Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Deuteronomio 32


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 “ Audite, caeli, quae loquor; audiat terra verba oris mei!1 Προσεχε, ουρανε, και θελω λαλησει? και ας ακουη η γη τους λογους του στοματος μου.
2 Stillet ut pluvia doctrina mea, fluat ut ros eloquium meum
quasi imber super herbam
et quasi stillae super gramina.
2 Η διδασκαλια μου θελει σταλαξει ως η βροχη, ο λογος μου θελει καταβη ως η δροσος, ως η ψεκας επι την χλοην και ως ο ομβρος επι τον χορτον?
3 Quia nomen Domini invocabo:
date magnificentiam Deo nostro!
3 διοτι θελω εξυμνησει το ονομα του Κυριου? αποδοτε μεγαλωσυνην εις τον Θεον ημων.
4 Petra, perfecta sunt opera eius,
quia omnes viae eius iustitia.
Deus fidelis et absque ulla iniquitate,
iustus et rectus.
4 Αυτος ειναι ο Βραχος, τα εργα αυτου ειναι τελεια? διοτι πασαι αι οδοι αυτου ειναι κρισις? Θεος πιστος, και δεν υπαρχει αδικια εν αυτω? δικαιος και ευθυς ειναι αυτος.
5 Peccaverunt ei non filii eius in sordibus suis,
generatio prava atque perversa.
5 Ουτοι διεφθαρησαν? η κηλις αυτων δεν ειναι κηλις των υιων αυτου? ειναι γενεα σκολια και διεστραμμενη.
6 Haeccine redditis Domino,
popule stulte et insipiens?
Numquid non ipse est pater tuus, qui possedit te,
ipse fecit et stabilivit te?
6 Ταυτα ανταποδιδετε εις τον Κυριον, λαε μωρε και ασυνετε; δεν ειναι αυτος ο πατηρ σου, οστις σε εξηγορασεν; αυτος οστις σε επλασε και σε εμορφωσεν;
7 Memento dierum antiquorum,
cogita generationes singulas;
interroga patrem tuum, et annuntiabit tibi,
maiores tuos, et dicent tibi.
7 Ενθυμηθητι τας αρχαιας ημερας, συλλογισθητι τα ετη πολλων γενεων? ερωτησον τον πατερα σου, και αυτος θελει σοι αναγγειλει, τους πρεσβυτερους σου, και αυτοι θελουσι σοι ειπει?
8 Quando dividebat Altissimus gentes,
quando separabat filios Adam,
constituit terminos populorum
iuxta numerum filiorum Israel;
8 οτε διεμεριζεν ο Υψιστος τα εθνη, οτε διεσπειρε τους υιους του Αδαμ, εστησε τα ορια των λαων κατα τον αριθμον των υιων Ισραηλ.
9 pars autem Domini populus eius,
Iacob funiculus hereditatis eius.
9 Διοτι η μερις του Κυριου ειναι ο λαος αυτου, ο Ιακωβ ειναι το μερος της κληρονομιας αυτου.
10 Invenit eum in terra deserta,
in loco horroris et ululatu solitudinis;
circumdedit eum et attendit
et custodivit quasi pupillam oculi sui.
10 Εν γη ερημω ευρηκεν αυτον, και εν ερημια φρικης και ολολυγμου? περιωδηγησεν αυτον, επαιδαγωγησεν αυτον, εφυλαξεν αυτον ως κορην οφθαλμου αυτου.
11 Sicut aquila provocans ad volandum pullos suos
et super eos volitans expandit alas suas
et assumpsit eum
atque portavit super pennas suas.
11 Καθως ο αετος σκεπαζει την φωλεαν αυτου, περιθαλπει τους νεοσσους αυτου, εξαπλονων τας πτερυγας αυτου αναλαμβανει αυτους, και σηκονει αυτους επι των πτερυγων αυτου,
12 Dominus solus dux eius fuit,
et non erat cum eo deus alienus.
12 ουτως ο Κυριος μονος ωδηγησεν αυτον, και δεν ητο μετ' αυτου ξενος Θεος.
13 Constituit eum super excelsam terram,
ut comederet fructus agrorum,
ut sugeret mel de petra
oleumque de saxo durissimo,
13 Ανεβιβασεν αυτους επι τα εξοχα μερη της γης, και εφαγον τα γεννηματα των αγρων? και εθηλασεν αυτους μελι εκ της πετρας, και ελαιον εκ της σκληρας πετρας,
14 butyrum de armento et lac de ovibus,
cum adipe agnorum et arietum
filiorum Basan et hircorum,
cum medulla tritici,
et sanguinem uvae biberet meracissimum.
