Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Neemia 2


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Factum est autem in mense Nisan, anno vicesimo Artaxerxis regis, dumbiberet, levavi vinum et dedi regi; non enim eram ingratus coram eo.1 Και εν τω μηνι Νισαν, εν τω εικοστω ετει Αρταξερξου του βασιλεως, ητο οινος εμπροσθεν αυτου? και λαβων τον οινον, εδωκα εις τον βασιλεα. Ποτε δε δεν ειχον σκυθρωπασει ενωπιον αυτου.
2 Dixitquemihi rex: “ Quare vultus tuus tristis est, cum te aegrotum non videam? Nihilest aliud nisi tristitia cordis ”. Et timui valde2 Οθεν ο βασιλευς ειπε προς εμε, Δια τι το προσωπον σου ειναι σκυθρωπον, ενω συ αρρωστος δεν εισαι; τουτο δεν ειναι ειμη λυπη καρδιας. Τοτε εφοβηθην πολυ σφοδρα.
3 et dixi regi: “ Rex, inaeternum vive! Quare non maereat vultus meus, quia civitas sepulcrorum patrummeorum deserta est, et portae eius combustae sunt igne? ”.3 Και ειπα προς τον βασιλεα, Ζητω ο βασιλευς εις τον αιωνα? δια τι το προσωπον μου να μη ηναι σκυθρωπον, ενω η πολις, ο τοπος των ταφων των πατερων μου, κειται ηρημωμενος, και αι πυλαι αυτης κατηναλωμεναι υπο του πυρος;
4 Et ait mihi rex:“ Pro qua re postulas? ”. Et oravi Deum caeli4 Τοτε ο βασιλευς ειπε προς εμε, Περι τινος καμνεις συ αιτησιν; Και προσηυχηθην εις τον Θεον του ουρανου.
5 et dixi ad regem: “ Sividetur regi bonum, et si placet servus tuus ante faciem tuam, ut mittas me inIudaeam ad civitatem sepulcrorum patrum meorum, et aedificabo eam ”.
5 Και ειπα προς τον βασιλεα, Εαν ηναι αρεστον εις τον βασιλεα, και εαν ο δουλος σου ευρηκε χαριν ενωπιον σου, να με πεμψης εις τον Ιουδαν, εις την πολιν των ταφων των πατερων μου, και να ανοικοδομησω αυτην.
6 Dixitque mihi rex, et regina sedebat iuxta eum: “ Usque ad quod tempus erititer tuum, et quando reverteris? ”. Et placuit regi mittere me; et constituiei tempus.6 Και ειπεν ο βασιλευς προς εμε, καθημενης πλησιον αυτου της βασιλισσης, Ποσον μακρα θελει εισθαι η πορεια σου; και ποτε θελεις επιστρεψει; Και ευηρεστηθη ο βασιλευς και με επεμψε? και εδωκα εις αυτον προθεσμιαν.
7 Et dixi regi: “ Si regi videtur bonum, epistulae dentur mihi adduces regionis trans flumen, ut me transire permittant, donec veniam in Iudaeam;7 Και ειπα προς τον βασιλεα, Εαν ηναι αρεστον εις τον βασιλεα, ας μοι δοθωσιν επιστολαι προς τους περαν του ποταμου επαρχους, δια να με συμπαραπεμψωσιν, εωσου ελθω εις τον Ιουδαν?
8 et epistulam ad Asaph custodem saltus regis, ut det mihi ligna, ut contignarepossim portas turris domus et muri civitatis et domus, in qua habitabo ”. Etdedit mihi rex, quia manus Dei mei bona super me.
8 και επιστολη προς τον Ασαφ τον φυλακα του βασιλικου δασους, δια να μοι δωση ξυλα να κατασκευασω τας πυλας του φρουριου του ναου και το τειχος της πολεως και τον οικον, εις τον οποιον θελω εισελθει. Και εχαρισεν ο βασιλευς εις εμε παντα, κατα την επ' εμε αγαθην χειρα του Θεου μου.
9 Et veni ad duces regionis trans flumen dedique eis epistulas regis. Miseratautem rex mecum principes militum et equites.9 Ηλθον λοιπον προς τους περαν του ποταμου επαρχους και εδωκα εις αυτους τας επιστολας του βασιλεως. Ειχε δε αποστειλει ο βασιλευς αρχηγους δυναμεως και ιππεις μετ' εμου.
10 Et audierunt SanaballatHoronites et Thobias servus Ammanites et contristati sunt afflictione magna,quod venisset homo, qui quaereret prosperitatem filiorum Israel.
10 Οτε δε Σαναβαλλατ ο Ορωνιτης και Τωβιας ο δουλος, ο Αμμωνιτης, ηκουσαν, ελυπηθησαν καθ' υπερβολην οτι ηλθεν ανθρωπος να ζητηση το καλον των υιων Ισραηλ.
