Livre des Psaumes 35
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102104105106107108109110111112113114115116117118120121122123119124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
JERUSALEM | GREEK BIBLE |
---|---|
1 De David. Accuse, Yahvé, mes accusateurs, assaille mes assaillants; | 1 Ψαλμος του Δαβιδ.>> Δικασον, Κυριε, τους δικαζομενους μετ' εμου? πολεμησον τους πολεμουντας με. |
2 prends armure et bouclier et te lève à mon aide; | 2 Αναλαβε οπλον και ασπιδα και αναστηθι εις βοηθειαν μου. |
3 brandis la lance et la pique contre mes poursuivants. Dis à mon âme: "C'est moi ton salut." | 3 Και δραξον το δορυ και συγκλεισον την οδον των καταδιωκοντων με? ειπε εις την ψυχην μου, Εγω ειμαι η σωτηρια σου. |
4 Honte et déshonneur sur ceux-là qui cherchent mon âme! Arrière! qu'ils reculent confondus, ceuxqui ruminent mon malheur! | 4 Ας αισχυνθωσι και ας εντραπωσιν οι ζητουντες την ψυχην μου? ας στραφωσιν εις τα οπισω και ας αισχυνθωσιν οι βουλευομενοι το κακον μου. |
5 Qu'ils soient de la bale au vent, l'ange de Yahvé les poussant, | 5 Ας ηναι ως λεπτον αχυρον κατα προσωπον ανεμου, και αγγελος Κυριου ας διωκη αυτους. |
6 que leur chemin soit ténèbre et glissade, l'ange de Yahvé les poursuivant! | 6 Ας ηναι η οδος αυτων σκοτος και ολισθημα, και αγγελος Κυριου ας καταδιωκη αυτους. |
7 Sans raison ils m'ont tendu leur filet, creusé pour moi une fosse, | 7 Διοτι αναιτιως εκρυψαν δι' εμε την παγιδα αυτων εν λακκω? αναιτιως εσκαψαν αυτον δια την ψυχην μου. |
8 la ruine vient sur eux sans qu'ils le sachent; le filet qu'ils ont tendu les prendra, dans la fosse ilstomberont. | 8 Ας ελθη επ' αυτον ολεθρος απροσδοκητος? και η παγις αυτου, την οποιαν εκρυψεν, ας συλλαβη αυτον? ας πεση εις αυτην εν ολεθρω. |
9 Et mon âme exultera en Yahvé, jubilera en son salut. | 9 Η δε ψυχη μου θελει αγαλλεσθαι εις τον Κυριον, θελει χαιρει εις την σωτηριαν αυτου. |
10 Tous mes os diront: Yahvé, qui est comme toi pour délivrer le petit du plus fort, le pauvre duspoliateur? | 10 Παντα τα οστα μου θελουσιν ειπει, Κυριε, τις ομοιος σου, οστις ελευθερονεις τον πτωχον απο του ισχυροτερου αυτου, και τον πτωχον και τον πενητα απο του διαρπαζοντος αυτον; |
11 Des témoins de mensonge se lèvent, que je ne connais pas. On me questionne, | 11 Σηκωθεντες μαρτυρες αδικοι, με ηρωτων περι πραγματων, τα οποια εγω δεν ηξευρον? |
12 on me rend le mal pour le bien, ma vie devient stérile. | 12 Ανταπεδωκαν εις εμε κακον αντι καλου? στερησιν εις την ψυχην μου. |
13 Et moi, pendant leurs maladies, vêtu d'un sac, je m'humiliais par le jeûne, ma prière revenant dansmon sein, | 13 Εγω δε, οτε αυτοι ησαν εν θλιψει, ενεδυομην σακκον? εταπεινωσα εν νηστεια την ψυχην μου? και η προσευχη μου επεστρεφεν εις τον κολπον μου. |
14 comme pour un ami, pour un frère, j'allais çà et là; comme en deuil d'une mère, assombri je mecourbais. | 14 Εφερομην ως προς φιλον, ως προς αδελφον μου? εκυπτον σκυθρωπαζων, ως ο πενθων δια την μητερα αυτου. |
