1 O filho sábio é a alegria de seu pai; o insensato, porém, a aflição de sua mãe. | 1 υιος σοφος ευφραινει πατερα υιος δε αφρων λυπη τη μητρι |
2 Tesouros mal adquiridos de nada servem, mas a justiça livra da morte. | 2 ουκ ωφελησουσιν θησαυροι ανομους δικαιοσυνη δε ρυσεται εκ θανατου |
3 O Senhor não deixa o justo passar fome, mas repele a cobiça do ímpio. | 3 ου λιμοκτονησει κυριος ψυχην δικαιαν ζωην δε ασεβων ανατρεψει |
4 A mão preguiçosa causa a indigência; a mão diligente se enriquece. | 4 πενια ανδρα ταπεινοι χειρες δε ανδρειων πλουτιζουσιν [4α] υιος πεπαιδευμενος σοφος εσται τω δε αφρονι διακονω χρησεται |
5 Quem recolhe no verão é um filho prudente; quem dorme na ceifa merece a vergonha. | 5 διεσωθη απο καυματος υιος νοημων ανεμοφθορος δε γινεται εν αμητω υιος παρανομος |
6 As bênçãos descansam sobre a cabeça do justo, mas a boca dos maus oculta a injustiça. | 6 ευλογια κυριου επι κεφαλην δικαιου στομα δε ασεβων καλυψει πενθος αωρον |
7 A memória do justo alcança as bênçãos; o nome dos ímpios apodrecerá. | 7 μνημη δικαιων μετ' εγκωμιων ονομα δε ασεβους σβεννυται |
8 O sábio de coração recebe os preceitos, mas o insensato caminha para a ruína. | 8 σοφος καρδια δεξεται εντολας ο δε αστεγος χειλεσιν σκολιαζων υποσκελισθησεται |
9 Quem anda na integridade caminha com segurança, mas quem emprega astúcias será descoberto. | 9 ος πορευεται απλως πορευεται πεποιθως ο δε διαστρεφων τας οδους αυτου γνωσθησεται |
10 Quem pisca os olhos traz desgosto, mas o que repreende com franqueza procura a paz. | 10 ο εννευων οφθαλμοις μετα δολου συναγει ανδρασι λυπας ο δε ελεγχων μετα παρρησιας ειρηνοποιει |
11 A boca do justo é uma fonte de vida; a do ímpio, porém, esconde injustiça. | 11 πηγη ζωης εν χειρι δικαιου στομα δε ασεβους καλυψει απωλεια |
12 O ódio desperta rixas; a caridade, porém, supre todas as faltas. | 12 μισος εγειρει νεικος παντας δε τους μη φιλονεικουντας καλυπτει φιλια |
13 Nos lábios do sábio encontra-se a sabedoria; no dorso do insensato a correção. | 13 ος εκ χειλεων προφερει σοφιαν ραβδω τυπτει ανδρα ακαρδιον |
14 Os sábios entesouram a sabedoria, mas a boca do tolo é uma desgraça sempre ameaçadora. | 14 σοφοι κρυψουσιν αισθησιν στομα δε προπετους εγγιζει συντριβη |
15 A fortuna do rico é a sua cidade forte; a pobreza dos indigentes ocasiona-lhes ruína. | 15 κτησις πλουσιων πολις οχυρα συντριβη δε ασεβων πενια |
16 O salário do justo é para a vida; o fruto do ímpio produz o pecado. | 16 εργα δικαιων ζωην ποιει καρποι δε ασεβων αμαρτιας |
17 O que observa a disciplina está no caminho da vida; anda errado o que esquece a repressão. | 17 οδους δικαιας ζωης φυλασσει παιδεια παιδεια δε ανεξελεγκτος πλαναται |
18 Quem dissimula o ódio é um mistificador; um insensato o que profere calúnias. | 18 καλυπτουσιν εχθραν χειλη δικαια οι δε εκφεροντες λοιδοριας αφρονεστατοι εισιν |
19 Não pode faltar o pecado num caudal de palavras; quem modera os lábios é um homem prudente. | 19 εκ πολυλογιας ουκ εκφευξη αμαρτιαν φειδομενος δε χειλεων νοημων εση |
20 A língua do justo é prata finíssima; o coração dos maus, porém, para nada serve. | 20 αργυρος πεπυρωμενος γλωσσα δικαιου καρδια δε ασεβους εκλειψει |
21 Os lábios dos justos nutrem a muitos; mas os néscios perecem por falta de inteligência. | 21 χειλη δικαιων επισταται υψηλα οι δε αφρονες εν ενδεια τελευτωσιν |
22 É a bênção do Senhor que enriquece; o labor nada acrescenta a ela. | 22 ευλογια κυριου επι κεφαλην δικαιου αυτη πλουτιζει και ου μη προστεθη αυτη λυπη εν καρδια |
23 É um divertimento para o ímpio praticar o mal; e para o sensato, ser sábio. | 23 εν γελωτι αφρων πρασσει κακα η δε σοφια ανδρι τικτει φρονησιν |
24 O que receia o mal, este cai sobre ele. O desejo do justo lhe é concedido. | 24 εν απωλεια ασεβης περιφερεται επιθυμια δε δικαιου δεκτη |
25 Quando passa a tormenta, desaparece o perverso, mas o justo descansa sobre fundamentos duráveis. | 25 παραπορευομενης καταιγιδος αφανιζεται ασεβης δικαιος δε εκκλινας σωζεται εις τον αιωνα |
26 Como o vinagre nos dentes e a fumaça nos olhos, assim é o preguiçoso para os que o mandam. | 26 ωσπερ ομφαξ οδουσι βλαβερον και καπνος ομμασιν ουτως παρανομια τοις χρωμενοις αυτην |
27 O temor do Senhor prolonga os dias, mas os anos dos ímpios serão abreviados. | 27 φοβος κυριου προστιθησιν ημερας ετη δε ασεβων ολιγωθησεται |
28 A expectativa dos justos causa alegria; a esperança dos ímpios, porém, perecerá. | 28 εγχρονιζει δικαιοις ευφροσυνη ελπις δε ασεβων ολλυται |
29 Para o homem íntegro o Senhor é uma fortaleza, mas é a ruína dos que fazem o mal. | 29 οχυρωμα οσιου φοβος κυριου συντριβη δε τοις εργαζομενοις κακα |
30 Jamais o justo será abalado, mas os ímpios não habitarão a terra. | 30 δικαιος τον αιωνα ουκ ενδωσει ασεβεις δε ουκ οικησουσιν γην |
31 A boca do justo produz sabedoria, mas a língua perversa será arrancada. | 31 στομα δικαιου αποσταζει σοφιαν γλωσσα δε αδικου εξολειται |
32 Os lábios do justo sabem dizer o que é agradável; a boca dos maus, o que é mal. | 32 χειλη ανδρων δικαιων αποσταζει χαριτας στομα δε ασεβων αποστρεφεται |