Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Neemia 5


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Et factus est clamor populi et uxorum eius magnus adversus fratres suosIudaeos.1 Ητο δε μεγαλη κραυγη του λαου και των γυναικων αυτων κατα των αδελφων αυτων των Ιουδαιων.
2 Et erant qui dicerent: “ Filios nostros et filias nostraspignoravimus, ut acciperemus frumentum et comederemus et viveremus! ”.2 Διοτι ησαν τινες λεγοντες, Ημεις, οι υιοι ημων και αι θυγατερες ημων, ειμεθα πολλοι? οθεν ας λαβωμεν σιτον, δια να φαγωμεν και να ζησωμεν.
3 Eterant qui dicerent: “ Agros nostros et vineas et domos nostras opposuimus, utacciperemus frumentum in fame! ”.3 Και ησαν τινες λεγοντες, Ημεις βαλλομεν ενεχυρον τους αγρους ημων, τους αμπελωνας ημων και τας οικιας ημων, δια να λαβωμεν σιτον εξ αιτιας της πεινης.
4 Et alii dicebant: “ Mutuo sumpsimuspecunias in tributa regis pro agris nostris et vineis nostris.4 Ησαν ετι τινες λεγοντες, Ημεις εδανεισθημεν αργυρια δια τους φορους του βασιλεως επι τους αγρους και επι τους αμπελωνας ημων?
5 Et nunc sicutcaro fratrum nostrorum sic caro nostra est, et sicut filii eorum ita et filiinostri; ecce nos subiugamus filios nostros et filias nostras in servitutem, etde filiabus nostris quaedam iam in servitute subiugatae sunt, nec habemus undepossint redimi, quia agros nostros et vineas nostras alii possident ”.
5 τωρα δε η σαρξ ημων ειναι ως η σαρξ των αδελφων ημων, τα τεκνα ημων ως τα τεκνα αυτων? και ιδου, ημεις καθυποβαλλομεν εις δουλειαν τους υιους ημων και τας θυγατερας ημων δια να ηναι δουλοι, και τινες εκ των θυγατερων ημων εφερθησαν ηδη εις δουλειαν? και δεν ειναι ουδεν εις την εξουσιαν ημων, διοτι αλλοι εχουσι τους αγρους και τους αμπελωνας ημων.
6 Et iratus sum nimis, cum audissem clamorem eorum secundum verba haec.6 Και ηγανακτησα σφοδρα, ακουσας την κραυγην αυτων και τους λογους τουτους.
7 Cogitavique in corde meo et increpavi optimates et magistratus et dixi eis: “Usuras singuli a fratribus vestris exigitis! ”. Et congregavi adversum eoscontionem magnam7 Και εσκεφθην κατ' εμαυτον, και επεπληξα τους προκριτους και τους προεστωτας και ειπα προς αυτους, Σεις φορολογειτε εκαστος τον αδελφον αυτου. Και συνεκαλεσα κατ' αυτων συναξιν μεγαλην.
8 et dixi eis: “ Nos, ut scitis, redemimus fratres nostrosIudaeos, qui venditi fuerant gentibus, secundum possibilitatem nostram; quinpotius et vos vendetis fratres vestros, ut vendentur nobis? ”. Et silueruntnec invenerunt quid responderent.8 Και ειπα προς αυτους, Ημεις κατα την δυναμιν ημων εξηγορασαμεν τους αδελφους ημων Ιουδαιους, τους πωληθεντας εις τα εθνη? και σεις αυτοι θελετε πωλησει τους αδελφους σας; η θελουσι πωληθη εις ημας; Εκεινοι δε εσιωπων και δεν ευρηκαν αποκρισιν.
9 Dixique ad eos: “ Non est bona res, quamfacitis. Quare non in timore Dei nostri ambulatis, ne exprobretur nobis agentibus inimicis nostris?9 Και ειπα, Δεν ειναι καλον το πραγμα το οποιον σεις καμνετε? δεν πρεπει να περιπατητε εν τω φοβω του Θεου ημων, δια να μη ονειδιζωσιν ημας τα εθνη, οι εχθροι ημων;
10 Et ego et fratres mei et pueri mei commodavimusplurimis pecuniam et frumentum; non repetamus usuras istas.10 και εγω ετι και οι αδελφοι μου και οι δουλοι μου εδανεισαμεν εις αυτους χρηματα και σιτον? ας αφησωμεν, παρακαλω, την απαιτησιν ταυτην?
11 Reddite eis hodieagros suos et vineas suas et oliveta sua et domos suas et centesimam pecuniaefrumenti vini et olei, quam exigere soletis ab eis ”.
