Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Geremia 38


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Audivit autem Saphatias fi lius Matthan et Godolias fi lius Phassur etIuchal filius Selemiae et Phassur filius Melchiae sermones, quos Ieremiasloquebatur ad omnem populum dicens:1 Και ηκουσαν Σεφατιας ο υιος του Ματθαν και Γεδαλιας ο υιος του Πασχωρ και Ιουχαλ ο υιος του Σελεμιου και Πασχωρ ο υιος του Μαλχιου τους λογους, τους οποιους ο Ιερεμιας ελαλησε προς παντα τον λαον, λεγων,
2 “ Haec dicit Dominus: Quicumque manseritin civitate hac, morietur gladio et fame et peste; qui autem profugerit adChaldaeos, vivet, et erit anima eius quasi spolium et vivet.2 Ουτω λεγει Κυριος? Οστις καθηται εν τη πολει ταυτη, θελει αποθανει υπο μαχαιρας, υπο πεινης και υπο λοιμου? αλλ' οστις εξελθη προς τους Χαλδαιους, θελει ζησει? και η ζωη αυτου θελει εισθαι ως λαφυρον εις αυτον, και θελει ζησει?
3 Haec dicitDominus: Certe tradetur civitas haec in manu exercitus regis Babylonis, etcapiet eam ”.
3 ουτω λεγει Κυριος? Η πολις αυτη θελει εξαπαντος παραδοθη εις την χειρα του στρατευματος του βασιλεως της Βαβυλωνος και θελει κυριευσει αυτην.
4 Et dixerunt principes regi: “ Rogamus, ut occidatur homo iste; de industriaenim dissolvit manus virorum bellantium, qui remanserunt in civitate hac, etmanus universi populi loquens ad eos iuxta verba haec; siquidem homo iste nonquaerit pacem populo huic sed malum ”.4 Και ειπον οι αρχοντες προς τον βασιλεα, Ας θανατωθη, παρακαλουμεν, ο ανθρωπος ουτος? διοτι εκλυει ουτω τας χειρας των ανδρων των πολεμιστων των εναπολειφθεντων εν τη πολει ταυτη και τας χειρας παντος του λαου, λαλων προς αυτους τοιουτους λογους? διοτι ο ανθρωπος ουτος δεν ζητει το καλον του λαου τουτου αλλα το κακον.
5 Et dixit rex Sedecias: “ Ecce ipsein manibus vestris est; nequit enim rex vobis quidquam negare ”.5 Και ειπε Σεδεκιας ο βασιλευς, Ιδου, εις την χειρα σας ειναι? διοτι ο βασιλευς δεν δυναται ουδεν εναντιον σας.
6 Tuleruntergo Ieremiam et proiecerunt eum in lacum Melchiae filii regis, qui erat investibulo custodiae. Et submiserunt Ieremiam funibus. Et in lacu non erat aquased lutum; descendit itaque Ieremias in caenum.
6 Τοτε ελαβον τον Ιερεμιαν, και ερριψαν αυτον εις τον λακκον του Μαλχιου υιου του Αμμελεχ τον εν τη αυλη της φυλακης, και κατεβιβασαν τον Ιερεμιαν δια σχοινιων? και εν τω λακκω δεν ητο υδωρ αλλα βορβορος, και εχωθη ο Ιερεμιας εις τον βορβορον.
7 Audivit autem Abdemelech Aethiops, vir eunuchus, qui erat in domo regis, quodmisissent Ieremiam in lacum; porro rex sedebat in porta Beniamin.7 Και οτε ηκουσεν Αβδε-μελεχ ο Αιθιοψ, εις των ευνουχων, ο εν τη οικια του βασιλεως, οτι εβαλον τον Ιερεμιαν εις τον λακκον, ενω ο βασιλευς εκαθητο εν τη πυλη Βενιαμιν,
8 Et egressusest Abdemelech de domo regis et locutus est ad regem dicens:8 εξηλθεν ο Αβδε-μελεχ εκ της οικιας του βασιλεως και ελαλησε προς τον βασιλεα, λεγων,
9 “ Domine mirex, malefecerunt viri isti omnia, quaecumque perpetrarunt contra Ieremiamprophetam, mittentes eum in lacum, ut moriatur ibi fame; non sunt enim panesultra in civitate ”.9 Κυριε μου βασιλευ, οι ανθρωποι ουτοι επραξαν κακα εις οσα εκαμον εις τον Ιερεμιαν τον προφητην, τον οποιον ερριψαν εις τον λακκον? και αυτος ηθελεν αποθανει υπο πεινης εν τω τοπω οπου ειναι, διοτι δεν ειναι πλεον αρτος εν τη πολει.
