Livre des Lamentations 3
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
JERUSALEM | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Je suis l'homme qui a connu la misère, sous la verge de sa fureur. | 1 Εγω ειμαι ο ανθρωπος, οστις ειδον θλιψιν απο της ραβδου του θυμου αυτου. |
2 C'est moi qu'il a conduit et fait marcher dans la ténèbre et sans lumière. | 2 Με ωδηγησε και εφερεν εις σκοτος και ουχι εις φως. |
3 Contre moi seul, il tourne et retourne sa main tout le jour. | 3 Ναι, κατ' εμου εστραφη? κατ' εμου εστρεψε την χειρα αυτου ολην την ημεραν. |
4 Il a consumé ma chair et ma peau, rompu mes os. | 4 Επαλαιωσε την σαρκα μου και το δερμα μου? συνετριψε τα οστα μου. |
5 Il a élevé contre moi des constructions, cerné ma tête de tourment. | 5 Ωικοδομησε κατ' εμου και με περιεκυκλωσε χολην και μοχθον. |
6 Il m'a fait habiter dans les ténèbres, comme ceux qui sont morts à jamais. | 6 Με εκαθισεν εν σκοτεινοις ως νεκρους αιωνιους. |
7 Il m'a emmuré et je ne puis sortir; il a rendu lourdes mes chaînes. | 7 Με περιεφραξε, δια να μη εξελθω? εβαρυνε τας αλυσεις μου. |
8 Quand même je crie et j'appelle, il arrête ma prière. | 8 Ετι και οταν κραζω και αναβοω, αποκλειει την προσευχην μου. |
9 Il a barré mes chemins avec des pierres de taille, obstrué mes sentiers. | 9 Περιεφραξε με πελεκητους λιθους τας οδους μου, εστρεβλωσε τας τριβους μου. |
10 Il est pour moi un ours aux aguets, un lion à l'affût. | 10 Εγεινεν εις εμε αρκτος ενεδρευουσα, λεων εν αποκρυφοις. |
11 Faisant dévier mes chemins, il m'a déchiré, il a fait de moi une horreur. | 11 Παρετρεψε τας οδους μου και με κατεσπαραξε, με κατεστηαεν ηφανισμενην. |
12 Il a bandé son arc et m'a visé comme une cible pour ses flèches. | 12 Ενετεινε το τοξον αυτου και με εστησεν ως σκοπον εις βελος. |
13 Il a planté en mes reins, les flèches de son carquois. | 13 Ενεπηξεν εις τα νεφρα μου τα βελη της φαρετρας αυτου. |
14 Je suis devenu la risée de tout mon peuple, leur chanson tout le jour. | 14 Εγεινα γελως εις παντα τον λαον μου, ασμα αυτων ολην την ημεραν. |
15 Il m'a saturé d'amertume, il m'a enivré d'absinthe. | 15 Με εχορτασε πικριαν? με εμεθυσεν αψινθιον. |
16 Il a brisé mes dents avec du gravier, il m'a nourri de cendre. | 16 Και συνετριψε τους οδοντας μου με χαλικας? με εκαλυψε με σποδον. |
17 Mon âme est exclue de la paix, j'ai oublié le bonheur! | 17 Και απεσπρωξα, απο ειρηνης την ψυχην μου? ελησμονησα το αγαθον. |
18 J'ai dit: Mon existence est finie, mon espérance qui venait de Yahvé. | 18 Και ειπα, Απωλεσθη η δυναμις μου και η ελπις μου υπο του Κυριου. |
19 Souviens-toi de ma misère et de mon angoisse: c'est absinthe et fiel! | 19 Ενθυμηθητι την θλιψιν μου και την εξωσιν μου, το αψινθιον και την χολην. |
20 Elle s'en souvient, elle s'en souvient, mon âme, et elle s'effondre en moi. | 20 Η ψυχη μου ενθυμειται ταυτα ακαταπαυστως και ειναι τεταπεινωμενη εν εμοι. |
21 Voici ce qu'à mon coeur je rappellerai pour reprendre espoir: | 21 Τουτο ανακαλω εις την καρδιαν μου, οθεν εχω ελπιδα? |
22 Les faveurs de Yahvé ne sont pas finies, ni ses compassions épuisées; | 22 Ελεος του Κυριου ειναι, οτι δεν συνετελεσθημεν, επειδη δεν εξελιπον οι οικτιρμοι αυτου. |
