Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Isaia 57


font
BIBBIA CEI 1974GREEK BIBLE
1 Perisce il giusto, nessuno ci bada.
I pii sono tolti di mezzo, nessuno ci fa caso.
Il giusto è tolto di mezzo a causa del male.
1 Ο δικαιος αποθνησκει και ουδεις βαλλει τουτο εν τη καρδια αυτου? και οι ανδρες ελεους συλλεγονται, χωρις να εννοη τις, αν ο δικαιος συλλεγεται απ' εμπροσθεν της κακιας.
2 Egli entra nella pace,
riposa sul suo giaciglio
chi cammina per la via diritta.

2 Θελει εισελθει εις ειρηνην? οι περιπατουντες εν τη ευθυτητι αυτων, θελουσιν αναπαυθη εν ταις κλιναις αυτων.
3 Ora, venite qui, voi,
figli della maliarda,
progenie di un adultero e di una prostituta.
3 Σεις δε οι υιοι της μαγισσης, σπερμα μοιχου και πορνης, πλησιασατε εδω.
4 Su chi intendete divertirvi?
Contro chi allargate la bocca
e tirate fuori la lingua?
Forse voi non siete figli del peccato,
prole bastarda?
4 Κατα τινος εντρυφατε; κατα τινος επλατυνατε το στομα, εξετεινατε την γλωσσαν; δεν εισθε τεκνα ανομιας, σπερμα ψευδους,
5 Voi, che spasimate fra i terebinti,
sotto ogni albero verde,
che sacrificate bambini nelle valli,
tra i crepacci delle rocce.
5 φλογιζομενοι με τα ειδωλα υπο παν δενδρον πρασινον, σφαζοντες τα τεκνα εν ταις φαραγξιν, υπο τους κρημνους των βραχων;
6 Tra le pietre levigate del torrente è la parte che ti spetta:
esse sono la porzione che ti è toccata.
Anche ad esse hai offerto libazioni,
hai portato offerte sacrificali.
E di questo dovrei forse consolarmi?
6 Η μερις σου ειναι μεταξυ των χαλικων των χειμαρρων? ουτοι, ουτοι ειναι η κληρονομια σου? και εις αυτους εξεχεας σπονδας, προσεφερες προσφοραν εξ αλφιτων? εις ταυτα θελω ευαρεστηθη;
7 Su un monte imponente ed elevato
hai posto il tuo giaciglio;
anche là sei salita per fare sacrifici.
7 Επι ορους υψηλου και μετεωρου εβαλες την κλινην σου? και εκει ανεβης δια να προσφερης θυσιαν.
8 Dietro la porta e gli stipiti
hai posto il tuo emblema.
Lontano da me hai scoperto il tuo giaciglio,
vi sei salita, lo hai allargato;
hai patteggiato con coloro
con i quali amavi trescare;
guardavi la mano.
8 Και οπισω των θυρων και των παραστατων εστησας το μνημοσυνον σου? διοτι εξεσκεπασας σεαυτην αποστατησασα απ' εμου και ανεβης? επλατυνας την κλινην σου και συνεφωνησας μετ' εκεινων? ηγαπησας την κλινην αυτων, εξελεξας τους τοπους?
9 Ti sei presentata al re con olio,
hai moltiplicato i tuoi profumi;
hai inviato lontano i tuoi messaggeri,
ti sei abbassata fino agli inferi.
9 υπηγες μαλιστα προς τον βασιλεα με χρισματα και ηυξησας τα αρωματα σου και απεστειλας μακραν τους πρεσβεις σου και εταπεινωσας σεαυτην μεχρις αδου.
10 Ti sei stancata in tante tue vie,
ma non hai detto: "È inutile".
Hai trovato come ravvivare la mano;
per questo non ti senti esausta.
10 Εκοπιασας εις το μακρος της οδου σου? και δεν ειπας, εις ματην κοπιαζω? ευρηκας το ζην δια της χειρος σου? δια τουτο δεν απεκαμες.
11 Chi hai temuto? Di chi hai avuto paura
per farti infedele?
E di me non ti ricordi,
non ti curi?
Non sono io che uso pazienza e chiudo un occhio?
Ma tu non hai timore di me.
11 Και τινα επτοηθης η εφοβηθης, ωστε να ψευσθης και να μη με ενθυμηθης μηδε να θεσης τουτο εν τη καρδια σου; δεν ειναι, διοτι εγω εσιωπησα, μαλιστα προ πολλου, δια τουτο συ δεν με εφοβηθης;
12 Io divulgherò la tua giustizia
e le tue opere, che non ti saranno di vantaggio.
12 Εγω θελω απαγγειλει την δικαιοσυνην σου και τα εργα σου? ομως δεν θελουσι σε ωφελησει.
13 Alle tue grida ti salvino i tuoi guadagni.
Tutti se li porterà via il vento, un soffio se li prenderà.
Chi invece confida in me possederà la terra,
erediterà il mio santo monte.

