Scrutatio

Sabato, 4 maggio 2024 - San Ciriaco ( Letture di oggi)

Livre des Psaumes 107


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Alleluia Rendez grâce à Yahvé, car il est bon, car éternel est son amour!
1 Δοξολογειτε τον Κυριον, διοτι ειναι αγαθος, διοτι το ελεος αυτου μενει εις τον αιωνα.
2 Ils le diront, les rachetés de Yahvé, qu'il racheta de la main de l'oppresseur,
2 Ας λεγωσιν ουτως οι λελυτρωμενοι του Κυριου, τους οποιους ελυτρωσεν εκ χειρος του εχθρου?
3 qu'il rassembla du milieu des pays, orient et occident, nord et midi.
3 και συνηγαγεν αυτους εκ των χωρων, απο ανατολης και δυσεως απο βορρα και απο νοτου.
4 Ils erraient au désert, dans les solitudes, sans trouver le chemin d'une ville habitée;
4 Περιεπλανωντο εν τη ερημω, εν οδω ανυδρω? ουδε ευρισκον πολιν δια κατοικησιν.
5 ils avaient faim, surtout ils avaient soif, leur âme en eux défaillait.
5 Ησαν πεινωντες και διψωντες? η ψυχη αυτων απεκαμνεν εν αυτοις.
6 Et ils criaient vers Yahvé dans la détresse, de leur angoisse il les a délivrés,
6 Τοτε εβοησαν προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων? και ηλευθερωσεν αυτους απο των αναγκων αυτων.
7 acheminés par un droit chemin pour aller vers la ville habitée.
7 Και ωδηγησεν αυτους δι' ευθειας οδου, δια να υπαγωσιν εις πολιν κατοικιας.
8 Qu'ils rendent grâce à Yahvé de son amour, de ses merveilles pour les fils d'Adam!
8 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?
9 Il rassasia l'âme avide, l'âme affamée, il la combla de biens.
9 Διοτι εχορτασε ψυχην διψωσαν, και ψυχην πεινωσαν ενεπλησεν απο αγαθων.
10 Habitants d'ombre et de ténèbre, captifs de la misère et des fers,
10 Τους καθημενους εν σκοτει και σκια θανατου, τους δεδεμενους εν θλιψει και εν σιδηρω?
11 pour avoir bravé l'ordre de Dieu et méprisé le projet du Très-Haut,
11 διοτι ηπειθησαν εις τα λογια του Θεου και την βουλην του Υψιστου κατεφρονησαν?
12 il ploya leur coeur sous la peine, ils succombaient, et pas un pour les aider.
12 δια τουτο εταπεινωσε την καρδιαν αυτων εν κοπω? επεσον, και δεν υπηρχεν ο βοηθων.
13 Et ils criaient vers Yahvé dans la détresse, de leur angoisse il les a délivrés,
13 Τοτε εβοησαν προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και εσωσεν αυτους απο των αναγκων αυτων?
14 il les tira de l'ombre et la ténèbre et il rompit leurs entraves.
14 εξηγαγεν αυτους εκ του σκοτους και εκ της σκιας του θανατου και τα δεσμα αυτων συνετριψεν.
15 Qu'ils rendent grâce à Yahvé de son amour, de ses merveilles pour les fils d'Adam!
15 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?
16 Car il brisa les portes d'airain, les barres de fer, il les fracassa.
16 διοτι συνετριψε πυλας χαλκινας και μοχλους σιδηρους κατεκοψεν.
17 Insensés, sur les chemins du péché, misérables à cause de leurs fautes,
17 Οι αφρονες βασανιζονται δια τας παραβασεις αυτων και δια τας ανομιας αυτων.
18 tout aliment les dégoûtait, ils touchaient aux portes de la mort.
18 Παν φαγητον βδελυττεται η ψυχη αυτων, και πλησιαζουσιν εως των πυλων του θανατου.
19 Et ils criaient vers Yahvé dans la détresse, de leur angoisse il les a délivrés.
19 Τοτε βοωσι προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και σωζει αυτους απο των αναγκων αυτων?
20 Il envoya sa parole, il les guérit, à la fosse il arracha leur vie.
20 αποστελλει τον λογον αυτου και ιατρευει αυτους και ελευθερονει απο της φθορας αυτων.
21 Qu'ils rendent grâce à Yahvé de son amour, de ses merveilles pour les fils d'Adam!
21 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου, και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?
