Scrutatio

Martedi, 30 aprile 2024 - San Pio V ( Letture di oggi)

Jesaja 44


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Jetzt aber höre, Jakob, mein Knecht,
Israel, den ich erwählte.
1 Αλλα τωρα ακουσον, δουλε μου Ιακωβ, και Ισραηλ τον οποιον εξελεξα.
2 So spricht der Herr, dein Schöpfer,
der dich im Mutterleib geformt hat, der dir hilft:Fürchte dich nicht, Jakob, mein Knecht,
du, Jeschurun, den ich erwählte.
2 Ουτω λεγει Κυριος, οστις σε εκαμε και σε επλασεν εκ κοιλιας και θελει σε βοηθησει? Μη φοβου, δουλε μου Ιακωβ, και συ, Ιεσουρουν, τον οποιον εξελεξα.
3 Denn ich gieße Wasser auf den dürstenden Boden,
rieselnde Bäche auf das trockene Land. Ich gieße meinen Geist über deine Nachkommen aus
und meinen Segen über deine Kinder.
3 Διοτι θελω εκχεει υδωρ επι τον διψωντα και ποταμους επι την ξηραν? θελω εκχεει το πνευμα μου επι το σπερμα σου και την ευλογιαν μου επι τους εκγονους σου?
4 Dann sprossen sie auf wie das Schilfgras,
wie Weidenbäume an Wassergräben.
4 και θελουσι βλαστησει ως μεταξυ χορτου, ως ιτεαι παρα τους ρυακας των υδατων.
5 Der eine sagt: Ich gehöre dem Herrn.
Ein anderer benennt sich mit dem Namen Jakobs. Einer schreibt auf seine Hand: für den Herrn.
Ein anderer wird ehrenvoll mit dem Namen Israel benannt.
5 Ο μεν θελει λεγει, Εγω ειμαι του Κυριου? ο δε θελει ονομαζεσθαι με το ονομα Ιακωβ? και αλλος θελει υπογραφεσθαι με την χειρα αυτου εις τον Κυριον και επονομαζεσθαι με το ονομα Ισραηλ.
6 So spricht der Herr, Israels König,
sein Erlöser, der Herr der Heere: Ich bin der Erste, ich bin der Letzte,
außer mir gibt es keinen Gott.
6 Ουτω λεγει Κυριος ο Βασιλευς του Ισραηλ και ο Λυτρωτης αυτου, ο Κυριος των δυναμεων? Εγω ειμαι ο πρωτος και εγω ο εσχατος? και εκτος εμου δεν υπαρχει Θεος.
7 Wer ist mir gleich? Er soll sich melden,
er tue es mir kund und beweise es mir. Wer hat von Anfang an die Zukunft verkündet?
Sie sollen uns sagen, was alles noch kommt.
7 Και τις ως εγω θελει κραξει και αναγγειλει και διαταξει εις εμε, αφου εσυστησα τον παλαιον λαον; και τα επερχομενα και τα μελλοντα ας αναγγειλωσι προς αυτους.
8 Erschreckt nicht und fürchtet euch nicht!
Habe ich es euch nicht schon längst zu Gehör gebracht und verkündet? Ihr seid meine Zeugen: Gibt es einen Gott außer mir?
Es gibt keinen Fels außer mir, ich kenne keinen.
8 Μη φοβεισθε μηδε τρομαζετε? εκτοτε δεν σε εκαμα να ακουσης και ανηγγειλα τουτο; σεις εισθε μαλιστα μαρτυρες μου? εκτος εμου υπαρχει Θεος; βεβαιως δεν υπαρχει βραχος? δεν γνωριζω ουδενα.
9 Ein Nichts sind alle, die ein Götterbild formen;
ihre geliebten Götzen nützen nichts. Wer sich zu seinen Göttern bekennt, sieht nichts,
ihm fehlt es an Einsicht; darum wird er beschämt.
9 Οσοι κατασκευαζουσιν ειδωλα, παντες ειναι ματαιοτης? και τα πολυεραστα αυτων ειδωλα δεν ωφελουσι? και αυτοι ειναι μαρτυρες αυτων οτι δεν βλεπουσιν ουδε νοουσι, δια να καταισχυνθωσι.
10 Wer sich einen Gott macht
und sich ein Götterbild gießt,
hat keinen Nutzen davon.
10 Τις επλασε θεον η εχυσεν ειδωλον, το οποιον ουδεν ωφελει;
11 Seht her, alle, die sich ihm anschließen, werden beschämt,
die Schmiede sind nichts als Menschen. Sie sollen sich alle versammeln und vor mich treten;
dann werden sie alle von Schrecken gepackt und beschämt.
