Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Livre des Lamentations 3


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Je suis l'homme qui a connu la misère, sous la verge de sa fureur.
1 Εγω ειμαι ο ανθρωπος, οστις ειδον θλιψιν απο της ραβδου του θυμου αυτου.
2 C'est moi qu'il a conduit et fait marcher dans la ténèbre et sans lumière.
2 Με ωδηγησε και εφερεν εις σκοτος και ουχι εις φως.
3 Contre moi seul, il tourne et retourne sa main tout le jour.
3 Ναι, κατ' εμου εστραφη? κατ' εμου εστρεψε την χειρα αυτου ολην την ημεραν.
4 Il a consumé ma chair et ma peau, rompu mes os.
4 Επαλαιωσε την σαρκα μου και το δερμα μου? συνετριψε τα οστα μου.
5 Il a élevé contre moi des constructions, cerné ma tête de tourment.
5 Ωικοδομησε κατ' εμου και με περιεκυκλωσε χολην και μοχθον.
6 Il m'a fait habiter dans les ténèbres, comme ceux qui sont morts à jamais.
6 Με εκαθισεν εν σκοτεινοις ως νεκρους αιωνιους.
7 Il m'a emmuré et je ne puis sortir; il a rendu lourdes mes chaînes.
7 Με περιεφραξε, δια να μη εξελθω? εβαρυνε τας αλυσεις μου.
8 Quand même je crie et j'appelle, il arrête ma prière.
8 Ετι και οταν κραζω και αναβοω, αποκλειει την προσευχην μου.
9 Il a barré mes chemins avec des pierres de taille, obstrué mes sentiers.
9 Περιεφραξε με πελεκητους λιθους τας οδους μου, εστρεβλωσε τας τριβους μου.
10 Il est pour moi un ours aux aguets, un lion à l'affût.
10 Εγεινεν εις εμε αρκτος ενεδρευουσα, λεων εν αποκρυφοις.
11 Faisant dévier mes chemins, il m'a déchiré, il a fait de moi une horreur.
11 Παρετρεψε τας οδους μου και με κατεσπαραξε, με κατεστηαεν ηφανισμενην.
12 Il a bandé son arc et m'a visé comme une cible pour ses flèches.
12 Ενετεινε το τοξον αυτου και με εστησεν ως σκοπον εις βελος.
13 Il a planté en mes reins, les flèches de son carquois.
13 Ενεπηξεν εις τα νεφρα μου τα βελη της φαρετρας αυτου.
14 Je suis devenu la risée de tout mon peuple, leur chanson tout le jour.
14 Εγεινα γελως εις παντα τον λαον μου, ασμα αυτων ολην την ημεραν.
15 Il m'a saturé d'amertume, il m'a enivré d'absinthe.
15 Με εχορτασε πικριαν? με εμεθυσεν αψινθιον.
16 Il a brisé mes dents avec du gravier, il m'a nourri de cendre.
16 Και συνετριψε τους οδοντας μου με χαλικας? με εκαλυψε με σποδον.
17 Mon âme est exclue de la paix, j'ai oublié le bonheur!
17 Και απεσπρωξα, απο ειρηνης την ψυχην μου? ελησμονησα το αγαθον.
18 J'ai dit: Mon existence est finie, mon espérance qui venait de Yahvé.
18 Και ειπα, Απωλεσθη η δυναμις μου και η ελπις μου υπο του Κυριου.
19 Souviens-toi de ma misère et de mon angoisse: c'est absinthe et fiel!
19 Ενθυμηθητι την θλιψιν μου και την εξωσιν μου, το αψινθιον και την χολην.
20 Elle s'en souvient, elle s'en souvient, mon âme, et elle s'effondre en moi.
20 Η ψυχη μου ενθυμειται ταυτα ακαταπαυστως και ειναι τεταπεινωμενη εν εμοι.
21 Voici ce qu'à mon coeur je rappellerai pour reprendre espoir:
21 Τουτο ανακαλω εις την καρδιαν μου, οθεν εχω ελπιδα?
22 Les faveurs de Yahvé ne sont pas finies, ni ses compassions épuisées;
22 Ελεος του Κυριου ειναι, οτι δεν συνετελεσθημεν, επειδη δεν εξελιπον οι οικτιρμοι αυτου.
23 elles se renouvellent chaque matin, grande est sa fidélité!
23 Ανανεονονται εν ταις πρωιαις? μεγαλη ειναι η πιστοτης σου.
