Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Geremia 17


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Peccatum Iudae scriptum est stilo ferreo,
in ungue adamantino exaratum
super tabulam cordis eorum
et in cornibus ararum eorum,
1 Η αμαρτια του Ιουδα ειναι γεγραμμενη με γραφιδα σιδηραν, με ονυχα αδαμαντινον, ενεχαραχθη επι της πλακος της καρδιας αυτων και επι των κερατων των θυσιαστηριων υμων?
2 ut recordarentur filii eorum ararum suarum
et palorum suorum iuxta ligna frondentia
in collibus excelsis,
2 ωστε οι υιοι αυτων ενθυμουνται τα θυσιαστηρια αυτων και τα αλση αυτων, μετα των πρασινων δενδρων επι τους υψηλους λοφους.
3 montibus in campo.
“ Divitias tuas, omnes thesauros tuos
in direptionem dabo,
excelsa tua propter peccata
in universis finibus tuis.
3 Ω ορος μου εν τη πεδιαδι, θελω δωσει την περιουσιαν σου και παντας τους θησαυρους σου εις διαρπαγην και τους υψηλους σου τοπους κατα παντα τα ορια σου, δια την αμαρτιαν.
4 Et relinques hereditatem tuam,
quam dedi tibi;
et servire te faciam inimicis tuis
in terra, quam ignoras,
quoniam ignem succendistis in naribus meis;
usque in aeternum ardebit ”.
4 Και συ, μαλιστα αυτη συ, θελεις εκβληθη απο της κληρονομιας σου, την οποιαν εδωκα εις σε, και θελω σε καταδουλωσει εις τους εχθρους σου, εν γη την οποιαν δεν εγνωρισας? διοτι πυρ εξηψατε εν τω θυμω μου, το οποιον θελει καιεσθαι εις τον αιωνα.
5 Haec dicit Dominus:
“ Maledictus homo, qui confidit in homine
et ponit carnem brachium suum,
et a Domino recedit cor eius;
5 Ουτω λεγει Κυριος? Επικαταρατος ο ανθρωπος, οστις ελπιζει επι ανθρωπον και καμνει σαρκα βραχιονα αυτου και του οποιου η καρδια απομακρυνεται απο του Κυριου.
6 erit enim quasi myricae in deserto
et non videbit, cum venerit bonum,
sed habitabit in siccitate in deserto,
in terra salsuginis et inhabitabili.
6 Διοτι θελει εισθαι ως η αγριομυρικη εν ερημω, και δεν θελει ιδει οταν ελθη το αγαθον? αλλα θελει κατοικει τοπους ξηρους εν ερημω, γην αλμυραν και ακατοικητον.
7 Benedictus vir, qui confidit in Domino,
et erit Dominus fiducia eius;
7 Ευλογημενος ο ανθρωπος ο ελπιζων επι Κυριον και του οποιου ο Κυριος ειναι η ελπις.
8 et erit quasi lignum,
quod transplantatur super aquas,
quod ad humorem mittit radices suas
et non timebit, cum venerit aestus;
et erit folium eius viride,
et in anno siccitatis non erit sollicitum
nec aliquando desinet facere fructum
8 Διοτι θελει εισθαι ως δενδρον πεφυτευμενον πλησιον των υδατων, το οποιον εξαπλονει τας ριζας αυτου πλησιον του ποταμου, και δεν θελει ιδει οταν ερχηται το καυμα αλλα το φυλλον αυτου θελει θαλλει? και δεν θελει μεριμνησει εν τω ετει της ανομβριας ουδε θελει παυσει απο του να καμνη καρπον.
9 Dolosum est cor super omnia et insanabile;
quis cognoscet illud?
9 Η καρδια ειναι απατηλη υπερ παντα και σφοδρα διεφθαρμενη? τις δυναται να γνωριση αυτην;
10 Ego Dominus scrutans cor et probans renes,
qui do unicuique iuxta viam suam
et iuxta fructum operum suorum.
