Scrutatio

Mercoledi, 1 maggio 2024 - San Giuseppe Lavoratore ( Letture di oggi)

Jesaja 46


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Bel bricht zusammen,
Nebo krümmt sich am Boden. Babels Götter werden auf Tiere geladen.
Eine Last seid ihr, eine aufgebürdete Last für das ermüdete Vieh.
1 Κατεκαμφθη ο Βηλ, εκυψεν ο Νεβω? τα ειδωλα αυτων επετεθησαν επι ζωων και κτηνων? αι αμαξαι υμων ησαν πεφορτισμεναι φορτιον κοπιαστικον.
2 Die Tiere krümmen sich und brechen zusammen,
sie können die Lasten nicht retten;
sie müssen selbst mit in die Gefangenschaft ziehen.
2 Κυπτουσι, καμπτουσιν ομου? δεν δυνανται να σωσωσι το φορτιον αλλα και αυτα φερονται εις αιχμαλωσιαν.
3 Hört auf mich, ihr vom Haus Jakob,
und ihr alle, die vom Haus Israel noch übrig sind, die mir aufgebürdet sind vom Mutterleib an,
die von mir getragen wurden, seit sie den Schoß ihrer Mutter verließen.
3 Ακουσατε μου, οικος Ιακωβ και παν το υπολοιπον του οικου Ισραηλ, τους οποιους εσηκωσα απο κοιλιας, τους οποιους εβαστασα απο μητρας?
4 Ich bleibe derselbe, so alt ihr auch werdet,
bis ihr grau werdet, will ich euch tragen. Ich habe es getan
und ich werde euch weiterhin tragen,
ich werde euch schleppen und retten.
4 και εως του γηρατος σας εγω αυτος ειμαι? και εως των λευκων τριχων εγω θελω σας βαστασει? εγω σας εκαμα και εγω θελω σας σηκωσει? ναι, εγω θελω σας βαστασει και σωσει.
5 Mit wem wollt ihr mich vergleichen,
neben wen mich stellen? An wem wollt ihr mich messen,
um zu sehen, ob wir uns gleichen?
5 Με τινα θελετε με εξομοιωσει και θελετε με εξισωσει και με συγκρινει και θελομεν εισθαι ομοιοι;
6 Man schüttet Gold aus dem Beutel
und wiegt Silber ab auf der Waage. Man bezahlt einen Goldschmied, damit er einen Gott daraus macht.
Man kniet nieder und wirft sich sogar zu Boden.
6 Χυνουσι χρυσιον εκ του βαλαντιου και ζυγιζουσιν αργυριον δια του στατηρος και μισθονουσι χρυσοχοον και κατασκευαζει αυτο θεον? επειτα προσπιπτουσι και προσκυνουσι?
7 Man trägt ihn auf der Schulter
und schleppt ihn umher; dann stellt man ihn wieder auf seinen Platz
und dort bleibt er stehen;
er rührt sich nicht von der Stelle. Ruft man ihn an, so antwortet er nicht;
wenn man in Not ist, kann er nicht helfen.
7 σηκονουσιν αυτον επ' ωμου? φερουσιν αυτον και θετουσιν αυτον εις τον τοπον αυτου και ισταται? δεν θελει μετασαλευσει εκ του τοπου αυτου? προσετι βοωσι προς αυτον αλλα δεν δυναται να αποκριθη ουδε να σωση αυτους απο της συμφορας αυτων.
8 Denkt daran und achtet darauf,
ihr Treulosen, nehmt es zu Herzen!
8 Ενθυμηθητε τουτο και δειχθητε ανθρωποι? ανακαλεσατε αυτο εις τον νουν σας, αποσταται.
9 Denkt an das, was früher galt, in uralten Zeiten:
Ich bin Gott und sonst niemand,
ich bin Gott und niemand ist wie ich.
9 Ενθυμηθητε τα προτερα, τα απ' αρχης? διοτι εγω ειμαι ο Θεος και δεν υπαρχει αλλος? εγω ειμαι ο Θεος και ουδεις ομοιος μου?
10 Ich habe von Anfang an die Zukunft verkündet
und lange vorher gesagt, was erst geschehen sollte.Ich sage: Mein Plan steht fest,
und alles, was ich will, führe ich aus.
10 οστις απ' αρχης αναγγελλω το τελος και απο προτερον τα μη γεγονοτα, λεγων, Η βουλη μου θελει σταθη και θελω εκτελεσει απαν το θελημα μου?
11 Ich habe aus dem Osten einen Adler gerufen,
aus einem fernen Land rief ich den Mann,
den ich brauchte für meinen Plan. Ich habe es gesagt und ich lasse es kommen.
Ich habe es geplant und ich führe es aus.
11 οστις κραζω το αρπακτικον πτηνον εξ ανατολων, τον ανδρα της βουλης μου απο γης μακραν? ναι, ελαλησα και θελω καμει να γεινη? εβουλευθην και θελω εκτελεσει αυτο.
12 Hört auf mich, ihr Verzagten,
denen das Heil noch fern ist.
12 Ακουσατε μου, σκληροκαρδιοι, οι μακραν απο της δικαιοσυνης.
13 Ich selbst bringe euch das Heil,
es ist nicht mehr fern;
meine Hilfe verzögert sich nicht.Ich bringe Hilfe für Zion
und verleihe Israel meine strahlende Pracht.
13 Επλησιασα την δικαιοσυνην μου? δεν θελει εισθαι μακραν και η σωτηρια μου δεν θελει βραδυνει? και θελω δωσει εν Σιων σωτηριαν εις τον Ισραηλ, την δοξαν μου.