Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Deuteronomio 22


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Non videbis bovem fratris tui aut ovem errantem et praeteribis, sed reduces fratri tuo;1 Ιδων τον βουν του αδελφου σου η το προβατον αυτου πλανωμενον, μη παραβλεψης αυτα? θελεις εξαπαντος επιστρεψει αυτα εις τον αδελφον σου.
2 si autem non est prope frater tuus nec nosti eum, duces in domum tuam, et erunt apud te quamdiu quaerat ea frater tuus et recipiat.2 Και εαν ο αδελφος σου δεν κατοικη πλησιον σου, η εαν δεν γνωριζης αυτον, τοτε θελεις φερει αυτα εντος της οικιας σου, και θελουσιν εισθαι μετα σου εωσου ζητηση αυτα ο αδελφος σου? και θελεις αποδωσει αυτα εις αυτον.
3 Similiter facies de asino et de vestimento et de omni re fratris tui, quae perierit: si inveneris eam, ne subtrahas te.3 Ουτω θελεις καμει και δια τον ονον αυτου? ουτω θελεις καμει και δια το ιματιον αυτου? ουτω θελεις καμει και δια παντα τα χαμενα πραγματα του αδελφου σου? οσα εχασε, και συ ευρες αυτα? δεν δυνασαι να παραβλεψης αυτα.
4 Si videris asinum fratris tui aut bovem cecidisse in via, non subtrahes te, sed sublevabis cum eo.
4 Ιδων τον ονον του αδελφου σου η τον βουν αυτου πεσμενον εν τη οδω, μη παραβλεψης αυτα? θελεις εξαπαντος σηκωσει αυτα μετ' αυτου.
5 Non induetur mulier veste virili, nec vir utetur veste feminea: abominabilis enim apud Dominum Deum tuum est omnis, qui facit haec.
5 Η γυνη δεν θελει φορεσει το ανηκον εις ανδρα, ουδε ο ανηρ θελει ενδυθη στολην γυναικος? επειδη παντες οι πραττοντες ουτως ειναι βδελυγμα εις Κυριον τον Θεον σου.
6 Si ambulans per viam, in arbore vel in terra nidum avis inveneris et matrem pullis vel ovis desuper incubantem, non sumes eam de filiis,6 Εαν απαντησης καθ' οδον εμπροσθεν σου φωλεαν πτηνου επι τινος δενδρου η κατα γης, εχουσαν νεοσσους η ωα, και την μητερα καθημενην επι τους νεοσσους η επι τα ωα, δεν θελεις λαβει την μητερα μετα των τεκνων?
7 sed abire patieris matrem tenens filios, ut bene sit tibi, et longo vivas tempore.
7 θελεις εξαπαντος απολυσει την μητερα, τα δε τεκνα θελεις λαβει εις σεαυτον? δια να ευημερησης και να μακροημερευσης.
8 Cum aedificaveris domum novam, facies murum tecto tuo per circuitum, ne adducas sanguinem super domum tuam et sis reus, labente aliquo in praeceps ruente.
8 Οταν οικοδομης νεαν οικιαν, θελεις καμει περιτειχισμα περιξ του δωματος σου, δια να μη καμης ενοχον αιματος την οικιαν σου, εαν πεση τις ανθρωπος απ' αυτης.
9 Non seres vineam tuam altero semine, ne et sementis, quam sevisti, et quae nascuntur ex vinea, pariter sanctificentur.9 Δεν θελεις σπειρει εις τον αμπελωνα σου ετεροειδη σπερματα? δια να μη μιανθη το γεννημα του σπορου τον οποιον εσπειρας, και ο καρπος του αμπελωνος.
10 Non arabis in bove simul et asino.10 Δεν θελεις αροτριασει με βουν και ονον ομου.
11 Non indueris vestimento, quod ex lana linoque contextum est.
11 Δεν θελεις φορει ενδυμα συμμικτον απο μαλλινον ομου και λιναριον.
12 Funiculos facies per quattuor angulos pallii tui, quo operieris.
12 Θελεις καμει εις σεαυτον κροσσια εις τας τεσσαρας ακρας του ενδυματος σου, με το οποιον σκεπαζεσαι.
13 Si duxerit vir uxorem et intraverit ad eam et postea odio habuerit eam13 Εαν τις λαβη γυναικα και εισελθη προς αυτην και μισηση αυτην,
14 imputaveritque ei obiciens ei nomen pessimum et dixerit: “Uxorem hanc accepi et ingressus ad eam non inveni virginem”,14 και δωση αφορμην να κακολογησωσιν αυτην, και φερη δυσφημιαν επ' αυτην, και ειπη, Ελαβον ταυτην την γυναικα, και οτε προσηλθον προς αυτην, δεν ευρηκα αυτην παρθενον,
15 tollent pater et mater eius et ferent secum signa virginitatis eius ad seniores urbis, qui in porta sunt,15 τοτε ο πατηρ της νεας και η μητηρ αυτης θελουσι λαβει και εκφερει προς τους πρεσβυτερους της πολεως, εις την πυλην, τα παρθενια της νεας?
16 et dicet pater: “Filiam meam dedi huic uxorem, quam, quia odit,16 και ο πατηρ της νεας θελει ειπει προς τους πρεσβυτερους, Την θυγατερα μου εδωκα εις τον ανθρωπον τουτον δια γυναικα, και αυτος μισει αυτην?