11 Ιδου, παντες οι συντροφοι αυτου θελουσιν αισχυνθη? και οι τεχνιται, αυτοι ειναι εξ ανθρωπων? ας συναχθωσι παντες ομου? ας παρασταθωσι? θελουσι φοβηθη, θελουσιν εντραπη παντες ομου.
12 Der Schmied facht die Kohlenglut an,
er formt (das Götterbild) mit seinem Hammer
und bearbeitet es mit kräftigem Arm. Dabei wird er hungrig und hat keine Kraft mehr.
Trinkt er kein Wasser, so wird er ermatten.
12 Ο χαλκευς κοπτει σιδηρον και εργαζεται εις τους ανθρακας και με τα σφυρια μορφονει αυτο και κατασκευαζει αυτο με την δυναμιν των βραχιονων αυτου? μαλιστα πεινα και η δυναμις αυτου αποκαμνει? υδωρ δεν πινει και ατονει.
13 Der Schnitzer misst das Holz mit der Messschnur,
er entwirft das Bild mit dem Stift
und schnitzt es mit seinem Messer; er umreißt es mit seinem Zirkel
und formt die Gestalt eines Mannes, das prächtige Bild eines Menschen;
in einem Haus soll es wohnen.
13 Ο ξυλουργος εξαπλονει τον κανονα, σημειονει αυτο με σταθμην, ομαλυνει αυτο με ροκανια και σημειονει αυτο δια του διαβητου και καμνει αυτο κατα την ανθρωπινην μορφην, κατα ανθρωπινην ωραιοτητα, δια να κατοικη εν τη οικια.
14 Man fällt eine Zeder, wählt eine Eiche
oder sonst einen mächtigen Baum, den man stärker werden ließ
als die übrigen Bäume im Wald. Oder man pflanzt einen Lorbeerbaum,
den der Regen groß werden lässt.
14 Κοπτει εις εαυτον κεδρους και λαμβανει την κυπαρισσον και την δρυν, τα οποια εκλεγει εις εαυτον μεταξυ των δενδρων του δασους? φυτευει πευκην και η βροχη αυξανει αυτην.
15 Das Holz nehmen die Menschen zum Heizen;
man macht ein Feuer und wärmt sich daran. Auch schürt man das Feuer und bäckt damit Brot.
Oder man schnitzt daraus einen Gott
und wirft sich nieder vor ihm; man macht ein Götterbild
und fällt vor ihm auf die Knie.
15 Και θελει εισθαι χρησιμον εις τον ανθρωπον δια καυσιμον? και εξ αυτου λαμβανει και θερμαινεται? προσετι καιει αυτο και ψηνει αρτον? προσετι καμνει αυτο θεον και προσκυνει αυτο? καμνει αυτο ειδωλον και γονατιζει εμπροσθεν αυτου.
16 Den einen Teil des Holzes wirft man ins Feuer
und röstet Fleisch in der Glut
und sättigt sich an dem Braten. Oder man wärmt sich am Feuer und sagt:
Oh, wie ist mir warm! Ich spüre die Glut.
16 Το ημισυ αυτου καιει εν πυρι? με το αλλο ημισυ τρωγει το κρεας? ψηνει το ψητον και χορταινει? και θερμαινεται, λεγων, Ω εθερμανθην, ειδον το πυρ?
17 Aus dem Rest des Holzes aber macht man sich einen Gott,
ein Götterbild, vor das man sich hinkniet, zu dem man betet und sagt:
Rette mich, du bist doch mein Gott!
17 και το εναπολειφθεν αυτου καμνει θεον, το γλυπτον αυτου? γονατιζει εμπροσθεν αυτου και προσκυνει αυτο και προσευχεται εις αυτο και λεγει, Λυτρωσον με, διοτι εισαι ο θεος μου.
18 Unwissend sind sie und ohne Verstand;
denn ihre Augen sind verklebt, sie sehen nichts mehr
und ihr Herz wird nicht klug.
18 Δεν καταλαμβανουσιν ουδε νοουσι? διοτι εκλεισε τους οφθαλμους αυτων δια να μη βλεπωσι, και τας καρδιας αυτων δια να μη νοωσι.
19 Sie überlegen nichts,
sie haben keine Erkenntnis und Einsicht,
sodass sie sich sagen würden: Den einen Teil habe ich ins Feuer geworfen,
habe Brot in der Glut gebacken
und Fleisch gebraten und es gegessen. Aus dem Rest des Holzes aber habe ich mir
einen abscheulichen Götzen gemacht
und nun knie ich nieder vor einem Holzklotz.