23 elles se renouvellent chaque matin, grande est sa fidélité! | 23 Ανανεονονται εν ταις πρωιαις? μεγαλη ειναι η πιστοτης σου. |
24 "Ma part, c'est Yahvé! dit mon âme, c'est pourquoi j'espère en lui." | 24 Ο Κυριος ειναι η μερις μου, ειπεν η ψυχη μου? δια τουτο θελω ελπιζει επ' αυτον. |
25 Yahvé est bon pour qui se fie à lui, pour l'âme qui le cherche. | 25 Αγαθος ο Κυριος εις τους προσμενοντας αυτον, εις την ψυχην την εκζητουσαν αυτον. |
26 Il est bon d'attendre en silence le salut de Yahvé. | 26 Καλον ειναι και να ελπιζη τις και να εφησυχαζη εις την σωτηριαν του Κυριου. |
27 Il est bon pour l'homme de porter le joug dès sa jeunesse, | 27 Καλον εις τον ανθρωπον να βασταζη ζυγον εν τη νεοτητι αυτου. |
28 que solitaire et silencieux il s'asseye quand le Seigneur l'impose sur lui, | 28 Θελει καθησθαι κατα μονας και σιωπα, επειδη ο Θεος επεβαλε φορτιον επ' αυτον. |
29 qu'il mette sa bouche dans la poussière: peut-être y a-t-il de l'espoir! | 29 Θελει βαλει το στομα αυτου εις το χωμα, ισως ηναι ελπις. |
30 qu'il tende la joue à qui le frappe, qu'il se rassasie d'opprobres! | 30 Θελει δωσει την σιαγονα εις τον ραπιζοντα αυτον? θελει χορτασθη απο ονειδισμου. |
31 Car le Seigneur ne rejette pas les humains pour toujours: | 31 Διοτι ο Κυριος δεν απορριπτει εις τον αιωνα? |
32 s'il a affligé, il prend pitié selon sa grande bonté. | 32 Αλλ' εαν και θλιψη, θελει ομως και οικτειρησει κατα το πληθος του ελεους αυτου. |
33 Car ce n'est pas de bon coeur qu'il humilie et afflige les fils d'homme! | 33 Διοτι δεν θλιβει εκ καρδιας αυτου ουδε καταθλιβει τους υιους των ανθρωπων. |
34 Quand on écrase et piétine tous les prisonniers d'un pays, | 34 Το να καταπατη τις υπο τους ποδας αυτου παντας τους δεσμιους της γης. |
35 quand on fausse le droit d'un homme devant la face du Très-Haut, | 35 Το να διαστρεφη κρισιν ανθρωπου κατεναντι του προσωπου του Υψιστου? |
36 quand on fait tort à un homme dans un procès, le Seigneur ne le voit-il pas? | 36 Το να αδικη ανθρωπον εν τη δικη αυτου? ο Κυριος δεν βλεπει ταυτα. |
37 Qui donc n'a qu'à parler pour que les choses soient? N'est-ce pas le Seigneur qui décide? | 37 Τις λεγει τι και γινεται, χωρις να προσταξη αυτο ο Κυριος; |
38 N'est-ce pas de la bouche du Très-Haut que sortent les maux et les biens? | 38 Εκ του στοματος του Υψιστου δεν εξερχονται τα κακα και τα αγαθα; |
39 Pourquoi l'homme murmurerait-il? Qu'il soit plutôt brave contre ses péchés! | 39 Δια τι ηθελε γογγυσει ανθρωπος ζων, ανθρωπος, δια την ποινην της αμαρτιας αυτου; |
40 Examinons notre voie, scrutons-la et revenons à Yahvé. | 40 Ας ερευνησωμεν τας οδους ημων και ας εξετασωμεν και ας επιστρεψωμεν εις τον Κυριον. |
41 Elevons notre coeur et nos mains vers le Dieu qui est au ciel. | 41 Ας υψωσωμεν τας καρδιας ημων και τας χειρας προς τον Θεον τον εν τοις ουρανοις, λεγοντες, |
42 Nous, nous avons péché; nous, nous sommes rebelles: Toi, tu n'as pas pardonné! | 42 Ημαρτησαμεν και απεστατησαμεν? συ δεν μας συνεχωρησας. |
43 Tu t'es enveloppé de colère et nous as pourchassés, massacrant sans pitié. | 43 Περιεκαλυψας με θυμον και κατεδιωξας ημας? εφονευσας, δεν εφεισθης. |