24 "Ma part, c'est Yahvé! dit mon âme, c'est pourquoi j'espère en lui."
24 Ο Κυριος ειναι η μερις μου, ειπεν η ψυχη μου? δια τουτο θελω ελπιζει επ' αυτον.
25 Yahvé est bon pour qui se fie à lui, pour l'âme qui le cherche.
25 Αγαθος ο Κυριος εις τους προσμενοντας αυτον, εις την ψυχην την εκζητουσαν αυτον.
26 Il est bon d'attendre en silence le salut de Yahvé.
26 Καλον ειναι και να ελπιζη τις και να εφησυχαζη εις την σωτηριαν του Κυριου.
27 Il est bon pour l'homme de porter le joug dès sa jeunesse,
27 Καλον εις τον ανθρωπον να βασταζη ζυγον εν τη νεοτητι αυτου.
28 que solitaire et silencieux il s'asseye quand le Seigneur l'impose sur lui,
28 Θελει καθησθαι κατα μονας και σιωπα, επειδη ο Θεος επεβαλε φορτιον επ' αυτον.
29 qu'il mette sa bouche dans la poussière: peut-être y a-t-il de l'espoir!
29 Θελει βαλει το στομα αυτου εις το χωμα, ισως ηναι ελπις.
30 qu'il tende la joue à qui le frappe, qu'il se rassasie d'opprobres!
30 Θελει δωσει την σιαγονα εις τον ραπιζοντα αυτον? θελει χορτασθη απο ονειδισμου.
31 Car le Seigneur ne rejette pas les humains pour toujours:
31 Διοτι ο Κυριος δεν απορριπτει εις τον αιωνα?
32 s'il a affligé, il prend pitié
selon sa grande bonté.
32 Αλλ' εαν και θλιψη, θελει ομως και οικτειρησει κατα το πληθος του ελεους αυτου.
33 Car ce n'est pas de bon coeur qu'il humilie
et afflige les fils d'homme!
33 Διοτι δεν θλιβει εκ καρδιας αυτου ουδε καταθλιβει τους υιους των ανθρωπων.
34 Quand on écrase et piétine
tous les prisonniers d'un pays,
34 Το να καταπατη τις υπο τους ποδας αυτου παντας τους δεσμιους της γης.
35 quand on fausse le droit d'un homme
devant la face du Très-Haut,
35 Το να διαστρεφη κρισιν ανθρωπου κατεναντι του προσωπου του Υψιστου?
36 quand on fait tort à un homme dans un procès,
le Seigneur ne le voit-il pas?
36 Το να αδικη ανθρωπον εν τη δικη αυτου? ο Κυριος δεν βλεπει ταυτα.
37 Qui donc n'a qu'à parler pour que les choses soient?
N'est-ce pas le Seigneur qui décide?
37 Τις λεγει τι και γινεται, χωρις να προσταξη αυτο ο Κυριος;
38 N'est-ce pas de la bouche du Très-Haut
que sortent les maux et les biens?
38 Εκ του στοματος του Υψιστου δεν εξερχονται τα κακα και τα αγαθα;
39 Pourquoi l'homme murmurerait-il?
Qu'il soit plutôt brave contre ses péchés!
39 Δια τι ηθελε γογγυσει ανθρωπος ζων, ανθρωπος, δια την ποινην της αμαρτιας αυτου;
40 Examinons notre voie, scrutons-la
et revenons à Yahvé.
40 Ας ερευνησωμεν τας οδους ημων και ας εξετασωμεν και ας επιστρεψωμεν εις τον Κυριον.
41 Elevons notre coeur et nos mains
vers le Dieu qui est au ciel.
41 Ας υψωσωμεν τας καρδιας ημων και τας χειρας προς τον Θεον τον εν τοις ουρανοις, λεγοντες,
42 Nous, nous avons péché; nous, nous sommes rebelles:
Toi, tu n'as pas pardonné!
42 Ημαρτησαμεν και απεστατησαμεν? συ δεν μας συνεχωρησας.
43 Tu t'es enveloppé de colère et nous as pourchassés,
massacrant sans pitié.
43 Περιεκαλυψας με θυμον και κατεδιωξας ημας? εφονευσας, δεν εφεισθης.
44 Tu t'es enveloppé d'un nuage
pour que la prière ne passe pas.
44 Εκαλυψας σεαυτον με νεφος, δια να μη διαβαινη η προσευχη ημων.