10 Praecepit itaque rex Abdemelech Aethiopi dicens: “Tolle tecum hinc triginta viros et leva Ieremiam prophetam de lacu, antequammoriatur ”.10 Και προσεταξεν ο βασιλευς τον Αβδε-μελεχ τον Αιθιοπα, λεγων, Λαβε εντευθεν τριακοντα ανθρωπους μετα σου και αναβιβασον τον Ιερεμιαν τον προφητην εκ του λακκου, πριν αποθανη.
11 Assumptis ergo Abdemelech secum viris, ingressus est domumregis, in conclave, quod erat sub thesauro, et tulit inde pannos ex vestibusveteribus et scissis et submisit eos ad Ieremiam in lacum per funiculos.11 Και ελαβεν ο Αβδε-μελεχ τους ανθρωπους μεθ' εαυτου, και εισηλθεν εις την οικιαν του βασιλεως υπο το θησαυροφυλακιον, και εκειθεν ελαβε παλαια ρακη και παλαια σεσηποτα αποφορια και κατεβιβασεν αυτα δια σχοινιων εις τον λακκον προς τον Ιερεμιαν.
12 Dixitque Abdemelech Aethiops ad Ieremiam: “ Pone veteres pannos et haec scissasub scapuli et postea funes ”. Fecit ergo Ieremias sic;12 Και ειπε προς τον Ιερεμιαν Αβδε-μελεχ ο Αιθιοψ, Βαλε τωρα τα παλαια ρακη και τα σεσηποτα αποφορια υπο τας μασχαλας σου, υποκατω των σχοινιων. Και εκαμεν ο Ιερεμιας ουτω.
13 et extraxeruntIeremiam funibus et eduxerunt eum de lacu. Mansit autem Ieremias in vestibulocustodiae.13 Και εσυραν τον Ιερεμιαν δια των σχοινιων και ανεβιβασαν αυτον εκ του λακκου? και εμεινεν ο Ιερεμιας εν τη αυλη της φυλακης.
14 Et misit rex Sedecias et tulit ad se Ieremiam prophetam ad ostium tertium,quod erat in domo Domini; et dixit rex ad Ieremiam: “Interrogo ego tesermonem, ne abscondas a me aliquid ”.14 Και απεστειλε Σεδεκιας ο βασιλευς και εφερε τον Ιερεμιαν τον προφητην προς εαυτον, εις την τριτην εισοδον την εν τω οικω του Κυριου? και ειπεν ο βασιλευς προς τον Ιερεμιαν, Θελω να σε ερωτησω εν πραγμα? μη κρυψης απ' εμου μηδεν.
15 Dixit autem Ieremias ad Sedeciam:“ Si annuntiavero tibi, numquid non interficies me? Et si consilium dederotibi, non me audies ”.15 Και ειπεν ο Ιερεμιας προς τον Σεδεκιαν, Εαν φανερωσω τουτο προς σε, δεν θελεις τωοντι με θανατωσει; και εαν σε συμβουλευσω, δεν θελεις με ακουσει;
16 Iuravit ergo rex Sedecias Ieremiae clam dicens: “Vivit Dominus, qui fecit nobis animam hanc, non occidam te et non tradam te inmanu virorum istorum, qui quaerunt animam tuam ”.16 Και ωμοσε κρυφιως Σεδεκιας ο βασιλευς προς τον Ιερεμιαν, λεγων, Ζη Κυριος, οστις εκαμεν εις ημας την ψυχην ταυτην, δεν θελω σε θανατωσει ουδε θελω σε δωσει εις την χειρα των ανθρωπων τουτων, οιτινες ζητουσι την ψυχην σου.
17 Et dixit Ieremias adSedeciam: “ Haec dicit Dominus exercituum, Deus Israel: Si profectus exierisad principes regis Babylonis, vivet anima tua, et civitas haec non succendeturigni, et salvus eris tu et domus tua;17 Και ειπεν ο Ιερεμιας προς τον Σεδεκιαν, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ? Εαν τωοντι εξελθης προς τους αρχοντας του βασιλεως της Βαβυλωνος, τοτε η ψυχη σου θελει ζησει και η πολις αυτη δεν θελει κατακαυθη εν πυρι, και θελεις ζησει συ και ο οικος σου.
18 si autem non exieris ad principes regisBabylonis, tradetur civitas haec in manu Chaldaeorum, et succendent eam igni, ettu non effugies de manu eorum ”.18 αλλ' εαν δεν εξελθης προς τους αρχοντας του βασιλεως της Βαβυλωνος, τοτε η πολις αυτη θελει παραδοθη εις την χειρα των Χαλδαιων και θελουσι κατακαυσει αυτην εν πυρι και συ δεν θελεις εκφυγει εκ της χειρος αυτων.