22 Qu'ils sacrifient des sacrifices d'action de grâces, qu'ils répètent ses oeuvres en chants de joie!
22 και ας θυσιαζωσι θυσιας αινεσεως και ας κηρυττωσι τα εργα αυτου εν αγαλλιασει.
23 Descendus en mer sur des navires, ils faisaient négoce parmi les grandes eaux;
23 Οι καταβαινοντες εις την θαλασσαν με πλοια, καμνοντες εργασιας εν υδασι πολλοις,
24 ceux-là ont vu les oeuvres de Yahvé, ses merveilles parmi les abîmes.
24 αυτοι βλεπουσι τα εργα του Κυριου και τα θαυμασια αυτου τα γινομενα εις τα βαθη?
25 Il dit et fit lever un vent de bourrasque qui souleva les flots;
25 Διοτι προσταζει, και εγειρεται ανεμος καταιγιδος, και υψονει τα κυματα αυτης.
26 montant aux cieux, descendant aux gouffres, sous le mal leur âme fondait;
26 Αναβαινουσιν εως των ουρανων και καταβαινουσιν εως των αβυσσων? η ψυχη αυτων τηκεται υπο της συμφορας.
27 tournoyant, titubant comme un ivrogne, leur sagesse était toute engloutie.
27 Σειονται και κλονιζονται ως ο μεθυων, και πασα η σοφια αυτων χανεται.
28 Et ils criaient vers Yahvé dans la détresse, de leur angoisse il les a délivrés.
28 Τοτε κραζουσι προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και εξαγει αυτους απο των αναγκων αυτων.
29 Il ramena la bourrasque au silence et les flots se turent.
29 Κατασιγαζει την ανεμοζαλην, και σιωπωσι τα κυματα αυτης.
30 Ils se réjouirent de les voir s'apaiser, il les mena jusqu'au port de leur désir.
30 Και ευφραινονται, διοτι ησυχασαν? και οδηγει αυτους εις τον επιθυμητον λιμενα αυτων.
31 Qu'ils rendent grâce à Yahvé de son amour, de ses merveilles pour les fils d'Adam!
31 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?
32 Qu'ils l'exaltent dans l'assemblée du peuple, au conseil des anciens qu'ils le louent!
32 και ας υψονωσιν αυτον εν τη συναξει του λαου, και εν τω συνεδριω των πρεσβυτερων ας αινωσιν αυτον.
33 Il changeait les fleuves en désert, et les sources d'eau en soif,
33 Μεταβαλλει ποταμους εις ερημον και πηγας υδατων εις ξηρασιαν?
34 un pays de fruits en saline, à cause de la malice des habitants.
34 την καρποφορον γην εις αλμυραν, δια την κακιαν των κατοικουντων εν αυτη.
35 Mais il changea le désert en nappe d'eau, une terre sèche en source d'eau;
35 Μεταβαλλει την ερημον εις λιμνας υδατων και την ξηραν γην εις πηγας υδατων.
36 là il fit habiter les affamés, et ils fondèrent une ville habitée.
36 Και εκει κατοικιζει τους πεινωντας, και συγκροτουσι πολεις εις κατοικησιν?
37 Ils ensemencent des champs, plantent des vignes, et font du fruit à récolter.
37 και σπειρουσιν αγρους και φυτευουσιν αμπελωνας, οιτινες καμνουσι καρπους γεννηματος.
38 Il les bénit et ils croissent beaucoup, il ne laisse pas diminuer leur bétail.
38 Και ευλογει αυτους, και πληθυνονται σφοδρα, και δεν ολιγοστευει τα κτηνη αυτων.
39 Ils étaient diminués, défaillants, sous l'étreinte des maux et des peines;
39 Ολιγοστευουσιν ομως επειτα και ταπεινονονται, απο της στενοχωριας, της συμφορας και του πονου.
40 déversant le mépris sur les princes, il les perdait en un chaos sans chemin.
40 Επιχεει καταφρονησιν επι τους αρχοντας και καμνει αυτους να περιπλανωνται εν ερημω αβατω.
41 Mais il relève le pauvre de sa misère, il multiplie comme un troupeau les familles;
41 Τον δε πενητα υψονει απο της πτωχειας και καθιστα ως ποιμνια τας οικογενειας.
42 les coeurs droits voient et se réjouissent, tout ce qui ment a la bouche fermée.
42 Οι ευθεις βλεπουσι και ευφραινονται? πασα δε ανομια θελει εμφραξει το στομα αυτης.
43 Est-il un sage? Qu'il observe ces choses et comprenne l'amour de Yahvé!
43 Οστις ειναι σοφος ας παρατηρη ταυτα? και θελουσιν εννοησει τα ελεη του Κυριου.