Jesaja 48
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566
Gen
Ex
Lev
Num
Dtn
Jos
Ri
Rut
1Sam
2Sam
1Kön
2Kön
1Chr
2Chr
Esra
Neh
Tob
Jdt
Est
1Makk
2Makk
Ijob
Ps
Spr
Koh
Hld
Weish
Sir
Jes
Jer
Klgl
Bar
Ez
Dan
Hos
Joel
Am
Obd
Jona
Mi
Nah
Hab
Zef
Hag
Sach
Mal
Mt
Mk
Lk
Joh
Apg
Röm
1Kor
2Kor
Gal
Eph
Phil
Kol
1Thess
2Thess
1Tim
2Tim
Tit
Phlm
Hebr
Jak
1Petr
2Petr
1Joh
2Joh
3Joh
Jud
Offb
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Hört her, ihr vom Haus Jakob, die ihr den Namen Israels tragt und Judas Nachkommen seid, die ihr beim Namen des Herrn schwört und euch bekennt zu Israels Gott, aber nicht offen und ehrlich. | 1 Ακουσατε τουτο, οικος Ιακωβ? οι κληθεντες με το ονομα του Ισραηλ και εξελθοντες εκ της πηγης του Ιουδα? οι ομνυοντες εις το ονομα του Κυριου και αναφεροντες τον Θεον του Ισραηλ, πλην ουχι εν αληθεια ουδε εν δικαιοσυνη. |
2 Sie nennen sich nach der Heiligen Stadt und verlassen sich auf Israels Gott, der «Herr der Heere» genannt wird. | 2 Διοτι λαμβανουσι το ονομα αυτων εκ της πολεως της αγιας και επιστηριζονται επι τον Θεον του Ισραηλ? το ονομα αυτου ειναι, Ο Κυριος των δυναμεων. |
3 Was früher war, hatte ich schon längst im Voraus verkündet, es kam aus meinem Mund, ich ließ es hören; plötzlich habe ich gehandelt und es traf ein. | 3 Εκτοτε ανηγγειλα τα απ' αρχης? και εξηλθον εκ του στοματος μου και διεκηρυξα αυτα? εκαμα ταυτα αιφνιδιως και εγειναν. |
4 Weil ich wusste, dass du halsstarrig bist, dass dein Nacken eiserne Sehnen hat und deine Stirn aus Bronze ist, | 4 Επειδη γνωριζω οτι εισαι σκληρος, και ο τραχηλος σου ειναι νευρον σιδηρουν και το μετωπον σου χαλκινον. |
5 hatte ich es dir schon längst im Voraus verkündet; ich ließ es dich hören, bevor es geschah, damit du nicht sagst: Mein Götterbild hat das vollbracht, mein geschnitztes und gegossenes Bild hat es befohlen. | 5 Εκτοτε δε ανηγγειλα τουτο προς σε? πριν γεινη διεκηρυξα τουτο εις σε, δια να μη ειπης, Το ειδωλον μου εκαμε ταυτα? και το γλυπτον μου και το χυτον μου προσεταξε ταυτα. |
6 Du hast es gehört. Betrachte nun alles! Willst du es nicht andern verkünden? Von jetzt an lasse ich dich etwas Neues hören, etwas Verborgenes, von dem du nichts weißt. | 6 Ηκουσας? ιδε παντα ταυτα? και δεν θελετε ομολογησει; απο τουδε διακηρυττω προς σε νεα, μαλιστα αποκεκρυμμενα, και τα οποια συ δεν ηξευρες. |
7 Eben erst kam es zustande, nicht schon vor langer Zeit. Zuvor hast du nichts erfahren davon, damit du nicht sagst: Das habe ich längst schon gewusst. | 7 Τωρα εγειναν και ουχι παλαιοθεν, και ουδε προ της ημερας ταυτης ηκουσας περι αυτων, δια να μη ειπης, Ιδου, εγω ηξευρον ταυτα. |
8 Du hast davon nichts gehört und gewusst, dein Ohr war bisher nicht offen. Denn ich wusste, dass du treulos sein wirst, man nennt dich «abtrünnig vom Mutterleib an». | 8 Ουτε ηκουσας ουτε ηξευρες ουτε απ' αρχης ηνοιχθησαν τα ωτα σου? διοτι ηξευρον ετι βεβαιως ηθελες φερθη απιστως και εκ κοιλιας ωνομασθης παραβατης. |
9 Doch um meines Namens willen halte ich meinen Zorn lange zurück, um meiner Ehre willen bezähme ich mich, um dich nicht vernichten zu müssen. | 9 Ενεκεν του ονοματος μου θελω μακρυνει τον θυμον μου, και δια τον επαινον μου θελω βασταχθη προς σε, ωστε να μη σε εξολοθρευσω. |
10 Ich habe dich geläutert, doch nicht wie Silber: Im Schmelzofen des Elends prüfte ich dich. | 10 Ιδου, σε εκαθαρισα, πλην ουχι ως αργυρον? σε κατεστησα εκλεκτον εν τω χωνευτηριω της θλιψεως. |
