Scrutatio

Domenica, 5 maggio 2024 - Beato Nunzio Sulprizio ( Letture di oggi)

Rut 1


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Quando i Giudici governavano, al tempo d'uno di loro, fu carestia nella regione. Ed un uomo di Betleem di Giuda andò pellegrino nella terra dei Moabiti, con la moglie e due figli.1 Και εν ταις ημεραις καθ' ας οι κριται εκρινον, εγεινε πεινα εν τη γη. Και υπηγεν ανθρωπος τις απο Βηθλεεμ Ιουδα να παροικηση εν γη Μωαβ, αυτος και η γυνη αυτου και οι δυο υιοι αυτου.
2 Egli si chiamava Elimelec, la moglie sua Noemi, e i due figli uno Maalon e l'altro Chelion, efratei, di Betleem di Giuda. Venuti dunque nella Moabitide, vi presero dimora.2 Το δε ονομα του ανθρωπου ητο Ελιμελεχ, και το ονομα της γυναικος αυτου Ναομι, και το ονομα των δυο υιων αυτου Μααλων και Χελαιων, Εφραθαιοι εκ Βηθλεεμ Ιουδα. Και ηλθον εις γην Μωαβ και ησαν εκει.
3 Morto Elimelec marito di Noemi, questa vi rimase coi figli,3 Και απεθανεν Ελιμελεχ ο ανηρ της Ναομι? και εμεινεν αυτη και οι δυο υιοι αυτης.
4 i quali presero mogli moabite, una chiamata Orfa, e l'altra Rut. Vi stettero dieci anni,4 Και ουτοι ελαβον εις εαυτους γυναικας Μωαβιτιδας? το ονομα της μιας Ορφα και το ονομα της αλλης Ρουθ? και κατωκησαν εκει εως δεκα ετη.
5 e poi morirono ambedue, Maalon cioè e Chelion; e quella donna rimase orbata del marito e de' due figli.5 Απεθανον δε αμφοτεροι, ο Μααλων και ο Χελαιων? και εστερηθη η γυνη των δυο υιων αυτης και του ανδρος αυτης.
6 Allora si mosse dalla terra di Moab, con ambedue le nuore, per tornare in patria; aveva infatti udito dire che il Signore riguardando benignamente il suo popolo gli aveva mandato di che vivere.6 Τοτε εσηκωθη αυτη και αι νυμφαι αυτης και επεστρεψαν εκ της γης Μωαβ? διοτι ηκουσεν εν γη Μωαβ, οτι επεσκεφθη ο Κυριος τον λαον αυτου διδων εις αυτους αρτον.
7 Uscì dunque con ambedue le nuore dalla terra straniera, e, stando già sulla via che la riconduceva nella terra di Giuda,7 Και εξηλθεν εκ του τοπου οπου ητο, και αι δυο νυμφαι αυτης μετ' αυτης και επορευοντο την οδον δια να επιστρεψωσιν εις γην Ιουδα.
8 disse loro: «Tornate nella casa di vostra madre; sia con voi misericordioso il Signore, come voi lo siete state con quei morti e con me;8 Ειπε δε η Ναομι προς τας δυο νυμφας αυτης, Υπαγετε, επιστρεψατε εκαστη εις τον οικον της μητρος αυτης. Ο Κυριος να καμη ελεος εις εσας, καθως σεις εκαμετε εις τους αποθανοντας και εις εμε?
9 vi conceda di trovar pace nella casa dei mariti che troverete». E le baciò. Ma quelle si misero a piangere, e alzata la voce,9 ο Κυριος να σας δωση να ευρητε αναπαυσιν, εκαστη εν τω οικω του ανδρος αυτης. Και εφιλησεν αυτας? και αυται υψωσαν την φωνην αυτων και εκλαυσαν.
10 dissero: «Noi verremo con te, nel tuo popolo».10 Και ειπον προς αυτην, Ουχι? αλλα μετα σου θελομεν επιστρεψει εις τον λαον σου.
11 Ed essa: «Tornate indietro, figliuole mie; perchè venire con me? Ho io forse in seno altri figli, che possiate sperare da me i mariti?11 Και ειπεν η Ναομι, Επιστρεψατε, θυγατερες μου? δια τι να ελθητε μετ' εμου; μηπως εχω ετι υιους εν τη κοιλια μου, δια να γεινωσιν ανδρες σας;
12 Tornate indietro, figliuole, ed andate; io ormai son vecchia, e non più atta alle nozze; ma anche se potessi oggi concepire e partorir figli,12 επιστρεψατε, θυγατερες μου, υπαγετε? διοτι εγηρασα και δεν ειμαι δια ανδρα? εαν ελεγον, Εχω ελπιδα, εαν μαλιστα υπανδρευομην ταυτην την νυκτα και εγεννων ετι υιους,