44 Tu t'es enveloppé d'un nuage pour que la prière ne passe pas. | 44 Εκαλυψας σεαυτον με νεφος, δια να μη διαβαινη η προσευχη ημων. |
45 Tu as fait de nous des balayures, un rebut parmi les peuples. | 45 Μας εκαμες σκυβαλον και βδελυγμα εν μεσω των λαων. |
46 Ils ont ouvert la bouche contre nous, tous nos ennemis. | 46 Παντες οι εχθροι ημων ηνοιξαν το στομα αυτων εφ' ημας. |
47 Frayeur et fosse furent notre lot, fracas et désastre. | 47 Φοβος και λακκος ηλθον εφ' ημας, ερημωσις και συντριμμος. |
48 Mes yeux se fondent en ruisseaux pour le désastre de la fille de mon peuple. | 48 Ρυακας υδατων καταβιβαζει ο οφθαλμος μου δια τον συντριμμον της θυγατρος του λαου μου. |
49 Mes yeux pleurent et ne s'arrêtent pas, il n'y a pas de répit, | 49 Ο οφθαλμος μου σταλαζει και δεν σιωπα, διοτι δεν εχει ανεσιν, |
50 jusqu'à ce que Yahvé regarde et voie du haut du ciel. | 50 Εωσου ο Κυριος διακυψη και ιδη εξ ουρανου. |
51 Mes yeux me font mal, pour toutes les filles de ma Cité. | 51 Ο οφθαλμος μου καταθλιβει την ψυχην μου, εκ πασων των θυγατερων της πολεως μου. |
52 Ils m'ont chassé, pourchassé comme un oiseau, ceux qui m'exècrent sans raison. | 52 Οι εχθρευομενοι με αναιτιως με εκυνηγησαν ακαταπαυστως ως στρουθιον. |
53 Dans une fosse, ils ont précipité ma vie, ils m'ont jeté des pierres. | 53 Εκοψαν την ζωην μου εν τω λακκω και ερριψαν λιθον επ' εμε. |
54 Les eaux ont submergé ma tête; je disais: "Je suis perdu!" | 54 Τα υδατα επλημμυρησαν υπερανω της κεφαλης μου? ειπα, Απερριφθην. |
55 J'ai invoqué ton Nom, Yahvé, de la fosse profonde. | 55 Επεκαλεσθην το ονομα σου, Κυριε, εκ λακκου κατωτατου. |
56 Tu entendis mon cri, ne sois pas sourd à ma prière, à mon appel. | 56 Ηκουσας την φωνην μου? μη κλεισης το ωτιον σου εις τον στεναγμον μου, εις την κραυγην μου. |
57 Tu te fis proche, au jour où je t'ai appelé. Tu as dit: "Ne crains pas!" | 57 Επλησιασας καθ' ην ημεραν σε επεκαλεσθην? ειπας, Μη φοβου. |
58 Tu as défendu, Seigneur, la cause de mon âme, tu as racheté ma vie. | 58 Εδικασας, Κυριε, την δικην της ψυχης μου? ελυτρωσας την ζωην μου. |
59 Tu as vu, Yahvé, le tort qui m'était fait: rends-moi justice. | 59 Ειδες, Κυριε, το προς εμε αδικον? κρινον την κρισιν μου. |
60 Tu as vu toute leur rage, tous leurs complots contre moi, | 60 Ειδες πασας τας εκδικησεις αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ' εμου. |
61 Tu as entendu leurs outrages, Yahvé, tous leurs complots contre moi, | 61 Ηκουσας, Κυριε, τον ονειδισμον αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ' εμου? |
62 les propos que chuchotaient mes adversaires contre moi, tout le jour. | 62 Τους λογους των επανισταμενων επ' εμε και τας μελετας αυτων κατ' εμου ολην την ημεραν. |
63 Qu'ils s'asseyent ou se lèvent, regarde: je leur sers de chanson. | 63 Ιδε, οταν καθηνται και οταν σηκονωνται? εγω ειμαι το ασμα αυτων. |
64 Rétribue-les, Yahvé, selon l'oeuvre de leurs mains. | 64 Καμε, Κυριε, εις αυτους ανταποδοσιν κατα τα εργα των χειρων αυτων. |
65 Mets en leur coeur l'endurcissement, ta malédiction sur eux. | 65 Δος εις αυτους πωρωσιν καρδιας, την καταραν? σου επ' αυτους. |
66 Poursuis-les avec colère, extirpe-les de dessous tes cieux. | 66 Καταδιωξον εν οργη και αφανισον αυτους υποκατωθεν των ουρανων του Κυριου. |