Jesaja 2
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566
Gen
Ex
Lev
Num
Dtn
Jos
Ri
Rut
1Sam
2Sam
1Kön
2Kön
1Chr
2Chr
Esra
Neh
Tob
Jdt
Est
1Makk
2Makk
Ijob
Ps
Spr
Koh
Hld
Weish
Sir
Jes
Jer
Klgl
Bar
Ez
Dan
Hos
Joel
Am
Obd
Jona
Mi
Nah
Hab
Zef
Hag
Sach
Mal
Mt
Mk
Lk
Joh
Apg
Röm
1Kor
2Kor
Gal
Eph
Phil
Kol
1Thess
2Thess
1Tim
2Tim
Tit
Phlm
Hebr
Jak
1Petr
2Petr
1Joh
2Joh
3Joh
Jud
Offb
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Das Wort, das Jesaja, der Sohn des Amoz, in einer Vision über Juda und Jerusalem gehört hat. | 1 Ο λογος, ο γενομενος δι' οραματος εις τον Ησαιαν τον υιον του Αμως, περι του Ιουδα και της Ιερουσαλημ. |
2 Am Ende der Tage wird es geschehen: Der Berg mit dem Haus des Herrn steht fest gegründet als höchster der Berge; er überragt alle Hügel. Zu ihm strömen alle Völker. | 2 Εν ταις εσχαταις ημεραις το ορος του οικου του Κυριου θελει στηριχθη επι της κορυφης των ορεων και υψωθη υπερανω των βουνων και παντα τα εθνη θελουσι συρρεει εις αυτο, |
3 Viele Nationen machen sich auf den Weg. Sie sagen: Kommt, wir ziehen hinauf zum Berg des Herrn und zum Haus des Gottes Jakobs. Er zeige uns seine Wege, auf seinen Pfaden wollen wir gehen. Denn von Zion kommt die Weisung des Herrn, aus Jerusalem sein Wort. | 3 και πολλοι λαοι θελουσιν υπαγει και ειπει, Ελθετε και ας αναβωμεν εις το ορος του Κυριου, εις τον οικον του Θεου του Ιακωβ και θελει διδαξει ημας τας οδους αυτου, και θελομεν περιπατησει εν ταις τριβοις αυτου. Διοτι εκ Σιων θελει εξελθει νομος και λογος Κυριου εξ Ιερουσαλημ. |
4 Er spricht Recht im Streit der Völker, er weist viele Nationen zurecht. Dann schmieden sie Pflugscharen aus ihren Schwertern und Winzermesser aus ihren Lanzen. Man zieht nicht mehr das Schwert, Volk gegen Volk, und übt nicht mehr für den Krieg. | 4 Και θελει κρινει αναμεσον των εθνων και θελει ελεγξει πολλους λαους και θελουσι σφυρηλατησει τας μαχαιρας αυτων δια υνια και τας λογχας αυτων δια δρεπανα δεν θελει σηκωσει μαχαιραν εθνος εναντιον εθνους, ουδε θελουσι μαθει πλεον τον πολεμον. |
5 Ihr vom Haus Jakob, kommt, wir wollen unsere Wege gehen im Licht des Herrn. | 5 Οικος Ιακωβ, ελθετε και ας περιπατησωμεν εν τω φωτι του Κυριου. |
6 Ja, du hast dein Volk, das Haus Jakob, verstoßen; denn es ist voll von Zauberern und Wahrsagern wie das Volk der Philister und überflutet von Fremden. | 6 Βεβαιως συ εγκατελιπες τον λαον σου, τον οικον Ιακωβ, διοτι ενεπλησθησαν της ανατολης και εγειναν μαντεις ως οι Φιλισταιοι, και συνηνωθησαν μετα των τεκνων των αλλοφυλων. |
7 Sein Land ist voll Silber und Gold, zahllos sind seine Schätze. Sein Land ist voll von Pferden, zahllos sind seine Wagen. | 7 Και η γη αυτων ενεπλησθη αργυριου και χρυσιου, και δεν ειναι τελος των θησαυρων αυτων ενεπλησθη η γη αυτων και ιππων, και δεν ειναι τελος των αμαξων αυτων. |
8 Sein Land ist voll von Götzen. Alle beten das Werk ihrer Hände an, das ihre Finger gemacht haben. | 8 Και η γη αυτων ενεπλησθη απο ειδωλων ελατρευσαν το ποιημα των χειρων αυτων, εκεινο το οποιον οι δακτυλοι αυτων εκαμον |