45 Tu as fait de nous des balayures,
un rebut parmi les peuples.
45 Μας εκαμες σκυβαλον και βδελυγμα εν μεσω των λαων.
46 Ils ont ouvert la bouche contre nous,
tous nos ennemis.
46 Παντες οι εχθροι ημων ηνοιξαν το στομα αυτων εφ' ημας.
47 Frayeur et fosse furent notre lot,
fracas et désastre.
47 Φοβος και λακκος ηλθον εφ' ημας, ερημωσις και συντριμμος.
48 Mes yeux se fondent en ruisseaux
pour le désastre de la fille de mon peuple.
48 Ρυακας υδατων καταβιβαζει ο οφθαλμος μου δια τον συντριμμον της θυγατρος του λαου μου.
49 Mes yeux pleurent et ne s'arrêtent pas,
il n'y a pas de répit,
49 Ο οφθαλμος μου σταλαζει και δεν σιωπα, διοτι δεν εχει ανεσιν,
50 jusqu'à ce que Yahvé regarde
et voie du haut du ciel.
50 Εωσου ο Κυριος διακυψη και ιδη εξ ουρανου.
51 Mes yeux me font mal,
pour toutes les filles de ma Cité.
51 Ο οφθαλμος μου καταθλιβει την ψυχην μου, εκ πασων των θυγατερων της πολεως μου.
52 Ils m'ont chassé, pourchassé comme un oiseau,
ceux qui m'exècrent sans raison.
52 Οι εχθρευομενοι με αναιτιως με εκυνηγησαν ακαταπαυστως ως στρουθιον.
53 Dans une fosse, ils ont précipité ma vie,
ils m'ont jeté des pierres.
53 Εκοψαν την ζωην μου εν τω λακκω και ερριψαν λιθον επ' εμε.
54 Les eaux ont submergé ma tête;
je disais: "Je suis perdu!"
54 Τα υδατα επλημμυρησαν υπερανω της κεφαλης μου? ειπα, Απερριφθην.
55 J'ai invoqué ton Nom, Yahvé,
de la fosse profonde.
55 Επεκαλεσθην το ονομα σου, Κυριε, εκ λακκου κατωτατου.
56 Tu entendis mon cri, ne sois pas sourd
à ma prière, à mon appel.
56 Ηκουσας την φωνην μου? μη κλεισης το ωτιον σου εις τον στεναγμον μου, εις την κραυγην μου.
57 Tu te fis proche, au jour où je t'ai appelé.
Tu as dit: "Ne crains pas!"
57 Επλησιασας καθ' ην ημεραν σε επεκαλεσθην? ειπας, Μη φοβου.
58 Tu as défendu, Seigneur, la cause de mon âme,
tu as racheté ma vie.
58 Εδικασας, Κυριε, την δικην της ψυχης μου? ελυτρωσας την ζωην μου.
59 Tu as vu, Yahvé, le tort qui m'était fait:
rends-moi justice.
59 Ειδες, Κυριε, το προς εμε αδικον? κρινον την κρισιν μου.
60 Tu as vu toute leur rage,
tous leurs complots contre moi,
60 Ειδες πασας τας εκδικησεις αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ' εμου.
61 Tu as entendu leurs outrages, Yahvé,
tous leurs complots contre moi,
61 Ηκουσας, Κυριε, τον ονειδισμον αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ' εμου?
62 les propos que chuchotaient mes adversaires
contre moi, tout le jour.
62 Τους λογους των επανισταμενων επ' εμε και τας μελετας αυτων κατ' εμου ολην την ημεραν.
63 Qu'ils s'asseyent ou se lèvent, regarde:
je leur sers de chanson.
63 Ιδε, οταν καθηνται και οταν σηκονωνται? εγω ειμαι το ασμα αυτων.
64 Rétribue-les, Yahvé,
selon l'oeuvre de leurs mains.
64 Καμε, Κυριε, εις αυτους ανταποδοσιν κατα τα εργα των χειρων αυτων.
65 Mets en leur coeur l'endurcissement,
ta malédiction sur eux.
65 Δος εις αυτους πωρωσιν καρδιας, την καταραν? σου επ' αυτους.
66 Poursuis-les avec colère, extirpe-les
de dessous tes cieux.
66 Καταδιωξον εν οργη και αφανισον αυτους υποκατωθεν των ουρανων του Κυριου.