11 Et veni Ierusalem et eram ibi tribus diebus.11 Και ηλθον εις Ιερουσαλημ και ημην εκει τρεις ημερας.
12 Et surrexi nocte ego, et viripauci mecum, et non indicavi cuiquam quid Deus meus dedisset in corde meo, utfacerem in Ierusalem; et iumentum non erat mecum, nisi animal cui sedebam.12 Και εσηκωθην την νυκτα, εγω και ολιγοι τινες μετ' εμου? και δεν εφανερωσα εις ουδενα τι ειχε βαλει ο Θεος μου εν τη καρδια μου να καμω εις την Ιερουσαλημ? και αλλο κτηνος δεν ητο μετ' εμου, ειμη το κτηνος επι του οποιου εκαθημην.
13 Etegressus sum per portam Vallis nocte et ad fontem Draconis et portamSterquilinii et considerabam murum Ierusalem dissipatum et portas eiusconsumptas igne.13 Και εξηλθον την νυκτα δια της πυλης της φαραγγος, και ηλθον απεναντι της πηγης του δρακοντος και προς την θυραν της κοπριας, και παρετηρουν τα τειχη της Ιερουσαλημ, τα οποια ησαν κατακεκρημνισμενα, και τας πυλας αυτης κατηναλωμενας υπο του πυρος.
14 Et transivi ad portam Fontis et ad piscinam Regis, et nonerat locus iumento cui sedebam, ut transiret.14 Επειτα διεβην εις την πυλην της πηγης και εις την βασιλικην κολυμβηθραν? και δεν ητο τοπος δια να περαση το κτηνος το υποκατω μου.
15 Et ascendi per torrentem nocteet considerabam murum; et iterum veni ad portam Vallis et reversus sum.
15 Και ανεβην την νυκτα δια του χειμαρρου? και αφου παρετηρησα το τειχος, εστραφην και εισηλθον δια της πυλης της φαραγγος και επεστρεψα.
16 Magistratus autem nesciebant quo abissem aut quid ego facerem, sed et Iudaeiset sacerdotibus et optimatibus et magistratibus et reliquis, qui faciebant opus,usque ad id loci nihil indicaveram.16 Οι δε προεστωτες δεν ηξευρον που υπηγα και τι εκαμον? ουδε ειχον φανερωσει ετι τουτο ουτε εις τους Ιουδαιους, ουτε εις τους ιερεις, ουτε εις τους προκριτους, ουτε εις τους προεστωτας, ουτε εις τους λοιπους τους εργαζομενους το εργον.
17 Et dixi eis: “ Vos nostis afflictionem,in qua sumus, quia Ierusalem deserta est, et portae eius consumptae sunt igne;venite et aedificemus murum Ierusalem et non simus ultra opprobrium ”.17 Και ειπα προς αυτους, Σεις βλεπετε την δυστυχιαν εις την οποιαν ειμεθα, πως η Ιερουσαλημ κειται ηρημωμενη και αι πυλαι αυτης ειναι κατηναλωμεναι υπο του πυρος? ελθετε και ας ανοικοδομησωμεν το τειχος της Ιερουσαλημ, δια να μη ημεθα πλεον ονειδος.
18 Etindicavi eis quod manus Dei mei bona esset super me et verba regis, quae locutusesset mihi, et dixerunt: “ Surgamus et aedificemus! ”. Et confortatae suntmanus eorum in bonum.18 Και απηγγειλα προς αυτους περι της επ' εμε αγαθης χειρος του Θεου μου, και ετι τους λογους του βασιλεως, τους οποιους ειπε προς εμε. Οι δε ειπον, Ας σηκωθωμεν και ας οικοδομησωμεν. Ουτως ενισχυσαν τας χειρας αυτων προς το αγαθον.
19 Audierunt autem Sanaballat Horonites et Thobias servusAmmanites et Gosem Arabs et subsannaverunt nos et despexerunt dixeruntque: “Quae est haec res, quam facitis? Numquid contra regem vos rebellatis? ”.19 Αλλ' οτε ηκουσαν ο Σαναβαλλατ ο Ορωνιτης και Τωβιας ο δουλος, ο Αμμωνιτης, και ο Γησεμ ο Αραψ, περιεγελασαν ημας και περιεφρονησαν ημας, λεγοντες, Τι ειναι το πραγμα τουτο το οποιον καμνετε; θελετε να επαναστατησητε κατα του βασιλεως;
20 Etdedi eis responsum dicens: “ Deus caeli ipse nos facit prosperari, et nosservi eius sumus; surgamus et aedificemus. Vobis autem non est pars et ius etmemoria in Ierusalem ”.
20 Και εγω απεκριθην προς αυτους και ειπα προς αυτους, Ο Θεος του ουρανου, αυτος θελει ευοδωσει ημας? δια τουτο ημεις οι δουλοι αυτου θελομεν σηκωθη και οικοδομησει? σεις ομως δεν εχετε μεριδα ουδε δικαιωμα ουδε μνημοσυνον εν Ιερουσαλημ.