10 Εγω ο Κυριος εξεταζω την καρδιαν, δοκιμαζω τους νεφρους, δια να δωσω εις εκαστον κατα τας οδους αυτου, κατα τον καρπον των εργων αυτου.
11 Perdix fovit, quae non peperit,
ita faciens divitias sed non in iudicio.
In dimidio dierum suorum derelinquet eas
et in novissimo suo erit insipiens ”.
11 Καθως η περδιξ η επωαζουσα και μη νεοσσευουσα, ουτως ο αποκτων πλουτη αδικως θελει αφησει αυτα εις το ημισυ των ημερων αυτου και εις τα εσχατα αυτου θελει εισθαι αφρων.
12 Solium gloriae, altitudo a principio,
locus sanctificationis nostrae!
12 Θρονος δοξης υψωμενος εξ αρχης ειναι ο τοπος του αγιαστηριου ημων.
13 Exspectatio Israel, Domine,
omnes, qui te derelinquunt, confundentur;
recedentes a te in terra scribentur,
quoniam dereliquerunt venam
aquarum viventium, Dominum.
13 Κυριε, η ελπις του Ισραηλ, παντες οι εγκαταλειποντες σε θελουσι καταισχυνθη και οι αποσταται εμου θελουσι γραφθη εν τη γη? διοτι εγκατελιπον τον Κυριον, την πηγην των ζωντων υδατων.
14 Sana me, Domine, et sanabor;
salvum me fac, et salvus ero,
quoniam laus mea tu es.
14 Ιασαι με, Κυριε, και θελω ιαθη? σωσον με και θελω σωθη? διοτι συ εισαι το καυχημα μου?
15 Ecce ipsi dicunt ad me:
“ Ubi est verbum Domini? Veniat ”.
15 Ιδου, ουτοι λεγουσι προς εμε, Που ο λογος του Κυριου; ας ελθη τωρα.
16 Et ego non institi pro malo apud te
et diem calamitatis non desideravi,
tu scis: quod egressum est de labiis meis,
rectum in conspectu tuo fuit.
16 Αλλ' εγω δεν απεσυρθην απο του να σε ακολουθω ως ποιμην, ουδε επεθυμησα την ημεραν της θλιψεως? συ εξευρεις τουτο? τα εξελθοντα εκ των χειλεων μου ησαν ενωπιον σου.
17 Non sis mihi tu formidini;
refugium meum tu in die afflictionis.
17 Μη γεινης εις εμε τρομος? συ εισαι η ελπις μου εν ημερα συμφορας?
18 Confundantur, qui me persequuntur,
et non confundar ego;
paveant illi, et non paveam ego;
induc super eos diem afflictionis
et duplici contritione contere eos.
18 Ας καταισχυνθωσιν οι καταδιωκοντες με, εγω δε ας μη καταισχυνθω? ας τρομαξωσιν εκεινοι αλλ' ας μη τρομαξω εγω? φερε επ' αυτους ημεραν συμφορας και συντριψον αυτους διπλουν συντριμμα.
19 Haec dixit Dominus ad me: “ Vade et sta in porta Filiorum populi, per quamingrediuntur reges Iudae et egrediuntur, et in cunctis portis Ierusalem;19 Ουτως ειπε Κυριος προς εμε? Υπαγε και στηθι εν τη πυλη των υιων του λαου σου, δι' ης εισερχονται οι βασιλεις Ιουδα και δι' ης εξερχονται, και εν πασαις ταις πυλαις της Ιερουσαλημ?
20 etdices ad eos: Audite verbum Domini, reges Iudae et omnis Iuda cunctiquehabitatores Ierusalem, qui ingredimini per portas istas.20 και ειπε προς αυτους, Ακουσατε τον λογον του Κυριου, βασιλεις Ιουδα και, πας ο Ιουδας και παντες οι κατοικοι της Ιερουσαλημ, οι εισερχομενοι δια των πυλων τουτων?
