che fossero chiuse, e che non si riaprissero sino a dopo il sabato; e misi dei miei servi alle porte, perchè nessuno portasse pesi in giorno di sabato.19 Δια τουτο, οτε ηρχιζε να συσκοταζη εις τας πυλας της Ιερουσαλημ προ του σαββατου, ειπα, και εκλεισαν τας πυλας, και προσεταξα να μη ανοιχθωσιν εως μετα το σαββατον? και κατεστησα επι τας πυλας τινας εκ των υπηρετων μου, δια να μη εισελθη φορτιον την ημεραν του σαββατου.
20 Così, per una volta e due, i mercanti e venditori di ogni genere rimasero chiusi fuori di Gerusalemme.20 Και διενυκτερευσαν οι εμποροι και οι πωληται παντος ειδους ωνιων εξω της Ιερουσαλημ απαξ και δις.
21 Io li sgridai, e dissi loro: «Perchè vi fermate voi di contro alle mura? Se lo farete un'altra volta, vi farò mettere le mani addosso». Così, da allora in poi, non vennero più di sabato.21 Τοτε διεμαρτυρηθην εναντιον αυτων και ειπα προς αυτους, Δια τι διανυκτερευετε εμπροσθεν του τειχους; εαν δευτερωσητε, θελω βαλει χειρα επανω σας. Εκτοτε δεν ηλθον εν σαββατω.
22 Dissi anche ai leviti che si purificassero, e venissero a custodire le porte, acciò il giorno del sabato fosse santificato. Anche per questo, ricordati di me, Dio mio, ed abbi di me pietà, conforme alla grandezza della tua misericordia.22 Και ειπα προς τους Λευιτας να καθαριζωνται και να ερχωνται να φυλαττωσι τας πυλας, δια να αγιαζωσι την ημεραν του σαββατου. Μνησθητι μου, Θεε μου, και περι τουτου, και ελεησον με κατα το πληθος του ελεους σου.
23 Ma in quel tempo vidi ancora che dei Giudei avevano preso per mogli delle donne Azotite, Ammonite e Moabite.23 Προσετι εν ταις ημεραις εκειναις ειδον τους Ιουδαιους τους λαβοντας γυναικας Αζωτιας, Αμμωνιτιδας και Μωαβιτιδας?
24 I loro figliuoli parlavano mezzo azotico, e non sapevan parlare ebraico, e parlavano un po' d'una lingua e un po' di un'altra.24 και τα τεκνα αυτων λαλουντα ημισυ Αζωτιστι, και μη εξευροντα να λαλησωσιν Ιουδαιστι αλλα κατα την γλωσσαν διαφορων λαων.
25 Li rimproverai, e li maledissi. E ne feci battere alcuni, e rader loro la testa, e giurare innanzi a Dio che non darebbero le loro figliuole ai figli di quelle, nè prenderebbero le figlie di quelli pei loro figli nè per sè, e dissi:25 Και επεπληξα αυτους και κατηρασθην αυτους, και ερραβδισα τινας εξ αυτων και ετριχομαδησα αυτους, και ωρκισα αυτους εις τον Θεον, λεγων, Δεν θελετε δωσει τας θυγατερας σας εις τους υιους αυτων, και δεν θελετε λαβει εκ των θυγατερων αυτων εις τους υιους σας η εις εαυτους?
26 «Non cadde proprio in questo peccato Salomone re d'Israele? Eppure, in tanti popoli, non v'era un re simile a lui; ed era caro al suo Dio, e Dio lo aveva fatto re di tutto Israele; ed egli pure fu condotto al peccato da donne straniere.26 δεν ημαρτησεν ουτω Σολομων ο βασιλευς του Ισραηλ; καιτοι μεταξυ πολλων εθνων δεν υπηρξε βασιλευς ομοιος αυτου, οστις ητο αγαπωμενος υπο του Θεου αυτου, και εκαμεν αυτον ο Θεος βασιλεα επι παντα τον Ισραηλ? αλλ' ομως και αυτον αι ξεναι γυναικες εκαμον να αμαρτηση?
27 Saremo dunque anche noi così disobbedienti da commettere un male sì grande, ed offendere il Dio nostro, prendendo mogli straniere?».27 θελομεν λοιπον συγκατανευσει εις εσας να καμνητε απαν τουτο το μεγα κακον, να γινησθε παραβαται εναντιον εις τον Θεον ημων λαμβανοντες ξενας γυναικας;
28 Dei figli di Joiada figlio di Eliasib gran sacerdote, ve n'era uno genero di Sanaballat Oronita, e lo cacciai via da me.28 Και εις εκ των υιων του Ιωαδα, υιου του Ελιασειβ του ιερεως του μεγαλου, ητο γαμβρος Σαναβαλλατ του Ορωνιτου? οθεν απεδιωξα αυτον απ' εμπροσθεν μου.
29 Ricorda, Signore Dio mio, e castiga quelli che profanano il sacerdozio, e la legge sacerdotale e levitica.29 Μνησθητι αυτων, Θεε μου, διοτι εβεβηλωσαν την ιερατειαν και την διαθηκην της ιερατειας και των Λευιτων.
30 Io dunque li mondai da ogni contatto straniero, e stabilii gli ordini de' sacerdoti e de' leviti, ciascuno al suo uffizio,30 Και εκαθαρισα αυτους απο παντων των ξενων, και διωρισα φυλακας εκ των ιερεων και των Λευιτων, εκαστον εις τα εργα αυτου?
31 per regolare le offerte della legna e delle primizie ai tempi comandati. Ricordati benevolmente di me, Dio mio. Amen.31 και δια την προσφοραν των ξυλων εν καιροις ωρισμενοις, και δια τας απαρχας. Μνησθητι μου, Θεε μου, επ' αγαθω.