14 Βουτυρον βοων και γαλα προβατων, με παχος αρνιων, και κριων θρεμματων της Βασαν, και τραγων, μετα του εξαιρετου ανθους του σιτου? και επιες οινον, αιμα σταφυλης.
15 Incrassatus est dilectus et recalcitravit;
incrassatus, impinguatus, dilatatus dereliquit Deum factorem suum
et recessit a Petra salutari suo.
15 Ο δε Ιεσουρουν επαχυνθη και απελακτισεν? επαχυνθης, επλατυνθης, υπερελιπανθης? τοτε ελησμονησε τον Θεον τον πλασαντα αυτον, και κατεφρονησε τον Βραχον της σωτηριας αυτου.
16 Provocaverunt eum in diis alienis
et in abominationibus ad iracundiam concitaverunt.
16 Παρωξυναν αυτον εις ζηλοτυπιαν με ξενους θεους, με βδελυγματα παρωξυναν αυτον εις θυμον?
17 Immolaverunt daemonibus et non Deo,
diis, quos ignorabant;
novi recentesque venerunt,
quos non coluerunt patres vestri.
17 εθυσιασαν εις δαιμονια, ουχι εις τον Θεον? εις θεους, τους οποιους δεν εγνωριζον, εις νεους θεους νεωστι εισαχθεντας, τους οποιους δεν ελατρευον οι πατερες σας?
18 Petram, quae te genuit, dereliquisti,
et oblitus es Domini creatoris tui.
18 τον δε Βραχον τον γεννησαντα σε εγκατελιπες, και ελησμονησας τον Θεον τον πλασαντα σε.
19 Vidit Dominus et sprevit,
quia provocaverunt eum filii sui et filiae.
19 Και ειδεν ο Κυριος και απεστραφη αυτους, διοτι παρωργισαν αυτον οι υιοι αυτου και αι θυγατερες αυτου?
20 Et ait: “Abscondam faciem meam ab eis
et considerabo novissima eorum;
generatio enim perversa est,
et infideles filii.
20 και ειπε, Θελω αποστρεψει το προσωπον μου απ' αυτων, θελω ιδει οποιον θελει εισθαι το τελος αυτων? διοτι αυτοι ειναι γενεα διεστραμμενη, υιοι εις τους οποιους δεν υπαρχει πιστις.
21 Ipsi me provocaverunt in eo, qui non erat Deus,
et irritaverunt in vanitatibus suis;
et ego provocabo eos in eo, qui non est populus,
et in gente stulta irritabo illos.
21 Αυτοι με παρωξυναν εις ζηλοτυπιαν με τα μη οντα θεον? με τα ειδωλα αυτων με παρωργισαν? και εγω θελω παροξυνει αυτους εις ζηλοτυπιαν με τους μη οντας λαον, με εθνος ασυνετον θελω παροργισει αυτους.
22 Ignis succensus est in furore meo
et ardebit usque ad inferni profundissima;
devorabitque terram cum germine suo
et montium fundamenta comburet.
22 Διοτι πυρ εξηφθη εν τω θυμω μου, και θελει εκκαυθη εως εις τα κατωτατα του αδου, και θελει καταφαγει την γην μετα των γεννηματων αυτης, και θελει καταφλογισει τα θεμελια των ορεων.
23 Congregabo super eos mala
et sagittas meas complebo in eis.
23 Θελω επισωρευσει επ' αυτους κακα, παντα τα βελη μου θελω εκκενωσει επ' αυτους.
24 Consumentur fame et devorabuntur febri
et peste amarissima;
dentes bestiarum immittam in eos, cum veneno serpentium in pulvere.
24 Θελουσιν αναλωθη εκ της πεινης και καταφαγωθη με φλογωδεις νοσους, και με πικρον ολεθρον? και οδοντας θηριων θελω εξαποστειλει επ' αυτους, και φαρμακιον των ερποντων επι της γης.
25 Foris vastabit eos gladius,
et intus pavor:
iuvenem simul ac virginem,
lactantem cum homine sene.
25 Εξωθεν μαχαιρα, και εσωθεν τρομος, θελει καταναλωσει τον τε νεον και την παρθενον, το θηλαζον νηπιον και τον πολιον γεροντα.
26 Dixi: Disperdam eos,
cessare faciam ex hominibus memoriam eorum!,
26 Ειπα, Ηθελον διασκορπισει αυτους, ηθελον εξαλειψει το μνημοσυνον αυτων εκ μεσου των ανθρωπων,
27 sed arrogantiam inimicorum timui,
ne superbirent hostes eorum
et dicerent: >Manus nostra excelsa, et non Dominus fecit haec omnia!'.