13 se voi doveste aspettare che crescessero e giungessero agli anni della pubertà, sareste diventate vecchie prima di sposarvi. Non fate così, figliuole; perchè la vostra angustia accresce la mia, e la mano del Signore mi si fa più grave».13 σεις ηθελετε προσμενει αυτους εωσου μεγαλωσωσιν; ηθελετε δι' αυτους αναβαλει το να υπανδρευθητε; μη, θυγατερες μου? επειδη επικρανθην πολυ πλεον παρα σεις, οτι η χειρ του Κυριου εξηλθε κατ' εμου.
14 Quelle, alzata la voce, di nuovo si misero a piangere. Orfa la baciò, e tornò indietro; Rut restò attaccata alla suocera.14 Εκειναι δε υψωσαν την φωνην αυτων και εκλαυσαν παλιν? και κατεφιλησεν η Ορφα την πενθεραν αυτης? η δε Ρουθ επροσκολληθη εις αυτην.
15 E Noemi le disse: «Vedi, la tua cognata è ritornata al suo popolo ed a' suoi dèi; va' con lei».15 Και ειπεν η Ναομι, Ιδου, η συννυμφος σου επεστρεψε προς τον λαον αυτης και προς τους θεους αυτης? επιστρεψον και συ κατοπιν της συννυμφου σου.
16 Rispose: «Non mi contrariare, col voler che ti lasci, e me ne vada; per dovunque tu t'incammini, io verrò; dove tu prenderai dimora, dimorerò io pure; il tuo popolo sarà il popolo mio, e il tuo Dio sarà il Dio mio.16 Αλλ' η Ρουθ ειπε, Μη με αναγκαζε να σε αφησω, δια να αναχωρησω απ' οπισθεν σου? διοτι οπου αν συ υπαγης, και εγω θελω υπαγει? και οπου αν συ παραμεινης, και εγω θελω παραμεινει? ο λαος σου, λαος μου, και ο Θεος σου, Θεος μου?
17 Nella terra che ti riceverà dopo morta, io pure morirò, ed ivi avrò la mia sepoltura. Mi mandi il Signore ogni male, se la morte soltanto non mi separerà da te».17 οπου αν αποθανης, θελω αποθανει και εκει θελω ταφη? ουτω να καμη ο Κυριος εις εμε και ουτω να προσθεση, εαν αλλο τι παρα τον θανατον χωριση εμε απο σου.
18 Vedendo dunque Noemi che Rut era irremovibile nel proposito di partire con lei, non volle contrariarla, nè più oltre persuaderla a tornare a' suoi.18 Ιδουσα δε η Ναομι οτι αυτη διισχυριζετο να υπαγη μετ' αυτης, επαυσε να λαλη προς αυτην.
19 Partirono dunque insieme e vennero a Betleem. Entrate che furono in città, se ne sparse presto fra tutti la voce. E le donne dicevano: «Ecco quella Noemi!».19 Περιεπατησαν δε αμφοτεραι, εωσου εφθασαν εις Βηθλεεμ. Και οτε εφθασαν εις Βηθλεεμ, πασα η πολις συνεκινηθη δι' αυτας, και αι γυναικες ελεγον, Αυτη ειναι η Ναομι;
20 Ma essa diceva loro: «Non mi chiamate Noemi (cioè bella); chiamatemi Mara (cioè amara); perchè l'Onnipotente mi ha ripiena assai d'amarezza.20 Και αυτη ειπε προς αυτας, Μη με ονομαζετε Ναομι? ονομαζετε με Μαρα? διοτι ο Παντοδυναμος με επικρανε σφοδρα?
21 Partii nell'abbondanza ed il Signore m'ha fatto ritornare nella miseria. Perchè dunque mi chiamate Noemi, me che il Signore ha umiliata, e l'Onnipotente ha afflitta?».21 εγω πληρης ανεχωρησα, και κενην επανηγαγε με ο Κυριος? δια τι με ονομαζετε Ναομι, αφου ο Κυριος εμαρτυρησε κατ' εμου και ο Παντοδυναμος με κατεθλιψεν;
22 Venne pertanto Noemi, con Rut Moabita sua nuora, dalla terra ove era stata come straniera, e fece ritorno in Betleem, quando si cominciava a mietere l'orzo.22 Επεστρεψε λοιπον η Ναομι, και μετ' αυτης Ρουθ η Μωαβιτις η νυμφη αυτης ελθουσα εκ γης Μωαβ? και αυται εφθασαν εις Βηθλεεμ εν τη αρχη του θερισμου των κριθων.