Scrutatio

Giovedi, 2 maggio 2024 - Sant´ Atanasio ( Letture di oggi)

Salmos 40


font
BIBLIAGREEK BIBLE
1 Del maestro de coro. De David. Salmo.
1 Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Περιεμεινα εν υπομονη τον Κυριον, και εκλινε προς εμε και ηκουσε της κραυγης μου?
2 En Yahveh puse toda mi esperanza,
él se inclinó hacia mí
y escuchó mi clamor.
2 και με ανεβιβασεν εκ λακκου ταλαιπωριας, εκ βορβορωδους πηλου, και εστησεν επι πετραν τους ποδας μου, εστερεωσε τα βηματα μου?
3 Me sacó de la fosa fatal,
del fango cenagoso;
asentó mis pies sobre la roca,
consolidó mis pasos.
3 και εβαλεν εν τω στοματι μου ασμα νεον, υμνον εις τον Θεον ημων? θελουσιν ιδει πολλοι και θελουσι φοβηθη και θελουσιν ελπισει επι Κυριον.
4 Puso en mi boca un canto nuevo,
una alabanza a nuestro Dios;
muchos verán y temerán,
y en Yahveh tendrán confianza.
4 Μακαριος ο ανθρωπος, οστις εθεσε τον Κυριον ελπιδα αυτου και δεν αποβλεπει εις τους υπερηφανους και εις τους κλινοντας επι ψευδη.
5 Dichoso el hombre aquel
que en Yahveh pone su confianza,
y no se va con los rebeldes,
que andan tras la mentira.
5 Πολλα εκαμες συ, Κυριε ο Θεος μου, τα θαυμασια σου? και τους περι ημων διαλογισμους σου δεν ειναι δυνατον να εκθεση τις εις σε? εαν ηθελον να απαγγελλω και να ομιλω περι αυτων, υπερβαινουσι παντα αριθμον.
6 ¡Cuántas maravillas has hecho,
Yahveh, Dios mío,
qué de designios con nosotros:
no hay comparable a ti!
Yo quisiera publicarlos, pregonarlos,
mas su número excede toda cuenta.
6 Θυσιαν και προσφοραν δεν ηθελησας? διηνοιξας εν εμοι ωτα? ολοκαυτωμα και προσφοραν περι αμαρτιας δεν εζητησας.
7 Ni sacrificio ni oblación querías,
pero el oído me has abierto;
no pedías holocaustos ni víctimas,
7 Τοτε ειπα, Ιδου, ερχομαι? εν τω τομω του βιβλιου ειναι γεγραμμενον περι εμου?
8 dije entonces: Heme aquí, que vengo.
Se me ha prescrito en el rollo del libro
8 χαιρω, Θεε μου, να εκτελω το θελημα σου? και ο νομος σου ειναι εν τω μεσω της καρδιας μου.
9 hacer tu voluntad.
Oh Dios mío, en tu ley me complazco
en el fondo de mi ser.
9 Εκηρυξα δικαιοσυνην εν συναξει μεγαλη? ιδου, δεν εμποδισα τα χειλη μου, Κυριε, συ εξευρεις.
10 He publicado la justicia
en la gran asamblea;
mira, no he contenido mis labios,
tú lo sabes, Yahveh.
10 Την δικαιοσυνην σου δεν εκρυψα εντος της καρδιας μου? την αληθειαν σου και την σωτηριαν σου ανηγγειλα? δεν εκρυψα το ελεος σου και την αληθειαν σου απο συναξεως μεγαλης.
11 No he escondido tu justicia en el fondo de mi corazón,
he proclamado tu lealtad, tu salvación,
ne he ocultado tu amor y tu verdad
a la gran asamblea.
11 Συ, Κυριε, μη απομακρυνης τους οικτιρμους σου απ' εμου? το ελεος σου και η αληθεια σου ας με περιφρουρωσι διαπαντος.
12 Y tú, Yahveh, no contengas
tus ternuras para mí.
Que tu amor y tu verdad
incesantes me guarden.
12 Διοτι με περιεκυκλωσαν αναριθμητα κακα? με κατεφθασαν αι ανομιαι μου, και δεν δυναμαι να θεωρω αυτας? επληθυνθησαν υπερ τας τριχας της κεφαλης μου? και η καρδια μου με εγκαταλειπει.
13 Pues desdichas me envuelven
en número incontable.
Mis culpas me dan caza,
y no puedo ya ver;
más numerosas son que los cabellos de mi cabeza,
y el corazón me desampara.
13 Ευδοκησον, Κυριε, να με ελευθερωσης Κυριε, ταχυνον εις βοηθειαν μου.
14 ¡Dígnate, oh Yahveh, librarme,
Yahveh, corre en mi ayuda!
14 Ας αισχυνθωσι και ας εκτραπωσιν ομου οι ζητουντες την ψυχην μου, δια να απολεσωσιν αυτην? ας στραφωσιν εις τα οπισω και ας εντραπωσιν οι θελοντες το κακον μου.
15 ¡Queden avergonzados y confusos todos juntos
los que buscan mi vida para cercenarla!
¡Atrás, sean confundidos
los que desean mi mal!
15 Ας εξολοθρευθωσι δια μισθον της αισχυνης αυτων οι λεγοντες προς εμε, ευγε, ευγε.
16 Queden consternados de vergüenza
los que dicen contra mí: «¡Ja, Ja!»
16 Ας αγαλλωνται και ας ευφραινωνται εις σε παντες οι ζητουντες σε? οι αγαπωντες την σωτηριαν σου ας λεγωσι διαπαντος, Μεγαλυνθητω ο Κυριος.
17 ¡En ti se gocen y se alegren
todos los que te buscan!
Repitan sin cesar: «¡Grande es Yahveh!»,
los que aman tu salvación.
17 Εγω δε ειμαι πτωχος και πενης? αλλ' ο Κυριος φροντιζει περι εμου? η βοηθεια μου και ο ελευθερωτης μου συ εισαι? Θεε μου, μη βραδυνης.
18 Y yo, pobre soy y desdichado,
pero el Señor piensa en mí;
tú, mi socorro y mi libertador,
oh Dios mío, no tardes.