27 εαν δεν εφοβουμην την οργην του εχθρου, μη πως υψηλοφρονησωσιν οι εναντιοι αυτων, και ειπωσιν, Η χειρ ημων η υψηλη, και ουχι ο Κυριος, εκαμε παντα ταυτα.
28 Gens enim absque consilio est
et sine prudentia.
28 Διοτι ειναι εθνος ασυνετον, και δεν υπαρχει εν αυτοις φρονησις.
29 Utinam saperent et intellegerent haec
ac novissima sua providerent!
29 Ειθε να ησαν σοφοι, να ενοουν τουτο, να εσυλλογιζοντο το τελος αυτων
30 Quomodo persequatur unus mille,
et duo fugent decem milia?
Nonne ideo, quia Petra eorum vendidit eos,
et Dominus tradidit illos?”.
30 Πως ηθελε δυνηθη εις να διωξη χιλιους, και δυο να τρεψωσιν εις φυγην μυριαδας, εαν ο Βραχος αυτων δεν ηθελε πωλησει αυτους, και δεν ηθελε παραδωσει αυτους ο Κυριος;
31 Non enim est petra eorum ut Petra nostra,
et inimici nostri sunt iudices.
31 Διοτι ο βραχος αυτων δεν ειναι ως ο Βραχος ημων? και αυτοι οι εχθροι ημων ας κρινωσιν.
32 Vere de vinea Sodomorum vinea eorum
et de suburbanis Gomorrae;
uva eorum uva fellis
et botri amarissimi;
32 Επειδη εκ της αμπελου των Σοδομων ειναι η αμπελος αυτων, και εκ των αγρων της Γομορρας? η σταφυλη αυτων ειναι σταφυλη χολης, οι βοτρεις αυτων πικροι?
33 fel draconum vinum eorum
et venenum aspidum insanabile.
33 ο οινος αυτων φαρμακιον δρακοντων, και ανιατος ιος ασπιδος.
34 Nonne haec condita sunt apud me
et signata in thesauris meis?
34 Δεν ειναι τουτο αποτεταμιευμενον εις εμε, εσφραγισμενον εις τους θησαυρους μου;
35 Mea est ultio, et ego retribuam in tempore,
in quo labetur pes eorum!
Iuxta est dies perditionis,
et adesse festinat sors eorum.
35 Εις εμε ανηκει η εκδικησις και η ανταποδοσις? ο πους αυτων εν καιρω θελει ολισθησει διοτι πλησιον ειναι η ημερα της απωλειας αυτων, και τα μελλοντα να ελθωσιν επ' αυτους σπευδουσι.
36 Iudicabit Dominus populum suum
et in servis suis miserebitur;
videbit quod infirmata sit manus,
et defecerint clausi ac liberati.
36 Διοτι ο Κυριος θελει κρινει τον λαον αυτου, και θελει μεταμεληθη δια τους δουλους αυτου, οταν ιδη οτι απωλεσθη η δυναμις αυτων, και δεν εμεινεν ουδεν πεφυλαγμενον ουδε αφειμενον.
37 Et dicet: “Ubi sunt dii eorum,
petra, in qua habebant fiduciam,
37 Και θελει ειπει, Που ειναι οι θεοι αυτων, ο βραχος εις τον οποιον ειχον το θαρρος αυτων;
38 de quorum victimis comedebant adipes
et bibebant vinum libaminum?
Surgant et opitulentur vobis
et in necessitate vos protegant!
38 οιτινες ετρωγον το παχος των θυσιων αυτων, και επινον τον οινον των σπονδων αυτων; ας σηκωθωσι και ας σας βοηθησωσιν, ας γεινωσιν εις εσας σκεπη.
39 Videte nunc quod ego sim solus,
et non sit Deus praeter me.
Ego occidam et ego vivere faciam;
percutiam et ego sanabo;
et non est qui de manu mea possit eruere.
39 Ιδετε τωρα οτι εγω, εγω ειμαι, και δεν ειναι Θεος πλην εμου? εγω θανατονω και ζωοποιω? εγω πληγονω και ιατρευω? και δεν υπαρχει ο ελευθερων εκ της χειρος μου.
40 Levabo ad caelum manum meam
et dicam: Vivo ego in aeternum!
40 Διοτι εγω υψονω εις τον ουρανον την χειρα μου, Και λεγω, Ζω εγω εις τον αιωνα?