11 επιστρεψατε λοιπον εις αυτους, ταυτην την ημεραν, τους αγρους αυτων, τους αμπελωνας αυτων, τους ελαιωνας αυτων και τους οικους αυτων και το εκατοστον του αργυριου και του σιτου, του οινου και του ελαιου, το οποιον απαιτειτε παρ' αυτων.
12 Et dixerunt: “ Reddemus et ab eis nihil quaeremus; sicque faciemus, utloqueris ”. Et vocavi sacerdotes et feci eos iurare, ut facerent, sicut dictumerat.12 Τοτε ειπον, Θελομεν αποδωσει ταυτα και δεν θελομεν ζητησει ουδεν παρ' αυτων? ουτω θελομεν καμει, καθως συ λεγεις. Τοτε εκαλεσα τους ιερεις και ωρκισα αυτους, οτι θελουσι καμει κατα τον λογον τουτον.
13 Insuper excussi sinum meum et dixi: “ Sic excutiat Deus omnem virum,qui non compleverit verbum istud, de domo sua et de laboribus suis; sicexcutiatur et vacuus fiat! ”. Et dixit universa multitudo: “ Amen! ”. Etlaudaverunt Deum. Fecit ergo populus, sicut erat dictum.
13 Εξετιναξα ετι τον κολπον μου, λεγων, Ουτω να εκτιναξη ο Θεος παντα ανθρωπον απο του οικου αυτου και απο του κοπου αυτου, οστις δεν εκτελεση τον λογον τουτον, και ουτω να ηναι εκτετιναγμενος και κενος. Και ειπον πασα η συναξις, Αμην, και εδοξασαν τον Κυριον. Και εκαμεν ο λαος κατα τον λογον τουτον.
14 A die autem illa, qua praeceperat rex mihi, ut essem dux in terra Iudae, abanno vicesimo usque ad annum tricesimum secundum Artaxerxis regis, per annosduodecim ego et fratres mei annonas, quae ducibus debebantur, non comedimus.14 Αφ' ης δε ημερας προσεταχθην να ημαι κυβερνητης αυτων εν τη γη Ιουδα, απο του εικοστου ετους εως του τριακοστου δευτερου ετους Αρταξερξου του βασιλεως, δωδεκα ετη, εγω και οι αδελφοι μου δεν εφαγομεν τον αρτον του κυβερνητου.
15 Duces autem priores, qui fuerant ante me, gravaverunt populum et acceperunt abeis cotidie pro pane siclos argenti quadraginta; sed et ministri eorumdepresserunt populum. Ego autem non feci ita propter timorem Dei,15 Οι προτεροι ομως κυβερνηται, οι προ εμου, κατεβαρυνον τον λαον, και ελαμβανον παρ' αυτων αρτον και οινον, εκτος τεσσαρακοντα σικλων αργυριου? ετι και οι δουλοι αυτων εξουσιαζον τον λαον? αλλ' εγω δεν εκαμνον ουτω, φοβουμενος τον Θεον.
16 quin potiusin opere muri restauravi et agrum non emi; et omnes pueri mei congregati ad opuserant.
16 Και μαλιστα ενισχυθην εις το εργον τουτου του τειχους, και αγρον δεν ηγορασαμεν? και παντες οι δουλοι μου ησαν συνηγμενοι εκει εις το εργον.
17 Iudaei quoque et magistratus, centum quinquaginta viri, et qui veniebant adnos de gentibus, quae in circuitu nostro sunt, in mensa mea erant.17 Ησαν ετι εις την τραπεζαν μου εκατον πεντηκοντα ανδρες εκ των Ιουδαιων και των προεστωτων, και οι ερχομενοι προς ημας εκ των εθνων των περιξ ημων.
18 Parabaturautem mihi per dies singulos bos unus, arietes sex electi, exceptis volatilibus;et inter dies decem vina diversa multa. Insuper et annonas ducatus mei nonquaesivi; gravis enim erat servitus populi huius.
18 Το δε καθ' ημεραν ετοιμαζομενον δι' εμε ητο εις βους και εξ εκλεκτα προβατα? και πτηνα ητοιμαζοντο δι' εμε, και απαξ εις δεκα ημερας αφθονια απο παντος ειδους οινου? και ομως δεν εζητησα τον αρτον του κυβερνητου? διοτι η δουλεια ητο βαρεια επι τουτον τον λαον.
19 Memento mei, Deus meus, in bonum, secundum omnia, quae feci populo huic.
19 Μνησθητι μου, Θεε μου, επ' αγαθω, κατα παντα οσα εγω εκαμον υπερ του λαου τουτου.