17 imponit ei nomen pessimum, ut dicat: Non inveni filiam tuam virginem; et ecce haec sunt signa virginitatis filiae meae”. Expandent vestimentum coram se nioribus civitatis.17 και ιδου, εδωκεν αφορμην να κακολογωσιν αυτην, λεγων, Δεν ευρηκα την θυγατερα σου παρθενον? πλην ιδου, τα παρθενια της θυγατρος μου. Και θελουσιν εκδιπλωσει το ιματιον εμπροσθεν των πρεσβυτερων της πολεως.
18 Apprehendentque senes urbis illius virum et verberabunt illum18 Και θελουσι λαβει οι πρεσβυτεροι της πολεως εκεινης τον ανθρωπον και θελουσι τιμωρησει αυτον?
19 condemnantes insuper centum siclis argenti, quos dabunt patri puellae, quoniam diffamavit nomen pessimum super virginem Israel; habebitque eam uxorem et non poterit dimittere eam omnibus diebus vitae suae.
19 και θελουσι ζημιωσει αυτον εκατον σικλους αργυριου, και δωσει αυτους εις τον πατερα της νεας, διοτι εφερε δυσφημιαν επι παρθενον Ισραηλιτιν? και θελει εισθαι γυνη αυτου? δεν δυναται να αποβαλη αυτην πασας τας ημερας αυτου.
20 Quod si verum est, quod obicit, et non est in puella inventa virginitas,20 Εαν ομως το πραγμα τουτο ηναι αληθινον, και δεν ευρεθη παρθενος η κορη,
21 educent eam ad fores domus patris sui, et lapidibus obruent viri civitatis eius, et morietur, quoniam fecit nefas in Israel, ut fornicaretur in domo patris sui; et auferes malum de medio tui.
21 τοτε θελουσιν εκφερει την νεαν εις την θυραν του οικου του πατρος αυτης, και οι ανθρωποι της πολεως αυτης θελουσι λιθοβολισει αυτην με λιθους, και θελει αποθανει διοτι επραξεν αφροσυνην εν τω Ισραηλ, πορνευουσα τον οικον του πατρος αυτης? και θελεις εξαφανισει το κακον εκ μεσου σου.
22 Si inventus fuerit vir dormiens cum uxore alterius, uterque morietur, id est adulter et adultera; et auferes malum de Israel.
22 Εαν τις ευρεθη κοιμωμενος μετα γυναικος υπανδρου, τοτε αμφοτεροι θελουσι θανατονεσθαι, ο ανηρ ο κοιμωμενος μετα της γυναικος, και η γυνη? και θελεις εξαφανισει το κακον εκ του Ισραηλ.
23 Si puellam virginem desponsatam viro invenerit aliquis in civitate et concubuerit cum illa,23 Εαν νεα τις παρθενος ηναι ηρραβωνισμενη μετα ανδρος, και ευρη τις αυτην εν τη πολει και κοιμηθη μετ' αυτης,
24 educetis utrumque ad portam civitatis illius et lapidibus obruetis, et morientur: puella quia non clamavit, cum esset in civitate, vir quia humiliavit uxorem proximi sui; et auferes malum de medio tui.24 τοτε θελετε εκφερει αυτους αμφοτερους εις την πυλην της πολεως εκεινης, και θελετε λιθοβολησει αυτους με λιθους, και θελουσιν αποθανει? την νεαν, διοτι δεν εφωναξεν, ουσα εν τη πολει και τον ανθρωπον, διοτι εταπεινωσε την γυναικα του πλησιον αυτου? και θελεις εξαφανισει το κακον εκ μεσου σου.
25 Sin autem in agro reppererit vir puellam, quae desponsata est, et apprehendens concubuerit cum illa, ipse morietur solus;25 Αλλ' εαν τις ευρη εν αγρω την νεαν την ηρραβωνισμενην, και ο ανθρωπος βιαση αυτην και κοιμηθη μετ' αυτης, τοτε μονος ο ανθρωπος, ο κοιμηθεις μετ' αυτης, θελει θανατονεσθαι?
26 puella nihil patietur nec est rea mortis, quoniam sicut vir consurgit contra fratrem suum et occidit eum, ita et puella perpessa est:26 εις δε την νεαν δεν θελεις καμει ουδεν? δεν ειναι εις την νεαν αμαρτημα θανατου? διοτι καθως οταν τις εφορμηση επι τον πλησιον αυτου και φονευση αυτον, ουτως ειναι το πραγμα τουτο?
27 sola erat in agro, clamavit puella desponsata, et nullus affuit, qui liberaret eam.
27 διοτι εν τω αγρω ευρηκεν αυτην, εφωναξεν η ηρραβωνισμενη νεα, αλλα δεν υπηρχεν ο σωζων αυτην.
28 Si invenerit vir puellam virginem, quae non habet sponsum, et apprehendens concubuerit cum ea, et res ad iudicium venerit,28 Εαν τις ευρη νεαν παρθενον μη ηρραβωνισμενην και πιαση αυτην και κοιμηθη μετ' αυτης, και ευρεθωσι?
29 dabit, qui dormivit cum ea, patri puellae quinquaginta siclos argenti et habebit eam uxorem, quia humiliavit illam: non poterit dimittere eam cunctis diebus vitae suae.
29 τοτε ο ανθρωπος ο κοιμηθεις μετ' αυτης θελει δωσει εις τον πατερα της νεας πεντηκοντα σικλους αργυριου, και αυτη θελει εισθαι γυνη αυτου? επειδη εταπεινωσεν αυτην, δεν δυναται να αποβαλη αυτην πασας τας ημερας αυτου.
30 Δεν θελει λαβει τις την γυναικα του πατρος αυτου, ουδε θελει εκκαλυψει το συγκαλυμμα του πατρος αυτου.