9 Doch die Menschen müssen sich ducken, jeder Mann muss sich beugen. Verzeih ihnen nicht! | 9 και ο κοινος ανθρωπος υπεκυψε και ο μεγαλος εταπεινωθη και δεν θελεις συγχωρησει αυτους. |
10 Verkriech dich im Felsen, verbirg dich im Staub vor dem Schrecken des Herrn und seiner strahlenden Pracht! | 10 Εισελθε εις τον βραχον και κρυφθητι εις το χωμα, δια τον φοβον του Κυριου και δια την δοξαν της μεγαλειοτητος αυτου. |
11 Da senken sich die stolzen Augen der Menschen, die hochmütigen Männer müssen sich ducken, der Herr allein ist erhaben an jenem Tag. | 11 Οι υπερηφανοι οφθαλμοι του ανθρωπου θελουσι ταπεινωθη, και η επαρσις των ανθρωπων θελει υποκυψει? μονος δε ο Κυριος θελει υψωθη εν εκεινη τη ημερα. |
12 Denn der Tag des Herrn der Heere kommt über alles Stolze und Erhabene, über alles Hohe - es wird erniedrigt -, | 12 Διοτι ημερα Κυριου των δυναμεων θελει επελθει επι παντα αλαζονα και υπερηφανον και επι παντα υψωμενον και θελει ταπεινωθη |
13 über alle hoch ragenden Zedern des Libanon und alle Eichen des Baschan, | 13 και επι πασας τας κεδρους του Λιβανου τας υψηλας και επηρμενας και επι πασας τας δρυς της Βασαν, |
14 über alle hohen Berge und alle stattlichen Hügel, | 14 και επι παντα τα υψηλα ορη και επι παντα τα υψωμενα βουνα, |
15 über jeden hohen Turm und jede steile Mauer, | 15 και επι παντα πυργον υψηλον και επι παν τειχος περιπεφραγμενον, |
16 über alle Tarschisch- Schiffe und die kostbaren Segler. | 16 και επι παντα τα πλοια της Θαρσεις και επι παντα τα ηδονικα θεαματα. |
17 Die stolzen Menschen müssen sich ducken, die hochmütigen Männer sich beugen, der Herr allein ist erhaben an jenem Tag. | 17 Και το υψος του ανθρωπου θελει υποκυψει, και η επαρσις των ανθρωπων θελει ταπεινωθη? μονος δε ο Κυριος θελει υψωθη εν εκεινη τη ημερα. |
18 Die Götzen aber schwinden alle dahin. | 18 Και τα ειδωλα θελουσιν ολοκληρως καταστραφη. |
19 Verkriecht euch in Felshöhlen und Erdlöchern vor dem Schrecken des Herrn und vor seiner strahlenden Pracht, wenn er sich erhebt, um die Erde zu erschrecken. | 19 Και αυτοι θελουσιν εισελθει εις τα σπηλαια των βραχων και εις τας τρυπας της γης, δια τον φοβον του Κυριου και δια την δοξαν της μεγαλειοτητος αυτου, οταν εγερθη δια να κλονιση την γην. |
20 An jenem Tag nimmt jeder seine silbernen und goldenen Götzen, die er gemacht hat, um sie anzubeten, und wirft sie den Fledermäusen und Ratten hin; | 20 Εν εκεινη τη ημερα θελει ριψει ο ανθρωπος εις τους ασπαλακας και εις τας νυκτεριδας τα αργυρα αυτου ειδωλα και τα χρυσα αυτου ειδωλα, τα οποια εκαμεν εις εαυτον δια να προσκυνη? |
21 und man wird sich in den Spalten und Höhlen der Felsen verkriechen vor dem Schrecken des Herrn und vor seiner strahlenden Pracht, wenn er sich erhebt, um die Erde zu erschrecken. | 21 δια να εισελθωσιν εις τας σχισμας των βραχων και εις τα σπηλαια των πετρων, δια τον φοβον του Κυριου και δια την δοξαν της μεγαλειοτητος αυτου, οταν εγερθη δια να κλονιση την γην. |
22 [Lasst doch ab vom Menschen; in seiner Nase ist nur ein Lufthauch. Was bedeutet er schon?] | 22 Παραιτηθητε απο ανθρωπου, του οποιου η πνοη ειναι εις τους μυκτηρας αυτου διοτι εις τι ειναι αξιος λογου; |