19 Και ουδεις συλλογιζεται εν τη καρδια αυτου ουδε ειναι γνωσις εν αυτω ουδε νοησις, ωστε να ειπη, Το ημισυ αυτου εκαυσα εν πυρι? ετι εψησα αρτον επι των ανθρακων αυτου? εψησα κρεας και εφαγον? επειτα θελω καμει το υπολοιπον αυτου βδελυγμα; θελω προσκυνησει δενδρου κορμον;
20 Wer Asche hütet,
den hat sein Herz verführt und betrogen. Er wird sein Leben nicht retten
und wird nicht sagen:
Ich halte ja nur ein Trugbild in meiner rechten Hand.
20 Βοσκεται απο στακτης? η ηπατημενη καρδια αυτου απεπλανησεν αυτον, δια να μη δυναται να ελευθερωση την ψυχην αυτου μηδε να ειπη, Τουτο, τη εν τη δεξια μου, δεν ειναι ψευδος;
21 Denk daran, Jakob, und du, Israel,
dass du mein Knecht bist. Ich habe dich geschaffen, du bist mein Knecht;
Israel, ich vergesse dich nicht.
21 Ενθυμου ταυτα, Ιακωβ και Ισραηλ? διοτι δουλος μου εισαι? εγω σε επλασα? δουλος μου εισαι? Ισραηλ, δεν θελεις λησμονηθη υπ' εμου.
22 Ich fege deine Vergehen hinweg wie eine Wolke
und deine Sünden wie Nebel.
Kehr um zu mir; denn ich erlöse dich.
22 Εξηλειψα ως πυκνην ομιχλην τας παραβασεις σου, και ως νεφος τας αμαρτιας σου? επιστρεψον προς εμε? διοτι εγω σε ελυτρωσα.
23 Jauchzt, ihr Himmel, denn der Herr hat gehandelt;
jubelt, ihr Tiefen der Erde! Brecht in Jubel aus, ihr Berge,
ihr Wälder mit all euren Bäumen! Denn der Herr hat Jakob erlöst
und an Israel bewiesen, wie herrlich er ist.
23 Ψαλλετε, ουρανοι? διοτι ο Κυριος εκαμε τουτο? αλαλαξατε, τα κατω της γης? εκβαλετε φωνην αγαλλιασεως, ορη, δαση και παντα τα εν αυτοις δενδρα? διοτι ο Κυριος ελυτρωσε τον Ιακωβ και εδοξασθη εν τω Ισραηλ.
24 So spricht der Herr, dein Erlöser,
der dich im Mutterleib geformt hat: Ich bin der Herr, der alles bewirkt,
der ganz allein den Himmel ausgespannt hat,
der die Erde gegründet hat aus eigener Kraft,
24 Ουτω λεγει ο Κυριος, οστις σε ελυτρωσε και σε επλασεν εκ κοιλιας? Εγω ειμαι ο Κυριος ο ποιησας τα παντα? ο μονος εκτεινας τους ουρανους, ο στερεωσας την γην απ' εμαυτου?
25 der das Wirken der Zauberer vereitelt
und die Wahrsager zu Narren macht, der die Weisen zum Rückzug zwingt
und ihre Klugheit als Dummheit entlarvt,
25 ο ματαιονων τα σημεια των ψευδολογων και καθιστων παραφρονας τους μαντεις? ο ανατρεπων τους σοφους και μωραινων την επιστημην αυτων?
26 der das Wort seiner Knechte erfüllt
und den Plan ausführt, den seine Boten verkünden, der zu Jerusalem sagt: Du wirst wieder bewohnt!,
und zu den Städten Judas: Ihr werdet wieder aufgebaut werden,
ich baue eure Ruinen wieder auf!,
26 ο στερεονων τον λογον του δουλου μου και εκπληρων την βουλην των μηνυτων μου? ο λεγων προς την Ιερουσαλημ, Θελεις κατοικισθη? και προς τας πολεις του Ιουδα, Θελετε ανακτισθη και θελω ανορθωσει τα ερειπια αυτου?
27 der zum tiefen Meer sagt: Trockne aus,
ich lasse deine Fluten versiegen!,
27 ο λεγων προς την αβυσσον, Γενου ξηρα και θελω ξηρανει τους ποταμους σου?
28 der zu Kyrus sagt: Mein Hirt -
alles, was ich will, wird er vollenden!, der zu Jerusalem sagt: Du wirst wieder aufgebaut werden!,
und zum Tempel: Du wirst wieder dastehen.
28 ο λεγων προς τον Κυρον, Ουτος ειναι ο βοσκος μου και θελει εκπληρωσει παντα τα θεληματα μου? και ο λεγων προς την Ιερουσαλημ, Θελεις ανακτισθη? και προς τον ναον, Θελουσι τεθη τα θεμελια σου.