19 Et dixit rex Sedecias ad Ieremiam: “Sollicitus sum propter Iudaeos, qui transfugerunt ad Chaldaeos, ne forte tradarin manus eorum, et illudant mihi ”.19 Και ειπε Σεδεκιας ο βασιλευς προς τον Ιερεμιαν, Εγω φοβουμαι τους Ιουδαιους, οιτινες κατεφυγον προς τους Χαλδαιους, μηποτε με παραδωσωσιν εις την χειρα αυτων και με εμπαιξωσι.
20 Respondit autem Ieremias: “ Non tetradent; audi, quaeso, vocem Domini, quam ego loquor ad te, et bene tibi erit,et vivet anima tua.20 Και ειπεν ο Ιερεμιας, δεν θελουσι σε παραδωσει. Υπακουσον, παρακαλω, εις την φωνην του Κυριου, την οποιαν εγω λαλω προς σε? και θελει εισθαι καλον εις σε και η ψυχη σου θελει ζησει.
21 Quod si nolueris egredi, iste est sermo, quem ostenditmihi Dominus:21 Εαν ομως συ δεν εξελθης, ουτος ειναι ο λογος, τον οποιον ο Κυριος εδειξεν εις εμε.
22 Ecce omnes mulieres, quae remanserunt in domo regis Iudae,educentur ad principes regis Babylonis et ipsae dicent:
“Seduxerunt te et praevaluerunt adversum te
viri pacifici tui;
demersi sunt in caeno pedes tui,
illi autem recesserunt a te”.
22 Και ιδου, πασαι αι γυναικες αι εναπολειφθεισαι εν τη οικια του βασιλεως του Ιουδα θελουσιν αχθη προς τους αρχοντας του βασιλεως της Βαβυλωνος, και αυται θελουσι λεγει, Οι ανδρες οι ειρηνικοι σου σε εδελεασαν και υπερισχυσαν εναντιον σου? εβυθισθησαν οι ποδες σου εις τον βορβορον και αυτοι εσυρθησαν οπισω?
23 Et omnes uxores tuae et filii tui educentur ad Chaldaeos, et non effugiesmanus eorum, sed in manu regis Babylonis capieris; et civitatem hanc comburetigni ”.
23 και πασαι αι γυναικες σου και τα τεκνα σου θελουσιν αχθη προς τους Χαλδαιους? και συ δεν θελεις εκφυγει εκ της χειρος αυτων, αλλα θελεις πιασθη υπο της χειρος του βασιλεως της Βαβυλωνος? και θελεις καμει την πολιν ταυτην να κατακαυθη εν πυρι.
24 Dixit ergo Sedecias ad Ieremiam: “ Nullus sciat verba haec, et nonmorieris.24 Και ειπεν ο Σεδεκιας προς τον Ιερεμιαν, Ας μη μαθη μηδεις περι των λογων τουτων και δεν θελεις αποθανει.
25 Si autem audierint principes quia locutus sum tecum, et venerint adte et dixerint tibi: “Indica nobis, quid locutus sis cum rege, ne celes nos,et non te interficiemus, et quid locutus est tecum rex”,25 Και εαν οι αρχοντες ακουσωσιν οτι ωμιλησα μετα σου και ελθωσι προς σε και σοι ειπωσιν, Αναγγειλον προς ημας τωρα τι ελαλησας προς τον βασιλεα, μη κρυψης αυτο αφ' ημων και δεν θελομεν σε θανατωσει? και τι ο βασιλευς ελαλησε προς σε?
26 dices ad eos: “Prostraviego preces meas coram rege, ne me reduci iuberet in domum Ionathan, et ibimorerer” ”.26 τοτε θελεις ειπει προς αυτους, Εγω υπεβαλον την δεησιν μου ενωπιον του βασιλεως, δια να μη με επαναστρεψη εις την οικιαν του Ιωναθαν, ωστε να αποθανω εκει.
27 Venerunt ergo omnes principes ad Ieremiam et interrogaverunteum, et locutus est eis iuxta omnia verba, quae praeceperat ei rex; etcessaverunt ab eo: nihil enim fuerat auditum.27 Ηλθον δε παντες οι αρχοντες προς τον Ιερεμιαν και ηρωτησαν αυτον? και ανηγγειλε προς αυτους κατα παντας τους λογους εκεινους, τους οποιους προσεταξεν ο βασιλευς. Και αυτοι επαυσαν να ομιλωσι μετ' αυτου, διοτι δεν ηκουσθη το πραγμα.
28 Mansit vero Ieremias investibulo custodiae usque ad diem, quo capta est Ierusalem.
Et factum est ut caperetur Ierusalem.
28 Και εμεινεν ο Ιερεμιας εν τη αυλη της φυλακης, εως της ημερας καθ' ην εκυριευθη η Ιερουσαλημ? και ητο εκει, οτε η Ιερουσαλημ εκυριευθη.