15 Ils se rient de ma chute, ils s'attroupent, ils s'attroupent contre moi; des étrangers, sans que je lesache, déchirent sans répit; | 15 Αλλ' αυτοι εχαρησαν δια την συμφοραν μου και συνηχθησαν? συνηχθησαν εναντιον μου οι χαμερπεις, και εγω δεν ηξευρον? με εξεσχιζον και δεν επαυον? |
16 si je tombe, ils m'encerclent, ils grincent des dents contre moi. | 16 Μετα υποκριτικων χλευαστων εν συμποσιοις ετριζον κατ' εμου τους οδοντας αυτων. |
17 Seigneur, combien de temps verras-tu cela? Soustrais mon âme à leurs ravages, aux lionceauxmon unique. | 17 Κυριε, ποτε θελεις ιδει; ελευθερωσον την ψυχην μου απο του ολεθρου αυτων, την μεμονωμενην μου εκ των λεοντων. |
18 Je rendrai grâce dans la grande assemblée, dans un peuple nombreux je te louerai. | 18 Εγω θελω σε υμνει εν μεγαλη συναξει? μεταξυ πολυαριθμου λαου θελω σε υμνει. |
19 Que ne puissent rire de moi ceux qui m'en veulent à tort, ni se faire des clins d'oeil ceux qui mehaïssent sans cause! | 19 Ας μη χαρωσιν επ' εμε οι εχθρευομενοι με αδικως? οι μισουντες με αναιτιως ας μη νευωσι με τους οφθαλμους. |
20 Ce n'est point de la paix qu'ils parlent aux paisibles de la terre; ils ruminent de perfides paroles, | 20 Διοτι δεν ελαλουν ειρηνην, αλλα εμελετων δολους κατα των ησυχαζοντων επι της γης? |
21 la bouche large ouverte contre moi; ils disent: Ha! ha! notre oeil a vu! | 21 και επλατυναν κατ' εμου το στομα αυτων, Λεγοντες, Ευγε, ευγε? ειδεν ο οφθαλμος ημων. |
22 Tu as vu, Yahvé, ne te tais plus, Seigneur, ne sois pas loin de moi; | 22 Ειδες, Κυριε? μη σιωπησης? Κυριε, μη απομακρυνθης απ' εμου. |
23 éveille-toi, lève-toi, pour mon droit, Seigneur mon Dieu, pour ma cause; | 23 Εγερθητι και εξυπνησον δια την κρισιν μου, Θεε μου και Κυριε μου, δια την δικην μου. |
24 juge-moi selon ta justice, Yahvé mon Dieu, qu'ils ne se rient de moi! | 24 Κρινον με, Κυριε ο Θεος μου, κατα την δικαιοσυνην σου, και ας μη χαρωσιν επ' εμε. |
25 Qu'ils ne disent en leur coeur: Ha! ma foi! qu'ils ne disent: Nous l'avons englouti! | 25 Ας μη ειπωσιν εν ταις καρδιαις αυτων, Ευγε, ψυχη ημων. μηδε ας ειπωσι, Κατεπιομεν αυτον. |
26 Honte et déshonneur ensemble sur ceux qui rient de mon malheur; que honte et confusion lescouvrent, ceux qui se grandissent à mes dépens! | 26 Ας αισχυνθωσι και ας εντραπωσιν ομου οι επιχαιροντες εις το κακον μου? ας ενδυθωσιν εντροπην και ονειδος οι μεγαλαυχουντες κατ' εμου. |
27 Rires et cris de joie pour ceux-là que réjouit ma justice, ceux-là, qu'ils disent constamment:"Grand est Yahvé que réjouit la paix de son serviteur! " | 27 Ας ευφρανθωσι και ας χαρωσιν οι θελοντες την δικαιοσυνην μου? και διαπαντος ας λεγωσιν, Ας μεγαλυνθη ο Κυριος, οστις θελει την ειρηνην του δουλου αυτου. |
28 Et ma langue redira ta justice, tout le jour, ta louange. | 28 Και η γλωσσα μου θελει μελετα την δικαιοσυνην σου και τον επαινον σου ολην την ημεραν. |