13 Οταν αναβοησης, ας σε ελευθερωσωσιν οι συνηγμενοι σου? αλλ' ο ανεμος θελει αφαρπασει παντας αυτους? η ματαιοτης θελει λαβει αυτους? ο ελπιζων ομως επ' εμε θελει κληρονομησει την γην και αποκτησει το αγιον μου ορος.
14 Si dirà: "Spianate, spianate, preparate la via,
rimuovete gli ostacoli sulla via del mio popolo".
14 Και θελω ειπει, Υψωσατε, υψωσατε, ετοιμασατε την οδον, εκβαλετε το προσκομμα απο της οδου του λαου μου.
15 Poiché così parla l'Alto e l'Eccelso,
che ha una sede eterna e il cui nome è santo:
In un luogo eccelso e santo io dimoro,
ma sono anche con gli oppressi e gli umiliati,
per ravvivare lo spirito degli umili
e rianimare il cuore degli oppressi.
15 Διοτι ουτω λεγει ο Υψιστος και ο Υπερτατος, ο κατοικων την αιωνιοτητα, του οποιου το ονομα ειναι Ο Αγιος? Εγω κατοικω εν υψηλοις και εν αγιω τοπω? και μετα του συντετριμμενου την καρδιαν και του ταπεινου το πνευμα, δια να ζωοποιω το πνευμα των ταπεινων και να ζωοποιω την καρδιαν των συντετριμμενων.
16 Poiché io non voglio discutere sempre
né per sempre essere adirato;
altrimenti davanti a me verrebbe meno
lo spirito e l'alito vitale che ho creato.
16 Διοτι δεν θελω δικολογει αιωνιως ουδε θελω εισθαι παντοτε ωργισμενος? επειδη τοτε ηθελον εκλειψει απ' εμπροσθεν μου το πνευμα και αι ψυχαι τας οποιας εκαμον.
17 Per l'iniquità dei suoi guadagni mi sono adirato,
l'ho percosso, mi sono nascosto e sdegnato;
eppure egli, voltandosi,
se n'è andato per le strade del suo cuore.
17 Δια την ανομιαν της αισχροκερδειας αυτου ωργισθην και επαταξα αυτον? εκρυψα το προσωπον μου και ωργισθην? αλλα αυτος ηκολουθησε πεισματωδως την οδον της καρδιας αυτου.
18 Ho visto le sue vie,
ma voglio sanarlo, guidarlo e offrirgli consolazioni.
E ai suoi afflitti
18 Ειδον τας οδους αυτου και θελω ιατρευσει αυτον? και θελω οδηγησει αυτον και δωσει παλιν παρηγοριας εις αυτον και εις τους τεθλιμμενους αυτου.
19 io pongo sulle labbra: "Pace,
pace ai lontani e ai vicini",
dice il Signore, "io li guarirò".
19 Εγω δημιουργω τον καρπον των χειλεων? ειρηνην, ειρηνην, εις τον μακραν και εις τον πλησιον, λεγει Κυριος? και θελω ιατρευσει αυτον.
20 Gli empi sono come un mare agitato
che non può calmarsi
e le cui acque portan su melma e fango.
20 Οι δε ασεβεις ειναι ως η τεταραγμενη θαλασσα, οταν δεν δυναται να ησυχαση? και τα κυματα αυτης εκριπτουσι καταπατημα και πηλον.
21 Non v'è pace per gli empi, dice il mio Dio.21 Ειρηνη δεν ειναι εις τους ασεβεις, λεγει ο Θεος μου.