41 Si acuero ut fulgur gladium meum,
et arripuerit iudicium manus mea,
reddam ultionem hostibus meis
et his, qui oderunt me, retribuam.
41 εαν ακονισω την αστραπηφορον μαχαιραν μου, και επιβαλω την χειρα μου εις κρισιν, θελω καμει εκδικησιν εις τους εχθρους μου, και θελω ανταποδωσει εις τους μισουντας με?
42 Inebriabo sagittas meas sanguine,
et gladius meus devorabit carnes:
de cruore occisorum et captivorum,
de capite ducum inimici!”.
42 θελω μεθυσει τα βελη μου απο αιματος, και η μαχαιρα μου θελει καταφαγει κρεατα, απο του αιματος των πεφονευμενων και των αιχμαλωτων, απο της κεφαλης των αρχοντων των εχθρων.
43 Laudate, gentes, populum eius,
quia sanguinem servorum suorum ulciscetur
et vindictam retribuet in hostes suos
et propitius erit terrae populi sui ”.
43 Ευφρανθητε, εθνη, μετα του λαου αυτου? διοτι θελει εκδικησει το αιμα των δουλων αυτου, και αποδωσει εκδικησιν εις τους εναντιους αυτου, και καθαρισει την γην αυτου και τον λαον αυτου.
44 Venit ergo Moyses et locutus est omnia verba cantici huius in auribus populi, ipse et Iosue filius Nun;44 Και ηλθεν ο Μωυσης, και ελαλησε παντας τους λογους της ωδης ταυτης εις επηκοον του λαου, αυτος και Ιησους ο υιος του Ναυη.
45 complevitque omnes sermones istos loquens ad universum Israel.45 Και ετελειωσεν ο Μωυσης λαλων παντας τους λογους τουτους προς παντα τον Ισραηλ.
46 Et dixit ad eos: “ Ponite corda vestra in omnia verba, quae ego testificor vobis hodie, ut mandetis ea filiis vestris custodire et facere et implere universa verba legis huius;46 Και ειπε προς αυτους, Θεσατε τας καρδιας σας εις παντας τους λογους, τους οποιους εγω σημερον διαμαρτυρομαι προς εσας? τους οποιους θελετε παραγγειλει εις τα τεκνα σας να προσεχωσιν εις το να εκτελωσι, παντας τους λογους του νομου τουτου.
47 quia verbum non incassum vobis, sed est vita vestra: et in verbo hoc longo perseverabitis tempore in terra, ad quam, Iordane transmisso, ingredimini possidendam ”.
47 Διοτι ουτος δεν ειναι εις εσας λογος ματαιος? επειδη αυτη ειναι η ζωη σας? και δια του λογου τουτου θελετε μακροημερευσει επι της γης, προς την οποιαν διαβαινετε τον Ιορδανην δια να κληρονομησητε αυτην.
48 Locutusque est Dominus ad Moysen in eadem die dicens:48 Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην την αυτην εκεινην ημεραν, λεγων,
49 “ Ascende in montem istum Abarim, in montem Nabo, qui est in terra Moab contra Iericho, et vide terram Chanaan, quam ego tradam filiis Israel obtinendam.49 Αναβα εις το ορος τουτο Αβαριμ, εις το ορος Νεβω, το εν τη γη Μωαβ κατεναντι της Ιεριχω? και θεωρησον την γην Χανααν, την οποιαν εγω διδω εις τους υιους Ισραηλ εις ιδιοκτησιαν?
50 Et morere in monte, quem conscendens iungeris populo tuo, sicut mortuus est Aaron frater tuus in monte Hor et appositus populo suo.50 και τελευτησον εν τω ορει οπου αναβαινεις, και προστεθητι εις τον λαον σου, καθως ο αδελφος σου Ααρων ετελευτησεν εν τω ορει Ωρ και προσετεθη εις τον λαον αυτου?
51 Quia praevaricati estis contra me in medio filiorum Israel ad aquas Meribathcades deserti Sin, quia non sanctificastis me inter filios Israel.51 διοτι ηπειθησατε εις εμε μεταξυ των υιων Ισραηλ εις τα υδατα της Μεριβα-καδης, εν τη ερημω Σιν? επειδη δεν με ηγιασατε εν μεσω των υιων Ισραηλ?
52 E contra videbis terram et non ingredieris in eam, quam ego dabo filiis Israel ”.
52 οθεν απεναντι θελεις ιδει την γην, εκει ομως δεν θελεις εισελθει, εις την γην την οποιαν εγω διδω εις τους υιους Ισραηλ.