11 Nur um meinetwillen handle ich jetzt, denn sonst würde mein Name entweiht; ich überlasse die Ehre, die mir gebührt, keinem andern. | 11 Ενεκεν εμου, ενεκεν εμου θελω καμει τουτο? διοτι πως ηθελε μολυνθη το ονομα μου; ναι, δεν θελω δωσει την δοξαν μου εις αλλον. |
12 Jakob, höre auf mich, höre mich, Israel, den ich berief: Ich bin es, ich, der Erste und auch der Letzte. | 12 Ακουσον μου, Ιακωβ, και Ισραηλ τον οποιον εγω εκαλεσα? εγω αυτος ειμαι? εγω ο πρωτος, εγω και ο εσχατος. |
13 Meine Hand hat die Fundamente der Erde gelegt, meine Rechte hat den Himmel ausgespannt; ich rief ihnen zu und schon standen sie alle da. | 13 Και η χειρ μου εθεμελιωσε την γην και η δεξια μου εμετρησε με σπιθαμην τους ουρανους? οταν καλω αυτους, παριστανται ομου. |
14 Versammelt euch alle und hört - wer von den Göttern hat so etwas jemals verkündet? -:Der, den der Herr liebt, wird meinen Willen an Babel vollstrecken und sein Arm wird es an den Chaldäern bewirken. | 14 Συναχθητε, παντες σεις, και ακουσατε? τις εκ τουτων ανηγγειλε ταυτα; Ο Κυριος ηγαπησεν αυτον? οθεν θελει εκπληρωσει το θελημα αυτου επι την Βαβυλωνα και ο βραχιων αυτου θελει εισθαι επι τους Χαλδαιους. |
15 Ich habe gesprochen und ich habe ihn auch berufen, ich habe ihn kommen lassen und er wird seinen Weg erfolgreich beenden. | 15 Εγω, εγω ελαλησα? ναι, εκαλεσα αυτον? εφερα αυτον και εγω θελω ευοδωσει την οδον αυτου. |
16 Kommt her zu mir und hört, was ich sage: Ich habe von Anfang an nicht im Verborgenen geredet; seit das alles geschieht, bin ich dabei. [Und jetzt hat Gott, der Herr, mich und seinen Geist gesandt.] | 16 Πλησιασατε προς εμε, ακουσατε τουτο? απ' αρχης δεν ελαλησα εν κρυπτω? αφοτου εγεινε τουτο, εγω ημην εκει και τωρα Κυριος ο Θεος απεστειλεν εμε και το πνευμα αυτου. |
17 So spricht der Herr, dein Erlöser, der Heilige Israels: Ich bin der Herr, dein Gott, der dich lehrt, was Nutzen bringt, und der dich auf den Weg führt, den du gehen sollst. | 17 Ουτω λεγει Κυριος, ο Λυτρωτης σου, ο Αγιος του Ισραηλ? Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σου, ο διδασκων σε δια την ωφελειαν σου, ο οδηγων σε δια της οδου δι' ης επρεπε να υπαγης. |
18 Hättest du doch auf meine Gebote geachtet! Dein Glück wäre wie ein Strom und dein Heil wie die Wogen des Meeres. | 18 Ειθε να ηκουες τα προσταγματα μου τοτε η ειρηνη σου ηθελεν εισθαι ως ποταμος και η δικαιοσυνη σου ως κυματα θαλασσης? |
19 Deine Nachkommen wären (zahlreich) wie der Sand und deine leiblichen Kinder wie seine Körner. Ihr Name wäre in meinen Augen nicht getilgt und gelöscht. | 19 και το σπερμα σου ηθελεν εισθαι ως η αμμος και τα εκγονα της κοιλιας σου ως τα λιθαρια αυτης? το ονομα αυτου δεν ηθελεν αποκοπη ουδε εξαλειφθη απ' εμπροσθεν μου. |
20 Heraus aus Babel, flieht aus Chaldäa! Verkündet es jauchzend, damit man es hört. Ruft es hinaus bis ans Ende der Erde! Ruft: Der Herr hat seinen Knecht Jakob ausgelöst. | 20 Εξελθετε εκ της Βαβυλωνος, φευγετε απο των Χαλδαιων, μετα φωνης αλαλαγμου αναγγειλατε, διακηρυξατε τουτο, εκφωνησατε αυτο εως εσχατου της γης, ειπατε, Ο Κυριος ελυτρωσε τον δουλον αυτου Ιακωβ. |
21 Sie litten keinen Durst, als er sie durch die Wüste führte; Wasser ließ er für sie aus dem Felsen sprudeln, er spaltete den Felsen und es strömte das Wasser. | 21 Και δεν εδιψησαν, οτε ωδηγει αυτους δια της ερημου? εκαμε να ρευσωσι δι' αυτους υδατα εκ πετρας? και εσχισε την πετραν και τα υδατα ερρευσαν. |
22 [Die Ruchlosen finden keinen Frieden, spricht der Herr.] | 22 Ειρηνη δεν ειναι εις τους ασεβεις, λεγει Κυριος. |