21 Haec dicit Dominus:Custodite animas vestras et nolite portare pondera in die sabbati nec inferatisper portas Ierusalem;21 ουτω λεγει Κυριος? Προσεχετε εις εαυτους, και μη βασταζετε φορτιον την ημεραν του σαββατου μηδε εμβιβαζετε δια των πυλων της Ιερουσαλημ?
22 et nolite efferre onera de domibus vestris in diesabbati et omne opus non facietis: sanctificate diem sabbati, sicut praecepipatribus vestris.22 μηδε εκφερετε φορτιον εκ των οικιων σας την ημεραν του σαββατου και μη καμνετε μηδεμιαν εργασιαν? αλλα αγιαζετε την ημεραν του σαββατου, καθως προσεταξα εις τους πατερας υμων?
23 Et non audierunt nec inclinaverunt aurem suam; sedinduraverunt cervicem suam, ne audirent me et ne acciperent disciplinam.23 δεν υπηκουσαν ομως ουδε εκλιναν το ωτιον αυτων, αλλ' εσκληρυναν τον τραχηλον αυτων δια να μη ακουσωσι και δια να μη δεχθωσι νουθεσιαν.
24 Eterit: si audieritis me, dicit Dominus, ut non inferatis onera per portascivitatis huius in die sabbati, et si sanctificaveritis diem sabbati, nefaciatis in eo omne opus,24 Αλλ' εαν υπακουσητε εις εμε, λεγει Κυριος, ωστε να μη εμβιβαζητε φορτιον δια των πυλων της πολεως ταυτης την ημεραν του σαββατου, αλλα να αγιαζητε την ημεραν του σαββατου μη καμνοντες εν αυτη μηδεμιαν εργασιαν?
25 ingredientur per portas civitatis huius reges etprincipes sedentes super solium David et ascendentes in curribus et equis, ipsiet principes eorum, viri Iudae et habitatores Ierusalem; et habitabitur civitashaec in sempiternum.25 τοτε θελουσιν εισελθει δια των πυλων της πολεως ταυτης βασιλεις και αρχοντες καθημενοι επι του θρονου του Δαβιδ, εποχουμενοι επι αμαξας και ιππους, αυτοι και οι αρχοντες αυτων, οι ανδρες Ιουδα και οι κατοικοι της Ιερουσαλημ? και η πολις αυτη θελει κατοικεισθαι εις τον αιωνα.
26 Et venient de civitatibus Iudae et de circuitu Ierusalemet de terra Beniamin et de Sephela et de montuosis et a Nageb, portantesholocaustum et victimam et sacrificium et tus, et inferent oblationem laudis indomum Domini.26 Και θελουσιν ελθει εκ των πολεων Ιουδα και εκ των περιξ της Ιερουσαλημ και εκ της γης Βενιαμιν και εκ της πεδινης και εκ των ορεων και εκ του νοτου, φεροντες ολοκαυτωματα και θυσιας και προσφορας εξ αλφιτων και λιβανον, φεροντες ετι και προσφορας ευχαριστηριους εις τον οικον του Κυριου.
27 Si autem non audieritis me, ut sanctificetis diem sabbati et neportetis onus intrantes per portas Ierusalem in die sabbati, succendam ignem inportis eius, et devorabit domos Ierusalem et non exstinguetur ”.
27 Αλλ' εαν δεν μου υπακουσητε, ωστε να αγιαζητε την ημεραν του σαββατου και να μη βασταζητε φορτιον και εμβιβαζητε εις τας πυλας της Ιερουσαλημ την ημεραν του σαββατου, τοτε θελω αναψει πυρ εν ταις πυλαις αυτης και θελει καταφαγει τα παλατια της Ιερουσαλημ και δεν θελει σβεσθη.