Ijob 7
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142
Gen
Ex
Lev
Num
Dtn
Jos
Ri
Rut
1Sam
2Sam
1Kön
2Kön
1Chr
2Chr
Esra
Neh
Tob
Jdt
Est
1Makk
2Makk
Ijob
Ps
Spr
Koh
Hld
Weish
Sir
Jes
Jer
Klgl
Bar
Ez
Dan
Hos
Joel
Am
Obd
Jona
Mi
Nah
Hab
Zef
Hag
Sach
Mal
Mt
Mk
Lk
Joh
Apg
Röm
1Kor
2Kor
Gal
Eph
Phil
Kol
1Thess
2Thess
1Tim
2Tim
Tit
Phlm
Hebr
Jak
1Petr
2Petr
1Joh
2Joh
3Joh
Jud
Offb
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Ist nicht Kriegsdienst des Menschen Leben auf der Erde? Sind nicht seine Tage die eines Tagelöhners? | 1 Δεν ειναι εκστρατεια ο βιος του ανθρωπου επι της γης; αι ημεραι αυτου ως ημεραι μισθωτου; |
2 Wie ein Knecht ist er, der nach Schatten lechzt, wie ein Tagelöhner, der auf den Lohn wartet. | 2 Καθως ο δουλος επιποθει την σκιαν, και καθως ο μισθωτος αναμενει τον μισθον αυτου, |
3 So wurden Monde voll Enttäuschung mein Erbe und Nächte voller Mühsal teilte man mir zu. | 3 ουτως εγω ελαβον δια κληρονομιαν μηνας ματαιοτητος, και οδυνηραι νυκτες διωρισθησαν εις εμε. |
4 Lege ich mich nieder, sage ich: Wann darf ich aufstehn? Wird es Abend, bin ich gesättigt mit Unrast, bis es dämmert. | 4 Οταν πλαγιαζω, λεγω, Ποτε θελω εγερθη, και θελει περασει η νυξ; και ειμαι πληρης ανησυχιας εως της αυγης? |
5 Mein Leib ist gekleidet in Maden und Schorf, meine Haut schrumpft und eitert. | 5 Η σαρξ μου ειναι περιενδεδυμενη σκωληκας και βωλους χωματος? το δερμα μου διασχιζεται και ρεει. |
6 Schneller als das Weberschiffchen eilen meine Tage, der Faden geht aus, sie schwinden dahin. | 6 Αι ημεραι μου ειναι ταχυτεραι της κερκιδος του υφαντου, και χανονται ανευ ελπιδος. |
7 Denk daran, dass mein Leben nur ein Hauch ist. Nie mehr schaut mein Auge Glück. | 7 Ενθυμηθητι οτι η ζωη μου ειναι ανεμος? ο οφθαλμος μου δεν θελει επιστρεψει δια να ιδη αγαθον. |
8 Kein Auge gewahrt mich, das nach mir sieht, suchen mich deine Augen, dann bin ich nicht mehr da. | 8 Ο οφθαλμος του βλεποντος με δεν θελει με ιδει πλεον? οι οφθαλμοι σου ειναι επ' εμε, και εγω δεν υπαρχω. |
9 Die Wolke schwindet, vergeht, so steigt nie mehr auf, wer zur Unterwelt fuhr. | 9 Καθως το νεφος διαλυεται και χανεται ουτως ο καταβαινων εις τον ταφον δεν θελει επαναβη? |
10 Nie kehrt er zurück in sein Haus, nie mehr erblickt ihn sein Ort. | 10 δεν θελει επιστρεψει πλεον εις τον οικον αυτου, και ο τοπος αυτου δεν θελει γνωρισει αυτον πλεον. |
11 So wehre ich nicht meinem Mund, mit bedrängtem Geist will ich reden, mit betrübter Seele will ich klagen. | 11 Δια τουτο εγω δεν θελω κρατησει το στομα μου? θελω λαλησει εν τη αγωνια του πνευματος μου? θελω θρηνολογησει εν τη πικρια της ψυχης μου. |
12 Bin ich das Meer, der Meeresdrache, dass du gegen mich eine Wache stellst? | 12 Θαλασσα ειμαι η κητος, ωστε εθεσας επ' εμε φυλακην; |
13 Sagte ich: Mein Lager soll mich trösten, mein Bett trage das Leid mit mir!, | 13 Οταν λεγω, Η κλινη μου θελει με παρηγορησει, η κοιτη μου θελει ελαφρωσει το παραπονον μου, |
14 so quältest du mich mit Träumen und mit Gesichten jagtest du mich in Angst. | 14 τοτε με φοβιζεις με ονειρα και με καταπληττεις με ορασεις? |
15 Erwürgt zu werden, zöge ich vor, den Tod diesem Totengerippe. | 15 και η ψυχη μου εκλεγει αγχονην και θανατον, παρα τα οστα μου. |
16 Ich mag nicht mehr. Ich will nicht ewig leben. Lass ab von mir; denn nur ein Hauch sind meine Tage. | 16 Αηδιασα? δεν θελω ζησει εις τον αιωνα? λειψον απ' εμου? διοτι αι ημεραι μου ειναι ματαιοτης. |
17 Was ist der Mensch, dass du groß ihn achtest und deinen Sinn auf ihn richtest, | 17 Τι ειναι ο ανθρωπος, ωστε μεγαλυνεις αυτον, και βαλλεις τον νουν σου επ' αυτον; |
18 dass du ihn musterst jeden Morgen und jeden Augenblick ihn prüfst? | 18 Και επισκεπτεσαι αυτον κατα πασαν πρωιαν και δοκιμαζεις αυτον κατα πασαν στιγμην; |
19 Wie lange schon schaust du nicht weg von mir, lässt mich nicht los, sodass ich den Speichel schlucke? | 19 Εως ποτε δεν θελεις συρθη απ' εμου και δεν θελεις με αφησει, εως να καταπιω τον σιελον μου; |
20 Hab ich gefehlt? Was tat ich dir, du Menschenwächter? Warum stellst du mich vor dich als Zielscheibe hin? Bin ich dir denn zur Last geworden? | 20 Ημαρτησα? τι δυναμαι να καμω εις σε, διατηρητα του ανθρωπου; δια τι με εθεσας σημαδιον σου, και ειμαι βαρος εις εμαυτον; |
21 Warum nimmst du mein Vergehen nicht weg, lässt du meine Schuld nicht nach? Dann könnte ich im Staub mich betten; suchtest du mich, wäre ich nicht mehr da. | 21 Και δια τι δεν συγχωρεις την παραβασιν μου και αφαιρεις την ανομιαν μου; διοτι μετ' ολιγον θελω κοιμασθαι εν τω χωματι? και το πρωι θελεις με ζητησει, και δεν θελω υπαρχει. |